Παναγιώτης Χ. Θεοδωρακόπουλος «Προπαγάνδα η ένδοξη», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006, σελ. 303
Σπάνια μια παπική «πανταχούσα urbi et orbi» (για την πόλη (Ρώμη) και την οικουμένη») επέπρωτο να έχει τόσο ένδοξη σταδιοδρομία, όσο είχε η εγκύκλιος του Ποντίφηκος Κλήμεντος του 8ου προς όλους τους Καρδινάλιους της γης για σύσταση Συνόδου με θέμα «De fide propaganda» «Περί της επεκτατέας πίστεως», δηλαδή για την ανάγκη να διαδοθεί η (καθολική) πίστη. Ενα περιβόητο γερουνδιακό, που θα γινόταν δύσφημο μεν, αλλά ένδοξο, ένδοξο μεν, αλλά δύσφημο. Πρόκειται για την αποτελεσματικότερη μέθοδο διαστρεβλωτικής μαζικής πληροφόρησης και πειθούς.
Ο όρος προπαγάνδα αποτελεί νεολογισμό, ενώ και το πράγμα το ίδιο προηγείται της ονομασίας του χιλιάδες χρόνια. Ο πρεσβευτής Παναγιώτης Χ. Θεοδωρακόπουλος αντιμετωπίζει το θέμα με επαινετή συλλεκτική επιμέλεια ως προς την ιστορία και την ουσία του φαινομένου σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου: πολιτική, διπλωματία, πόλεμο, ΜΜΕ, κοινωνία, ταυτότητα, εικόνα. Διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη το έργο «σαρώνει» το φαινόμενο σαγηνευτικά (και με τις δύο σημασίες του όρου, και της κυριολεκτικής, της χρήσης σαγήνης, δηλαδή δικτύου στην πλήρη λήψη του θέματος και της μεταφορικής, δηλαδή της γοητείας). Μέρος 1ο: «Από Θεού άρξασθε» («Η διάδοση των Καλών Νέων»), με ένα μόνο κεφάλαιο. Μέρος 2ο: «Ο χώρος της κακοσημίας». Μέρος 3ο: «Η καμπή» και μέρος 4ο: «Ο χώρος της αποποινικοποίησης» (της προπαγάνδας).
Το πρώτο είδος, που χαρακτηρίζεται και «σωτηριώδης προπαγάνδα», αναφέρεται στο Ευαγγέλιο και, κατά σύμβαση, βρίσκεται προ της κακοσημίας. Εδώ θα παρατηρούσε κάποιος ότι, αν εξαιρέσουμε την ανάγκη (;) τήρησης της αρχής να ξεκινούν τα πάντα από θεολογική βάση, η αυστηρή μεθοδολογία θα απαιτούσε την έναρξη από τους αρχαίους Ελληνες, ρήτορες και σοφιστές, που πρώτοι παγκόσμια δίδαξαν τη χρήση, αλλά και την κατάχρηση της ρητορικής ως μέσου επηρεασμού, πειθούς, ακόμα και εξαπάτησης.
Το 2ο μέρος (σε 6 κεφάλαια) περιλαμβάνει: α. την «Ενδοξη προπαγάνδα», β. τους «Νόμους και τις αρχές», γ. τα «ΜΜΕ», δ. την «Κουλτούρα της τρομοκρατίας», ε «Το απόγειο του φαινομένου» (στα νεότερα χρόνια και στις μέρες μας) και στ. «Τα πλαίσια και τα μεγαπλαίσια της προπαγάνδας» (ο ενικός θα ήταν ορθότερος). Το 3ο μέρος περιγράφει την καμπή και τη μετακίνηση του πεδίου δράσης της προπαγάνδας στην τεχνολογία και στο σχολείο. Τέλος, το 4ο μέρος αναπτύσσει «τον χώρο της αποποινικοποίησης της προπαγάνδας», μέσω της πολιτικής ψυχολογίας, της μετάλλαξης της ταυτότητας (πολύ ευρηματική, αν και ξένη, η αναφορά στον Οιδίποδα και τον ρόλο των τραγικών επιπτώσεων της τυχαιότητας), της απαρχής, αναγνώρισης της ετερότητας κ. ά.
Το όλο έργο πλαισιώνεται από έναν κατατοπιστικό πρόλογο της Σοφίας Καϊτατζή – Γουίτλοκ, ένα χρήσιμο αλφαβητικό γλωσσάρι των βασικών σύγχρονων όρων, όπως «φυτευμένοι ή ένθετοι δημοσιογράφοι» («cmbedded journalists»), από Επίλογο. Σημειώσεις. Βιβλιογραφία χωρίς όμως Ευρετήριο.
Το «Οραμα» του συγγραφέα για την προπαγάνδα αποκαλύπτεται στον σύντομο Επίλογο του βιβλίου. Μας είχε προϊδεάσει, αργόσυρτα και μεθοδικά, σε ολόκληρο το 4ο Μέρος για την «αποποινικοποίηση (της προπαγάνδας)», αλλά εδώ είναι πολύ σαφέστερος: «Η ίδια η ζωή είναι μια προπαγάνδα. ΄Η καλύτερα, η προπαγάνδα είναι το υπερ-μέσο. Και λέγοντας «μέσο» εννοώ τη μακλιουανική [Me Luhan, για το «Παγκόσμιο χωριό» και τα ΜΜΕ] προέκταση του εαυτού μας. Η προπαγάνδα, λοιπόν, ως μέσο είναι μια προέκταση του εαυτού μας. Από μικρά παιδιά, εξάλλου, θέλουμε και μεις να πείσουμε τους άλλους, να επιβάλουμε τη θέλησή μας ή να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι σε μας. Συνεπώς, είμαστε μια ζωή ταυτόχρονοι προπαγανδιστές και προπαγανδιζόμενοι». Εφόσον, λοιπόν, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η προπαγάνδα είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή (και συνεπώς, η εφαρμογή της ως μέσου πειθούς δεν είναι μεμπτή), «οραματίζεται» τους φορείς άσκησης της εξωτερικής (μας) πολιτικής «σαν έναν τεράστιο παγκόσμιο προπαγανδιστικό μηχανισμό εικόνας και δύναμης για την Ελλάδα μας». Εξάλλου, ο ίδιος πιστεύει πως η διπλωματία δεν πρέπει να παραμένει προσκολλημένη σε στερεότυπα του τύπου «Δύση, Βορράς σημαίνουν πρόοδο», «Νότος, Ανατολή σημαίνουν οπισθοδρόμηση», αλλά αντιθέτως να επιδιώκει τη μεταβολή των συσχετισμών δυνάμεων.
Συνολικά, αυτό είναι ένα πολύτιμο βιβλίο και, επειδή ο συγγραφέας έχει άποψη και την προβάλλει χωρίς περιστροφές, είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς σε όλα μαζί του, ιδιαίτερα στα περί του «Οράματός» του. Ως προς τα αρχαιογνωστικά σημεία, επιβάλλονται κάποιες παρατηρήσεις: η propaganda είναι ουσιαστικοποιημένο ρηματικό επίθετο, γερουνδιακό, όχι γερούνδιο. Είναι άστοχη η αναφορά (του ίδιου και του συναδέλφου του Ν. Α. Καλογερόπουλου, Η Προπαγάνδα. Μέσο βιασμού των λαών, 1986) στα ψεύδη του Πλάτωνα. Γιατί δεν πρόκειται για προπαγανδιστικά, αλλά για παιδαγωγικά ψεύδη, που είναι σαφώς άλλο πράγμα. Στο ίδιο λάθος είχε υποπέσει και ο Νίτσε, αλλά επιτέλους αυτός ήταν Γερμανός (ο ίδιος πίστευε άστοχα ότι η τραγωδία προερχόταν από «το πνεύμα της μουσικής», το φως και τον Απόλλωνα, ενώ σαφώς προερχόταν από το πνεύμα της οιμωγής, του σκότους και τον Διόνυσο). Οι Ελληνες πρέπει να μπορούν να καταλαβαίνουν το «ευγενές ψεύδος» («γενναίον» κατά τον Πλάτωνα) δεν ήταν προπαγάνδα, αλλά φρονηματισμός, αγωγή και παρότρυνση προς το καλό, όπως ήταν ο «Επιτάφιος» του Περικλή στον Θουκυδίδη και τα «στρατηγικά» ψεύδη του Κολοκοτρώνη (για όνειρα τάχα) στους μαχητές του.
* Ο Ανδρέας Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.