Το ταξίδι του Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ προς τον μοντερνισμό

Το ταξίδι του Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ προς τον μοντερνισμό

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ δεν είναι μόνο ρόδινες παχουλές γυναίκες, αλλά και μια σειρά από τοπία που φανερώνουν τις βαθιές ζυμώσεις, όχι μόνο αισθητικές στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα. Αυτά τα τοπία που παρουσιάζονται τώρα σε μια αποκαλυπτική έκθεση, «Ρενουάρ, Τοπία 1865-1883», της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο, δείχνουν τη μεταμόρφωση που σημειώθηκε εκείνη την εποχή, στην καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων.

Στον δρόμο της αφαίρεσης

Δείχνουν πρώτα απ’ όλα, όπως γράφει ο Σουρίν Μελικιάν στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», τη μεταμόρφωση στον τρόπο θεώρησης του κόσμου και της πραγματικότητας. Το «Ξέφωτο στο δάσος», π.χ. του 1865, στο πρώτο κοίταγμα μοιάζει με ένα κλασικό νατουραλιστικό τοπίο, αλλά σε δεύτερο, αποκαλύπτει μιαν αντίφαση. Ο ζωγράφος μεταφέρει στον μουσαμά ό,τι βλέπουν τα μάτια του χωρίς να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, όμως, αδιαφορεί για την ακριβή απόδοση των λεπτομερειών. Τον ενδιαφέρει περισσότερο από το σχήμα των φύλλων και των κλαριών, το παιχνίδι του φωτός, όπως περνάει μέσα τους. Σε ένα άλλο έργο της ίδιας χρονιάς «Υπαίθριος δρόμος κοντά στο Μαρλότ», τα πράγματα, δέντρα και φιγούρες, περισσότερο σημαίνονται υπαινικτικά παρά δηλώνονται, με γρήγορες πινελιές, που μοιάζουν πρόχειρες. Εξι χρόνια αργότερα, στο «Σκάφος στο Σηκουάνα, κοντά στο Παρίσι», τα πάντα σημαίνονται υπαινικτικά, χωρίς όμως καμιά βιασύνη ή προχειρότητα· η σύνθεση είναι προσεκτικά σχεδιασμένη με κλασικό τρόπο μολονότι επαναστατική, στον τρόπο με τον οποίο απομακρύνεται από τις λεπτομέρειες. Ποιο είναι το επόμενο βήμα; η αφαίρεση προς την οποία φαίνεται να κατευθύνεται ο Ρενουάρ έναν χρόνο αργότερα. Στο «Ιστιοφόρο στην Αρζεντέγ» ο ποταμός και ο ουρανός είναι ένα χαλί από καφέ, κίτρινα και μπλε και τα πρόσωπα που περπατούν την όχθη είναι σαν μαύρες κουκκίδες· στο χρωματικό τούτο χάος επικρατούν ακόμη μερικοί κανόνες της κλασικής δομής τους οποίους όμως απορρίπτει στην «Ανοιξη», τέσσερα χρόνια μετά, όπου το μεγαλύτερο μέρος κατέχει μια πρασινωπή ομίχλη από την οποία προβάλλει μια μορφή. Ελάχιστα συνδέουν τούτο το έργο με την κλασική αναπαράσταση και τούτα είναι πράγματα στέρεα και σταθερά, όπως κορμοί δέντρων ή ένας κηπουρός, δυσδιάκριτος όμως καθώς είναι χωμένος μέσα στη βλάστηση.

Το επόμενο μεγάλο θέμα του, η θάλασσα με την κινητικότητα και την αστάθειά της, ήρθε σχεδόν φυσικά. Από αυτήν προήλθαν ορισμένα από τα ωραιότερα δημιουργήματά του.

Η Φύση στο έργο του φαίνεται να τον ενδιαφέρει μόνο σαν χρωματικοί όγκοι που αχτιδοβολούν, αφαιρώντας κάθε συγκεκριμένη λεπτομέρεια, η οποία θα συνέβαλε σε μιαν αφηγηματικότητα. Ετσι είναι οι «Αραβικές γιορτές», όπου αυτό που συνεπαίρνει τον θεατή είναι τα χρώματα στις κελεμπίες του πλήθους και η κίνησή του, πρόσωπα εξατομικευμένα δεν υπάρχουν καθόλου. Μπροστά ανοιγόταν η αφαίρεση και προς αυτήν προχώρησε ο Ρενουάρ με το «Κύμα» (από το 1996 στην κατοχή των Ντίξον Γκάλερις εντ Γκάρντενς, στο Μέμφις) όπου ακτή δεν υπάρχει αλλά τα πάντα είναι μια κυλιόμενη, αφρισμένη μάζα χρωμάτων, άσπρα και κίτρινα, μπλε, σκούρα και των αποχρώσεών τους. Εάν δεν υπήρχε στο πάνω μέρος του μουσαμά μια στενή μπλε επιφάνεια σπαρμένη με μοβ όγκους που αντιπροσωπεύει τον θυελλώδη ουρανό, ο πίνακας θα ήταν μια αφαιρετική σύνθεση χρωμάτων. Ετσι είναι ένα από τα προφητικότερα έργα του 19ου αιώνα.

Και όμως, έπειτα από αυτό ο Ρενουάρ επέστρεψε σε πιο συγκεκριμένο κόσμο, αυτό των πορτρέτων και των προσωπογραφιών. Ενας λόγος είναι ότι η τοπιογραφία ήταν γι’ αυτόν ένα άλλο είδος τέχνης, ένα είδος που ασκώντας το μπορούσε να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, μερικές φορές αντιστικτικά, έτσι ώστε είναι αδύνατον να κατηγοριοποιηθούν. Ο «Κήπος του Εσσέ» είναι κλασικής δομής, ιμπρεσιονιστικής εκτέλεσης και υπερρεαλιστικής διάθεσης, μολονότι τον όρο θα εφεύρισκε ο Απολινέρ, 25 χρόνια αργότερα.

Τρούλοι στον ουρανό

Το 1881 στη Βενετία ζωγράφισε μια άποψη της Πλατείας του Αγίου Μάρκου, που καταπλήσσει με τον μοντερνισμό της. Οι θόλοι, οι τρούλοι, οι αψίδες, οι πυργίσκοι και ολόκληρο το επάνω μέρος του ναού μοιάζει να υπερυψούται στην άκρη χρωματικών δεσμών προς ένα ουρανό που μοιάζει να προλέγει τα τοπία του Ραούλ Ντιφί, το 1907-8.

Η έκθεση με την τέχνη την εφευρετικότητα, την τόλμη της προκαλεί μια μέθη στον θεατή που ξεχνά ότι ο ίδιος ζωγράφος είναι ο δημιουργός εκείνων των ρόδινων, παχουλών, μελιστάλαχτων γυμνών που ξέρει, έργα τα οποία κατ’ ουσίαν επισκιάζουν το καλλιτεχνικό του επίτευγμα, αυτό το οποίο υπενθυμίζει η Εθνική Πινακοθήκη με την έκθεση των τοπίων του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή