Αμφισβητώντας τις δομές του status quo

Αμφισβητώντας τις δομές του status quo

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θ. Πελαγίδης – Μ. Μητσόπουλος

Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας. Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις

εκδ. Παπαζήση – σελ. 401

Στο βιβλίο τους οι Θ. Πελαγίδης και Μ. Μητσόπουλος αναλύουν επίκαιρα προβλήματα της νεοελληνικής πολιτικής από τη σκοπιά της νέας πολιτικής οικονομίας. Προσεγγίζουν την πολιτική εγκαταλείποντας προσφιλείς και βολικούς μύθους, φερ’ ειπείν ότι στον δημόσιο βίο και ειδικότερα στις οργανώσεις συμφερόντων δρουν προσωπικότητες που υπηρετούν αποκλειστικά το γενικό καλό. Αναζητούν τις δυνατότητες για καλή διακυβέρνηση, διερευνώντας τις πηγές της κακής.

Η νέα πολιτική οικονομία (ή, συχνά, δημόσια επιλογή) έχει ως αφετηρία τη δανεισμένη από την οικονομική θεωρία παραδοχή ότι οι αποφάσεις των ατόμων στην «πολιτική αγορά» καθοδηγούνται από το δικό τους συμφέρον. Αυτό επιδιώκουν τα άτομα να ικανοποιήσουν. Σ’ ένα δεδομένο θεσμικό πλαίσιο επιλέγουν τα μέσα που θεωρούν καταλληλότερα για τον σκοπό αυτό. Συμπεριφέρονται συνεπώς ορθολογικά. Ο πολιτικός π.χ. επιζητεί την επανεκλογή του και υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Τούτο δε, όταν δεν εξετάζουμε περιπτώσεις ωμότερων συναλλαγών. Ο γενικός στόχος της ανάλυσης του τύπου αυτού είναι να εξηγηθούν συγκεκριμένα παθολογικά συμπτώματα της πολιτικής, φερ’ ειπείν η συσσώρευση χρεών.

Φυσικά, η δημόσια επιλογή είναι μία από τις δυνατές προσεγγίσεις της πολιτικής. Καθεμιά μπορεί να είναι χρήσιμη αναδεικνύοντας διαφορετικές όψεις της πραγματικότητας. Σημασία όμως έχει ότι οι παραγόμενες στο πλαίσιό τους υποθέσεις είναι ικανές να υποστούν εμπειρική δοκιμασία.

Στην Ελλάδα η δημόσια επιλογή αποφεύγεται συστηματικά γιατί είναι δραστικά κριτική απέναντι στους πάσης φύσης μεσολαβητές ανάμεσα στο άτομο και στο γενικό καλό. Αμφισβητεί τα κίνητρά τους, αναζητά τις βαθύτερες αιτίες ανειλικρινών δηλώσεων και υποσχέσεων, ακραίων διεκδικήσεων και αντιστάσεων εναντίον διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, διερευνά τις αιτίες γραφειοκρατικών εμπλοκών, της πολιτικής αναποτελεσματικότητας (δες χρέη), της θεσμικής ρευστότητας και της υπονόμευσης του rule of law. Για τον λόγο αυτό η εργασία των Θ. Πελαγίδη και Μ. Μητσόπουλου ταράσσει τα λιμνάζοντα ύδατα συμβατικών μελετών.

Πεδίο δοκιμής

Η ελληνική πραγματικότητα προσφέρεται ως ιδανική περίπτωση για να δοκιμασθεί η εγκυρότητα της νέας πολιτικής οικονομίας. Η εργασία των συγγραφέων έχει επηρεασθεί από το δράμα του «εκσυγχρονισμού» 1996 – 2004 και την τραυματική και ολοκληρωτική απόρριψη μιας μεταρρυθμιστικής ηγεσίας από το «βαθύ κόμμα» και τις με αυτό συνυφασμένες συντεχνίες. Φυσικά υπάρχουν και άλλες ερμηνείες που δεν αφήνουν στο απυρόβλητο την ηγεσία.

Οι συγγραφείς επικεντρώνουν την ανάλυσή τους στις ομάδες ειδικών συμφερόντων που διαθέτουν πολιτική και οικονομική δύναμη. Οι ομάδες αυτές οργανώνουν τις δράσεις τους με πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή των ειδικών συμφερόντων των μελών τους σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Εκμεταλλεύονται το κράτος και τους πολιτικούς για να αντλήσουν «προσόδους». Εχοντας πετύχει πολλά στο παρελθόν έχουν κάθε λόγο να υπερασπίζονται το status quo. Προσφεύγουν σε ευφάνταστα ιδεολογήματα που αντλούν είτε από το παρελθόν (αριστερή ρητορική) είτε από τις μύχιες επιθυμίες των ανθρώπων. Οι συγγραφείς επιστρατεύουν σκληρές αναλογίες για να διασπάσουν το αμυντικό ιδεολογικό τείχος των ειδικών συμφερόντων. Λίγο ή πολύ τα προσομοιάζουν με Βίκινγκς που κατέβηκαν στη χώρα, μιλούν για κλεπτοκρατία κ.λπ. Συνεπώς, η προσέγγισή τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τυπικές αριστερές αναλύσεις αλλά και την αφελή πλουραλιστική προσέγγιση που αθωώνουν τις οργανώσεις συμφερόντων.

Οι συγγραφείς ενδιαφέρονται και για την πολιτική πράξη. Από την ανάλυσή τους αντλούν ευθέως συνταγές για μια πετυχημένη μεταρρυθμιστική στρατηγική. Δείχνουν ότι η τελευταία οφείλει να αντιμετωπίσει, ανάμεσα σε άλλα, ζητήματα αξιοπιστίας, αβεβαιότητας, πληροφόρησης, καλού σχεδιασμού, συνεκτικού οράματος και αποζημίωσης όσων χάνουν από τις μεταρρυθμίσεις.

Αντιρρήσεις

Η σκληρή γλώσσα του έργου προκαλεί – επί τέλους. Αλλά οι αναμφίβολα ισχυρές πτυχές του δεν πρέπει να αποθαρρύνουν την κριτική. Από τις πιθανές αντιρρήσεις ξεχωρίζω δύο:

– Πρώτον, το ίδιον συμφέρον δεν είναι η μόνη δύναμη που επηρεάζει συμπεριφορές. Δεν είναι δυνατόν να εξαλείψουμε τον ρόλο των ιδεών, των αξιών, της παράδοσης, της ανάγκης για επιβεβαίωση του ατόμου μέσα σε ομάδες και, αν θέλετε, κάποια διάθεση για προσφορά. Ο Θοδωρής Πελαγίδης δείχνει να το αναγνωρίζει κάπως, ιδίως όταν εμπιστεύεται μεταρρυθμιστικές ηγεσίες. Πάντως, η υπόθεση της ορθολογικότητας παραμένει παραγωγική με την έννοια ότι εξηγεί φαινόμενα όπως το κατακερματισμένο ασφαλιστικό σύστημα, τα χρέη, τον εκλογικό κύκλο, την ανοχή στις καταπατήσεις δασών, τις νόθες αποκρατικοποιήσεις.

– Δεύτερον, η ανάλυση επικεντρώνεται στις οργανώσεις ειδικών συμφερόντων. Αυτό είναι μεν κατανοητό, αλλά δεν ικανοποιεί θεωρητικά γιατί απενοχοποιεί πλήρως την εκάστοτε κυβέρνηση και τα κόμματα. Οι συγγραφείς είναι λιγότερο αυστηροί απέναντι στις ηγεσίες των κομμάτων και στα ίδια τα κόμματα. Αφήνουν κατά διαστήματα να εννοηθεί ότι οι ηγεσίες είναι θύματα μιας προσοδοθηρικής κοινωνίας. Τελειώνω επισημαίνοντας ένα ανησυχητικό φαινόμενο που περιγράφουν γλαφυρά οι συγγραφείς έχοντας προφανώς σχετικά βιώματα: Οτι η ζωή των μεταρρυθμιστών στους διάφορους επαγγελματικούς χώρους είναι δύσκολη. Το σύστημα επινοεί ευφάνταστους τρόπους για να εξουδετερώνει εσωτερικές αντιστάσεις. Η θεωρία που επέλεξαν οι συγγραφείς δίνει την εξήγηση.

* Ο κ. Π. Καζάκος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή