Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα εγκαίνια του Great Court. Ηταν Δεκέμβριος του 2000 όταν η βασίλισσα Ελισάβετ έκοβε την κόκκινη κορδέλα στο στεγασμένο πια αίθριο που φιλοξενεί το Αναγνωστήριο: ένα υποβλητικό «δωμάτιο» από γυαλί στην καρδιά του μουσείου που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Νόρμαν Φόστερ. Η τελευταία επέμβαση στο Βρετανικό Μουσείο δεν πρόσθεσε νέους χώρους ούτε έδωσε λύσεις στο στεγαστικό του πρόβλημα. Ηταν, ωστόσο, ένας ευπρόσδεκτος καλλωπισμός στην υπηρεσία των εντυπώσεων.
Πριν από λίγες εβδομάδες, ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ ανακοίνωσε το σχέδιο επέκτασης του κλασικότροπου κτιρίου κατά 1.000 τ.μ. Πολύ καλό για το τίποτα, θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Το Βρετανικό Μουσείο αντιμετωπίζει σήμερα μια επείγουσα ανάγκη: δεν διαθέτει αίθουσες επαρκείς για τη φιλοξενία περιοδικών εκθέσεων μεγάλης κλίμακας. Το παραδέχθηκε ο ίδιος ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ. «Με την επέκταση θα έχουμε τη δυνατότητα να φιλοξενούμε μνημειακές εκθέσεις όπως αυτήν του Πραξιτέλη που φιλοξένησε το Μουσείο του Λούβρου πριν από λίγους μήνες».
Υποδομή-τροχοπέδη
Η υπάρχουσα υποδομή λειτουργεί ανασταλτικά σε πολλά επίπεδα. Αποκλείει το μουσείο από μεγάλες εκθέσεις-μπλοκμπάστερ και περιορίζει τους επισκέπτες. Οι πρόσφατες εκθέσεις για την Περσία και τον Μιχαήλ Αγγελο είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. «Στον Μιχαήλ Αγγελο θα μπορούσαμε να έχουμε το τριπλάσιο κοινό αν είχαμε τον κατάλληλο χώρο», τόνισε ο διευθυντής του μουσείου. Και να φανταστεί κανείς ότι το μουσείο παρέμενε συχνά ανοικτό έως τα μεσάνυχτα. Παρά τη δημοτικότητα των εκθέσεων ο κόσμος παραπονιόταν για τον συνωστισμό. «Η υποδομή μας είναι πολύ περιορισμένη για γλυπτική και μεγάλο αριθμό επισκεπτών», συμπλήρωσε ο κ. ΜακΓκρέγκορ.
Ο νέος χώρος δεν πρόκειται να είναι έτοιμος για την πολυαναμενόμενη φθινοπωρινή έκθεση «Ο Πρώτος Αυτοκράτορας: Ο Πήλινος Στρατός». Η προπώληση των εισιτηρίων έχει ξεπεράσει τις 30.000, αριθμός ρεκόρ για το Βρετανικό Μουσείο. Για τις ανάγκες της έκθεσης θα αξιοποιηθεί το παλιό αναγνωστήριο, ενώ ελλείψει χώρου θα περιοριστούν άλλες τρέχουσες εκθέσεις. Η επέκταση θα γίνει στη βορειοδυτική γωνία του μουσείου όπου σήμερα «είτε δεν χρησιμοποιείται είτε καταλαμβάνεται από ασήμαντα κτίσματα». Το σχέδιο περιλαμβάνει και νέο κέντρο συντήρησης για τη μόνιμη συλλογή.
Εποχή ΜακΓκρέγκορ
Ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ, ο νομικός, ιστορικός τέχνης και επιτυχημένος τέως διευθυντής της National Gallery του Λονδίνου, ξέρει πολύ καλά ότι η (περιορισμένη, έστω) επέκταση θα ισχυροποιήσει το προσωπικό του προφίλ. Τον Ιούλιο ανακοινώθηκε η πρόβλεψη της επισκεψιμότητας για το 2007. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά: 4.900.000 επισκέπτες, 400 χιλιάδες περισσότεροι σε σχέση με την περασμένη χρονιά.
Από το 2001 που βρίσκεται στη διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου χτίζει με υπομονή την εικόνα ενός ανανεωτικού πνεύματος που προσπαθεί να αλλάξει τα στερεότυπα για το μουσείο του. Ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ επιχειρεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια να καταστήσει το Βρετανικό Μουσείο προπύργιο της πιο μεταμοντέρνας ανάγνωσης της ιστορίας με αιχμή την πολυπολιτισμικότητα και την ανοχή.
Πολυπολιτισμικό μουσείο
Ξεχάστε, λοιπόν, το αποικιοκρατικό μουσείο, εμείς εδώ φέρνουμε κοντά τους πολιτισμούς του κόσμου, υπαγορεύει η νέα οπτική. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, υποστηρίζει για παράδειγμα ο ΜακΓκρέγκορ, είναι σημαντικό να παραμείνουν στο Λονδίνο γιατί αφηγούνται μία ενιαία ιστορία που μόνο στο Βρετανικό Μουσείο μπορεί να γίνει αντιληπτή. Σε άρθρο του στον «Γκάρντιαν» με τίτλο «Ολόκληρος ο κόσμος στα χέρια μας» υπερασπιζόταν την ιδέα ενός «πολυ-πολιτισμικού» εθνικού μουσείου. «Τα γλυπτά», έγραφε, «ανήκουν σε μια επίλεκτη ομάδα αντικειμένων κορυφαίας σημασίας, τα οποία είναι απαραίτητα για την καρδιά του μουσείου, που αφηγούνται την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού και δεν μπορούν να δανειστούν σε κανένα μουσείο, στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού».