Ιδιάζουσα «σκηνοθεσία»

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βιτόλντ Γκομπρόβιτς

Η Πορνογραφία

μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης

εκδ. Νεφέλη

Η φύση της ανωριμότητας, η κατωτερότητα, το ανολοκλήρωτο, η ατέλεια, οι περιπέτειες της όρασης και η ποίηση της ηδονοβλεψίας, το δίπολο νεότητα-γηρατειά, οι παγίδες, η υποδούλωση του ενήλικου από τον ανήλικο, ο ερωτισμός, η εξομοίωση των φύλων και η έλξη της ομοφυλοφιλίας, ο έρωτας της ηλικίας, η συνενοχή, η προετοιμασία και το στοιχείο του εγκλήματος, η παρωδία είναι τα κεντρικά θέματα που προκύπτουν αβίαστα από τις σελίδες της Πορνογραφίας. Γραμμένη σε μια παλιά γραφομηχανή Ρέμινγκτον αμέσως μετά την παραίτηση του Γκομπρόβιτς από την τράπεζα Banco Polaco της Αργεντινής (στη χώρα όπου έζησε ο Πολωνός συγγραφέας ως εμιγκρές από το 1939 έως το 1963, αγνοημένος, υπό συνθήκες συνεχών δυσκολιών, στέρησης, μοναξιάς και περιπλάνησης), αποτελεί το μυθιστόρημα μιας «σκηνοθεσίας».

Απαστράπτουσα κατωτερότητα

Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία μιας ένωσης, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στον φόνο -το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στην Πολωνία- υποβάλλει κατευθείαν «έναν κόσμο δεύτερης διαλογής», «μια κάποια επαίσχυντη ποίηση, μια κάποια ομορφιά εξευτελιστική». Θα ματαιοπονούσαμε ίσως αν προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε το φιλοσοφικό νόημα της Πορνογραφίας – μοιάζει να μην υπάρχει. Εκτός αν εκλάβουμε ως φιλοσοφικό νόημα την «επιστροφή στη νιότη», από την οποία κατατρύχεται εμμονικά ο Γκομπρόβιτς, σχεδόν σε ολόκληρο το έργο του. Ωστόσο, η λογοτεχνία υφίσταται πέραν του νοήματος. Ως εκ τούτου, κάθε άλλο παρά άσκοπη θα ήταν η καταβύθιση στα μύχια της πρόζας του Βιτόλντ Γκομπρόβιτς -αυτού του μείγματος σαγήνης, αλχημείας, μαγείας και αντιφάσεων- και στην εξευτελιστική ομορφιά, την απαστράπτουσα κατωτερότητα, τις οποίες προτάσσει.

Τι ακριβώς συμβαίνει όμως στην Πορνογραφία; Ας αφήσουμε τον ίδιο τον Γκομπρόβιτς να μας αφηγηθεί το πλαίσιο μέσα από αποσπάσματα του Ημερολογίου του. «(…) Ο Φρεντερίκ κι εγώ, δύο κύριοι μιας κάποιας ηλικίας, εντοπίζουμε με το μάτι ένα νεαρό ζευγάρι, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, που δείχνουν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, δεμένοι ο ένας πάνω στον άλλο με τα δεσμά ενός αμοιβαίου κι ολοφάνερου σεξαπίλ. Αυτοί οι δύο όμως μοιάζουν να μην προσέχουν τίποτα τέτοιο. (…) Εμάς τους γέρους, αυτό μας ερεθίζει, θα θέλαμε να πάρει σάρκα αυτή η σαγήνη και με προφυλάξεις (…) στρωνόμαστε στη δουλειά για να τους βοηθήσουμε. Οι προσπάθειές μας όμως δεν καταλήγουν πουθενά. (…) Και τότε τι γίνεται; Γλιστράμε και πέφτουμε στις πονηρές παγίδες του μεσολαβητή-σκηνοθέτη που είναι και ηδονοβλεψίας, αλλά ηδονοβλεψίας – ποιητής. (…) Αφού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια σαρκική ένωση, το αμάρτημα, ένα κοινό αμάρτημα, μπορεί να τους ενώσει κι επιπλέον -τι χαρά!- να μας ενώσει κι εμάς μ’ αυτούς. (…) Προς το τέλος, εμείς οι ώριμοι, αναγκαζόμαστε (…) να σκοτώσουμε ένα πολύ σημαντικό μέλος της αντίστασης που έχει σπάσει και θα μπορούσε να προδώσει (…) κι αναθέτουμε στ’ αγόρι αυτό το έγκλημα που στα χέρια του, θα γίνει νεανικό. Ο Φρεντερίκ οργανώνει αυτό το έγκλημα προσελκύοντας και το κορίτσι – να ποιο θα είναι το κοινό αμάρτημα, ώριμο νεανικό, που θα μας συνδέσει όλους (…)».

Επιθυμίες και ένστικτα

Η μεσολάβηση, αυτή η ιδιάζουσα σκηνοθεσία (κάθε σκηνοθεσία είναι ηδονοβλεψία, θνησιγενής ερωτική τέχνη) αποδεικνύεται το ακαταμάχητο θέλγητρο του Γκομπρόβιτς σ’ έναν κόσμο κατά τον οποίο, ούτως ή άλλως, η οποιαδήποτε πραγμάτωση παραπαίει μεταξύ αοριστίας, αντανάκλασης των πιο κρυφών απόηχων του εγώ και της ματαίωσης. Συγχρόνως, η ένωση υποσκάπτεται πάντα από ένα ζεύγος κλίσεων-αποκλίσεων των υποκειμένων ως προς τον βαθμό σύνδεσης. Ο Γκομπρόβιτς θα στρέψει την αφήγηση σατανικά σε μια τρίτη κατάσταση, η οποία θα αποτελέσει το κοινό πεδίο σύνδεσης, απελευθερώνοντας επιθυμίες και ένστικτα.

Ο σκοτεινός κόσμος που αναδύεται στην επιφάνεια του κειμένου φέρει στην ουσία τη μεταβίβαση της επιθυμίας των δύο μεσήλικων: ο Φρεντερίκ και ο αφηγητής μεταβιβάζουν στο εφηβικό ζευγάρι, τον Κάρολ (το αγόρι) και τη Χένια (το κορίτσι) την επιθυμία της «δικής τους» ανωριμότητας και την ανάληψη της ευθύνης τού εγκλήματος, προκειμένου να ενωθούν μαζί τους, μέσα από την ηδονή της σκηνοθεσίας και την υφαρπαγή της ηλικίας τους.

Ο Γκομπρόβιτς έχει γράψει ότι με την Πορνογραφία προσπάθησε να ανανεώσει τον πολωνικό ερωτισμό και ότι ακολουθώντας μια απλή, ακόμα και αφελή μορφή, το βιβλίο γράφτηκε λίγο σαν ένα πολωνέζικο «επαρχιακό» μυθιστόρημα. Ασφαλώς, θα πρέπει να εννοήσουμε την Πορνογραφία ως παρωδία. Επιπλέον, ο τρόπος του Γκομπρόβιτς, διά της σκηνοθεσίας, θέτει σε αμφισβήτηση (ήδη από νωρίς – το μυθιστόρημα εκδίδεται το 1960) τη σχέση μας με το κείμενο και τη λογοτεχνία: ποιος είναι εντέλει ο μεσολαβητής, ο ηδονοβλεψίας; Ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης; Και τι συνιστά πορνογραφία; Μήπως ο ίδιος ο χώρος της λογοτεχνίας; Ή η πράξη της ανάγνωσης;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή