Το πέταγμα του «Γλάρου» στην Αθήνα

Το πέταγμα του «Γλάρου» στην Αθήνα

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αντον Τσέχοφ

Ο Γλάρος

Σκην.: Αρπάντ Σίλλινγκ

Θέατρο: Πειραιώς 260

Από την πρεμιέρα του στη Βουδαπέστη τον Οκτώβριο του 2003 αυτός ο «Γλάρος» πέταξε σε καμιά δεκαπενταριά ευρωπαϊκές πόλεις, προτού καταλήξει στην Οδό Πειραιώς 260 που μαζί με το «Σχολείο» (ή «το θέατρο της Ειρήνης Παπά» όπως έχει περάσει στην καθομιλουμένη των φεστιβαλιζομένων) είναι οι κύριοι «κλειστοί» χώροι των θεατρικών παραστάσεων του Φεστιβάλ Αθηνών.

Μία εξαιρετική δουλειά η οποία έρχεται καθυστερημένη στην Αθήνα. «Θυμίζει το ύφος στη δουλειά των πρώτων ταινιών του Φασμπίντερ» έγραφε η βιενέζικη «Στάνταρντ» το 2005. Εστω και τώρα, πάντως, ο υπερ-εκατοντάχρονος τσεχοφικός «Γλάρος», η χιλιοπαρουσιασμένη επίσκεψη μιας μεσόκοπης πρωταγωνίστριας στο οικογενειακό κτήμα σε κάποια ρώσικη επαρχία, που έρχεται ν’ αναδαυλίσει παλιούς, νέους και ανικανοποίητους έρωτες, υπαρξιακές, καλλιτεχνικο-δημιουργικές και οικονομικές ανασφάλειες παρουσιάστηκε σε μια ξεχωριστή παράσταση. Αυτός ο «Γλάρος» με τις συναισθηματικά διαπλεκόμενες ιστορίες του, όπου κάποιος αγαπά κάποιον, ο οποίος αγαπά κάποιον άλλον, που αγαπιέται από άλλον θα μπορούσε να δώσει τον σκελετό σε μια επιτυχημένη τηλεοπτική σαπουνόπερα.

Ή πάλι να γίνει μία μεγαλειώδης τραγωδία επάνω σε διαπροσωπικές οικογενειακές σχέσεις. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε χαρακτηρίσει το έργο του κωμωδία – ή μάλλον σαν Comdie, δηλαδή δράμα αριστοτεχνικά φορτισμένο με χιούμορ. Μία ιστορία όπου η κατάληξη είναι ή να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα ή να ξεκαρδιστείς για τα όσα φαινομενικά ασήμαντα παίρνονται στα σοβαρά από τους χαρακτήρες του έργου. Στην περίπτωσή μας ο σκηνοθέτης, ο 33χρονος Ούγγρος Αρπάντ Σίλλινγκ άλλαξε δραστικά το τέλος – μπορώ, φαντάζομαι, να το αποκαλύψω έτσι όπως η παράσταση δεν πρόκειται άλλωστε να επαναληφθεί.

Αντί, λοιπόν, ο νέος -ο συνήθως υποτονικός, εσωστρεφής κι ονειροπόλος Κόνσταντιν Γαβριήλοβιτς Τρέπλεφ- να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του, εδώ ο νευρώδης κι εκδηλωτικός Κόστια, πετάει το βιολί του στο πάτωμα και το κάνει χίλια κομμάτια με τα πόδια του. Για μένα ήταν ένα πολύ συγκλονιστικότερο τέλος.

(Είναι θεμιτό ν’ αλλάζει κανείς το τέλος ενός κλασικού έργου; Μα εδώ το έκανε το ΜΧΑΤ, δηλαδή το περίφημο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας όπου ο Στανισλάβσκι είχε πρωτοπαρουσιάσει τα έργα του Τσέχοφ. Στην «ανανεωμένη» παράσταση του «Γλάρου» που το ΜΧΑΤ είχε παρουσιάσει πριν από κάποια χρόνια στα «Δημήτρια» της Θεσσαλονίκης, η σκηνή όπου η Νίνα απαγγέλλει το κείμενο του Κόστια στην αρχή, ξαναπαίχθηκε πάλι και στο φινάλε. Αρα…). Ομως όλη αυτή η «γυμνή» παράσταση -δίχως σκηνικά, κοστούμια και ατμόσφαιρες, έξω από ένα μοναχικό κι επίμονο τριζόνι που ακουγόταν στο πολύ βάθος- ήταν συγκλονιστική. Και το σημαντικότερο αυτό συνέβαινε στη διάρκεια των μακρών σιωπών οι οποίες μαρτυρούσαν πολλά περισσότερα απ’ όσα έλεγε το τσεχοφικό κείμενο. Οι ηθοποιοί ήταν περισσότερο κοντινοί μας παρά ποτέ. Κι όχι μόνο στην απόσταση, έτσι όπως οι θεατές τους έβλεπαν σ’ απόσταση αναπνοής από τις τρεις πλευρές της αίθουσας. Κι ούτε επειδή οι ερμηνευτές συχνά έλεγαν τους ρόλους τους από καθίσματα τα οποία συνήθως προορίζονται για το κοινό. Οι ίδιοι ηθοποιοί, που δεν έχαναν ευκαιρία να μας «βάλουν όλους μας στο παιχνίδι» με κλεισίματα ματιών, και απευθυνόμενοι κατευθείαν σ’ εμάς. Οχι, ήταν και μεταφορικά «κοντινοί» μας, επειδή οι συμπεριφορές τους, ο τρόπος που μιλούσαν και κινιούνταν ήταν ένας αναγνωρίσιμα σημερινός τρόπος.

Εξοχοι ηθοποιοί

Υπάρχει τόση ανθρώπινη αγωνία και φόβος μέσα σ’ αυτό το κείμενο του Τσέχοφ για το παρελθόν και το μέλλον. Και οι έξοχοι ηθοποιοί (όλοι τους! Εγώ πάντως ξεχώρισα την Ιρίνα Αρκάντινα της Εστερ Τσακάλι και τον Κόστια του Ζολτ Ναγκ) πέτυχαν να μεταδώσουν φόβους, πάθη και γενικότερα όλα τα συναισθήματά τους σ’ εμάς- στο κοινό. Τουλάχιστον σε μένα, για να ‘μαι ακριβής. Μπράβο τους! Χάρηκα αυτόν τον «Γλάρο» όσο ποτέ (κι αν τον έχω δει και ξαναδεί!..) όσο χάρηκα και το γεγονός πως η Ουγγαρία (μία χώρα στα δικά μας περίπου μέτρα με καμιά δεκαριά εκατομμύρια κατοίκους και δίχως ιδιαίτερα τακτοποιημένα τα οικονομικά της) παρουσιάζει μια αξιόλογη θεατρική δημιουργία σ’ ολόκληρη της Ευρώπη. Θέατρα όπως το «Κατόνα Γιόζεφ» (σημειώστε ότι η ξεχωριστή «Μήδεια» του Γκάμπορ Ζαμπέκι θα παιχτεί στη Θεσσαλονίκη στις 3 και 4 Ιουλίου), ή πάλι αυτή η σχετικά νέα «Ομάδα Κύκλος με την Κιμωλία» που ιδρύθηκε το 1994. Κι άλλα πολλά, ακόμα κι εκτός Βουδαπέστης. (Με την ευκαιρία να σημειώσω ότι από τις 15 Ιουνίου έως τις 13 Ιουλίου γίνεται από το ΚΘΒΕ ένα πολλά υποσχόμενο Φεστιβάλ Θεάτρου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με τον τίτλο Οψεις Αρχαίου Δράματος).

Μπροστά στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο που -στο σύνολό του- περνάει μια τεράστια κρίση έτσι όπως έχει στριμωχτεί σ’ ένα μινιμαλιστικό αδιέξοδο, στο εγγλέζικο και το γαλλικό που αναμασούν, το καθένα με τον τρόπο του, τις πρωτοπορίες του ’70 και ’80, το ρώσικο όπως κι αυτό των νεωτεριζόντων κρατών της Βαλτικής που έχουν βαλθεί να μεγεθύνουν στο έπακρο έναν ξέφρενο μοντερνισμό, το ουγγαρέζικο είναι το πλέον ισορροπημένο ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, μοντέρνο θέατρο. Ο «Γλάρος» από το Θέατρο Κρέτακερ της Βουδαπέστης ενίσχυσε αυτή την εντύπωση. Καλό θα ήταν το Φεστιβάλ Αθηνών να έφερνε του χρόνου μιαν άλλη νεότερη παράσταση του ίδιου συγκροτήματος το Blackland το οποίο έχει ήδη κάνει κι αυτό μια φεστιβαλική καριέρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή