Μια ηγερία αγώνων

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πες μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι. Από την άποψη του παλιού γνωμικού η Νάνσι Κιούναρντ είχε πολλούς, πάρα πολλούς φίλους.

Ο Ουίντχαμ Λιούις, ο Αλντους Χάξλεϊ, ο Τριστάν Τζαρά, ο Λουί Αραγκόν υπήρξαν εραστές της. Επαιζε τένις με τον Ερνεστ Χεμινγουέι, την επισκεπτόταν στο σπίτι της ο Τζέιμς Τζόις και ποζάρισε για τον Κονσταντίν Μπρανκούζι. Ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς, που είχε μια φωτογραφία της πάνω στο γραφείο του, την αποκάλεσε «φαινόμενο της ιστορίας».

Η Νάνσι Κιούναρντ (1896-1965) ήταν μούσα. Ομως, η Lois Gordon στην πρόσφατη βιογραφία της Nancy Cunard. Heiress, Muse, Political Idealist (εκδ. Columbia University Press, 447 σελ., 32,50 δολάρια) δείχνει ότι ήταν και άλλα πέρα από ωραία με συναρπαστική προσωπικότητα και με πλούτη που κληρονόμησε από την οικογένειά της εφοπλιστών.

Θυγατέρα Αγγλου βαρωνέτου και Αμερικανίδας κοσμικής κυρίας μεγάλωσε σε πύργο αλλά ένιωθε δυστυχισμένη. Ο πατέρας της νοιαζόταν μόνο για το κυνήγι, το ψάρεμα και την ιππασία, και η μητέρα της για τους αριστοκρατικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς κύκλους. Απωθημένη από αυτά, η κόρη στράφηκε ενάντια σε ό,τι αντιπροσώπευαν οι γονείς της. Η ιστορία, όπως γράφει η Καρολάιν Γουέμπερ στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», κατά κάποιο τρόπο την ευνόησε γιατί το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τη βοήθησε να αποδεσμευθεί από την οικογένεια και να ξεκινήσει τη δική της ζωή. Αρχικά σχημάτισε γύρω της έναν κύκλο καλλιτεχνών στο Λονδίνο, με τον Εζρα Πάουντ, τον Τ. Σ. Ελιοτ, τον Ουίντχαμ Λιούις, που μόλις είχε ξεκινήσει μια «λογοτεχνική επανάσταση» στην Αγγλία. Το κίνημα αυτό άλλαξε τη ζωή της και της εμφύσησε την πίστη ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τη ζωή.

Μέσω της ποίησης, όμως, ανέπτυξε δεσμούς με ομοϊδεάτες στο εξωτερικό και κυρίως στην καλλιτεχνική παροικία του Παρισιού, όπου εγκαταστάθηκε το 1920. Εκεί γνωρίστηκε όχι μόνο με τον Χεμινγουέι και τον Ουίλιαμς αλλά και με τους ντανταϊστές και τους υπερρεαλιστές. Με αυτούς συμμεριζόταν την πίστη στην ιερή αποστολή της τέχνης, που είναι να αναδείξει τις κούφιες αξίες της άρχουσας τάξης. Η ίδια όμως αυτοπροσδιοριζόταν ως αναρχική και ουδέποτε προσχώρησε στην κομμουνιστική κοσμοθεωρία. Μήτε ποτέ ασπάστηκε την ταυτότητά της ως μούσας και ηγερίας και πάντα λαχταρούσε να δημιουργήσει τον εαυτό της, μια προσωπικότητα με μεγαλύτερο νόημα.

Ετσι, το 1928 ίδρυσε τον εκδοτικό οικο Hours Press που εξέδιδε βιβλία γνωστών ήδη πια συγγραφέων σαν τον Αραγκόν και τον Πάουντ, αλλά και νέων, άγνωστων ακόμη, όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο οποίος κέρδισε ένα διαγωνισμό του οίκου, σε ηλικία 23 ετών. Ερωτεύθηκε όμως τον Χένρι Κράουντερ, Αφροαμερικανό πιανίστα της τζαζ, ο οποίος την εισήγαγε στον μαύρο κόσμο της Αμερικής.

Ο αγώνας κατά των φυλετικών διακρίσεων έγινε και δικός της και το 1934 δημοσίευσε μια, 300 σελίδων, ανθολογία της ιστορίας και του πολιτισμού των μαύρων. Ανάμεσα στους συνεργάτες της ήταν ο Τίοντορ Ντράιζερ και ο Λάνγκστον Χιουζ. Παρά την έκταση, την επίκαιρη στιγμή και τις προσδοκίες, το βιβλίο έγινε δεκτό είτε με αδιαφορία ή με συγκατάβαση.

Ομως εκείνη συνέχισε τους αγώνες της, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, και εναντίον του φασισμού. Εγραψε άρθρα κατά της εισβολής του Μουσολίνι στην Αιθιοπία και εναντίον του πραξικοπήματος του Φράνκο στην Ισπανία. Από το 1936 κάλυπτε τον Ισπανικό Εμφύλιο, προλέγοντας ότι είναι η εισαγωγή σε έναν «άλλο» παγκόσμιο πόλεμο.

Νοιαζόταν ιδιαίτερα για τους Ισπανούς φυγάδες και εξόριστους του εμφυλίου που κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όταν πέρασαν τα σύνορα με τη Γαλλία. Διοργάνωνε εκεί συσσίτια γι’ αυτούς, τρέφοντας καθημερινά 3 με 4 χιλιάδες ανθρώπους. Πεζοπορούσε 30 με 40 μίλια για να τους επισκεφθεί στα στρατόπεδα και τελικά, η κλονισμένη υγεία της την ανάγκασε να γυρίσει στο Παρίσι.

Με το προχώρημα της ηλικίας εντάθηκε και μια μανική ροπή που έκρυβε μέσα της. Επιβοηθούμενη από το πιοτό, πήρε παθολογικές διαστάσεις. Η βιογράφος δεν κατακρίνει ούτε εξιδανικεύει, αλλά ψύχραιμα περιγράφει την αυτοκαταστροφική διάθεση των τελευταίων χρόνων της. Τον Μάρτιο του 1965, λίγο μετά τα 65α γενέθλιά της, μπήκε σε μια κραιπάλη ποτού στο Παρίσι. Οι φίλοι της την έβλεπαν ανήσυχοι να χάνει το μυαλό της και να καταλήγει μοιάζοντας με πτώμα από το Μπούχενβαλντ, αλλά τους απέφευγε. Μέχρι που η αστυνομία τη βρήκε αναίσθητη στους δρόμους.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε το όνομά της και πέθανε δύο μέρες αργότερα. Ο επιτάφιος του Νερούδα ήταν χαρακτηριστικός: «Το κορμί της σπαταλήθηκε στον μακρύ αγώνα ενάντια στην αδικία του κόσμου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή