Προσωπα

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια,
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
[…]
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει,
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν,
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Ετσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος, ο πανάθλιος Τύραννος.
Γ. Σεφερης
«Επί ασπαλάθων…»
9-20. Τετράδιο Γυμνασμάτων

Με μια αγκαλιά αγαπημένους ποιητές και συγγραφείς πήρα τον πηγαιμό για το νησί. Και μια ελπίδα: πως εκεί στην άκρη των Κυκλάδων, το έδαφος θα φιλοξενούσε με τον πιο οικείο τρόπο αγκαθερούς ασπάλαθους. Και με μια προσμονή: πως η θάλασσα θα μπορούσε να με κρατήσει, έστω για λίγο, στην επιφάνειά της, να με κανακέψει, όπως εκείνη μπορεί.

Φεύγοντας, άφησα πίσω εκκρεμότητες σπουδαίες. Λογαριασμούς απλήρωτους, τράπεζες σε κατάσταση πλήρους «αρπακτικότητας», τηλεφωνήτριες σε κατάσταση νευρικής κρίσης να μου υπενθυμίζουν τις δόσεις μου, συγγενείς και φίλους που κανόνιζαν κι αυτοί βιαστικά το πρόγραμμά τους. Αφησα τα λουλούδια μου στην ευσπλαχνία του γείτονα και ξέχασα τα ασπρόρουχα στην απλώστρα. Αφησα πράγματα και συνήθειες που αγαπώ, που συμβιώνω ειρηνικά ή βίαια μαζί τους, πράγματα που με δίδαξαν τόσα χρόνια να γίνομαι καρτερική, ν’ αντέχω όσα μου προσάπτει ο οποιοσδήποτε άγνωστος, να προσπερνώ, να μετατρέπω το κορμί σε αιλουροειδές που μπορεί και περνάει ανάμεσα από τσίγκινους φράχτες.

Εκλεισα δυνατά την εξώπορτα. Ο νους μου απομακρυνόταν βιαστικά από τις εικόνες της φωτιάς, έδιωχνε μακριά εκείνη την πύρινη κορυφογραμμή. Κατέβαινα τις σκάλες και σκόρπιζα γύρω μου τα αποκαΐδια των ενοχών και του θυμού, παρακολουθούσα την πορεία της στάχτης κι ήθελα απλώς να διακτινιστώ μακριά. Μέσα μου ευχόμουν να πήγαινε καλά η μεγάλη συγκέντρωση της Κυριακής, έξω από τη Βουλή και να μη βρισκόταν κανείς, μα κανείς να την καπελώσει. Τις προηγούμενες μέρες τις πέρασα κρατώντας σημειώσεις για όλες τις πολιτικές δεσμεύσεις, για όλα εκείνα τα ωραία λόγια που θα μας βοηθούσαν να ξανασυνδεθούμε με το περιβάλλον. Τις πέρασα όμως και παρέα με τα μύρια όσα e-mail που έπεφταν σαν ζαλισμένα μυγάκια στον υπολογιστή μου και ένιωσα, ξέρετε, εκείνο το υπέροχο, λησμονημένο συναίσθημα ότι…«κοίτα, νοιαζόμαστε».

Στο ταξί για το λιμάνι, λίγο πριν συναντηθώ με τους συνταξιδιώτες, σκέφτηκα ότι άφηνα πίσω μου έναν πολιτικό πολιτισμό σε βαθιά κρίση. Τον πολιτικό κόσμο που εν όψει των εκλογών μακιγιάρεται υπερβολικά, φτιασιδώνεται ασύμμετρα με τον καιρό και τις ζέστες, γίνεται κλόουν φανταχτερός αν χρειαστεί και με τα σκέρτσα του μαζεύει γύρω του όσους αντέχουν στα παραμύθια.

Ο τελευταίος καιρός έμοιαζε μ’ ένα καμιόνι κατάφορτο προβλήματα και ποταπές συμπεριφορές. Ενα φορτηγό που πήγαινε κι έφερνε την ηθική κρίση, γιατί δεν είχε πού να την παρκάρει. Εδώ, εκεί, μήπως πιο πέρα; Οι αρχηγοί των κομμάτων έδειξαν ότι μπορούν να παρεκτρέπονται μπροστά στα μάτια μας, στον χώρο που ασκείται και εξασκείται η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οτι μπορούν να καταφεύγουν σε πολιτικές χυδαιότητες, να χρησιμοποιούν χαρακτηρισμούς μοναδικούς σε βάρος πολιτικών συναδέλφων τους, μα πάνω απ’ όλα ότι μπορεί ανενδοίαστα να μιλάνε έτσι μπροστά σε νέους πολίτες. Ανήθικη ρητορεία. Ναι, γίνονται οι πολιτικοί μας αρνητικά ιόντα για το κομμάτι της ελληνικής νεολαίας που πασχίζει να αναθεωρήσει κανόνες ξεπερασμένους και πολλές φορές ξαφνιάζει με την τόλμη και τον ανθρωπισμό της.

«Μπορεί πολιτική να σημαίνει την τέχνη του να κάνεις, δημόσια, πράγματα που ντρέπεσαι να κάνεις ή και να ομολογήσεις στο σπίτι σου» γράφει πάλι ο Σεφέρης.

Αφησα πίσω μου εκατοντάδες, χιλιάδες γυναίκες που έστω και στο παρά πέντε έτρεχαν στα ινστιτούτα για χαλάουα, για μασαζάκι, για λίγη λιποαναρρόφηση. Ετρεχαν και στα μαγαζιά για το μπικίνι ή το ολόσωμο, το μαγιουδάκι του παιδιού. Εψαχναν για τα σύνεργα της παραλίας – σύνεργα της ανεμελιάς θα τάλεγα, αλλά έλα που γίνονται δυνάστες και αυτά- και έμοιαζαν αγχωμένες όπως τότε που δοκίμαζαν και ξαναδοκίμαζαν το άχαρο φουστανάκι για τον πρώτο χορό. Τις άφησα πίσω μου να μπερδεύονται ανάμεσα σε περιοδικά μόδας και κουτσομπολίστικα περιοδικά, να κρυφοκοιτούν ξανά και ξανά το κορμί τους, καθώς το μάτι τους περπατούσε πάνω στα μαυρισμένα υπέροχα σώματα των μοντέλων κι ύστερα να σκύβουν στο εσπρέσο τους με βλέμμα γεμάτο πανικό. Για φαντάσου. Καμιά μας ποτέ δεν θα παραδεχθεί -ακόμη κι όταν βρίσκεται στο λυκόφως της ζωής της- ότι η Φύση μπορεί και φτιάχνει πολύ καλύτερα καλούπια από το δικό μας… Είναι ίσως αυτό που λέμε συχνά πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τα παραμύθια.

Κι έβαλα πλώρη για τη Σίκινο. Το αντιτουριστικό νησί που δεν πρόλαβε να βεβηλωθεί και που νομίζω δεν θέλει να βεβηλωθεί. Ενα νησί που κρυφακούει τις σχεδόν ψιθυριστές ομιλίες των γραφειοκρατών στο υπουργείο Τουρισμού και αλλαχού και δεν θέλει να πιστέψει ότι μπορεί να βρεθεί κάποιος, έστω κι ένας που θα οργανώσει… την εξόντωσή του.

Η ζωή στο νησί τρέχει ανάμεσα στους λιγοστούς ανθρώπους του και τους επισκέπτες του καλοκαιριού – άνθρωποι που σαν και μένα αναζητούν τον ίσκιο του βράχου, το φως της οικιστικής αετοφωλιάς και την παρηγοριά της εικόνας. Ναι, αυτή η εικόνα που ξεκουράζεται πάνω στο Αιγαίο και δεν σου ζητάει ευθύνες για τίποτα, δεν σε κάνει να απολογείσαι για τις πράξεις ή τις παραλείψεις σου, δεν σε κολλάει στον τοίχο. Ποιος είπε ότι το Αιγαίο θυμώνει; Ποιος είπε ότι αυτή η πλατιά γαλήνη θεριεύει πότε πότε;

Σ’ ένα μικρό νησί, όπως η Σίκινος, με τα παλιά τα πέτρινα τα σπίτια και τους ευγενικούς χωρικούς η ζωή γίνεται απέρριτη, λιτή. Κι έγινα κι εγώ απέριττη γυναίκα, αφτιασίδωτη, χωρίς τη μάσκα της πόλης μου. Ανεβοκατέβηκα σκαλιά, βούτηξα, ξαναβούτηξα, ξάπλωσα, αφέθηκα, ονειρεύτηκα. Πρόταξα ως ασπίδα το βιβλίο μου κι έγιναν τα γράμματα τα δικά μου κάστρα απ’ όπου αγνάτευα ό,τι εγώ ήθελα να αγναντεύσω. Μάζεψα κάπαρη και γεύτηκα το μέλι, μίλησα με τους χωριανούς κι είδα στα μάτια τους, όχι τη ζήλεια για τους πρωτευουσιάνους, αλλά τη χαρά που νιώθει κάποιος όταν τον τιμάς με την παρουσία σου.

Αυτή είναι η ομορφιά τούτου του κόσμου, τούτου του τόπου. Να μπορείς να βλέπεις τους ασπάλαθους και να μη φοβάσαι μην τύχει και σε σύρουν κάποιοι παράμερα και σε ξεσκίσουν πάνω στ’ αγκάθια τους. Μήπως δεν έχεις ματώσει τόσες φορές από μόνος σου; Θες και βοήθεια; Οχι δα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή