Τη στιγμή που έμπαινα στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας και αντίκριζα απέναντί μου τη Μεγάλη Τούμπα είχα την αίσθηση ότι ο χρόνος πολλές φορές παίρνει μια κουρασμένη, μελαγχολική όψη. Είναι σαν να έχει διατρέξει πολλές αιωνιότητες μαζί. Μέσα στην Τούμπα κρυβόταν κάποτε ένα μεγάλο μυστικό. Κι ήταν ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος αυτός που αποφάσισε να δώσει τέλος στο μυστήριο. Ο Ανδρόνικος, επιστήμονας και άνθρωπος πρώτης γραμμής, ονειρεύτηκε πολύ πριν αγγίξει την ολοκλήρωση, πριν φτάσει να κρατήσει στα χέρια του τη χρυσή λάρνακα με τα καλοπλυμένα οστά του Φιλιππου Β΄, όπως μας είπε εκ των υστέρων, πριν κουραστεί από τον χρόνο και τον θρίαμβο που νιώθει ο θνητός όταν συναντιέται με την Ιστορία.
Στην είσοδο της Μεγάλης Τούμπας συνωστίζονταν(!) κόσμος πολύς. Κυρίως ξένοι. Γερμανοί, Ιταλοί. Λιγοστοί οι Ελληνες. Ακουσα να λένε ότι τον Αύγουστο ο Ελληνας πηγαίνει παραλία και ότι προτιμάει να επισκέπτεται τους βασιλικούς Τάφους την άνοιξη ή το φθινόπωρο. «Ποιος το αμφισβητεί; Προχώρησα μαζί με τους ξένους. Μπήκα. Θαμπώθηκα. Αυτόματα ο νους έφυγε από την καθημερινή νόρμα κι έγινε ένα με τους πολέμους, τις πυρπολήσεις, τις πολεμικές ιαχές, τις πανοπλίες… τη δολοφονία ενός βασιλέως. Αισθάνθηκα ότι εκεί στις Αιγές, ξαναζούσαν η Νινευΐ, η Τύρος, η Ρώμη, υπήρχε ένας παράλληλος συμβολισμός που απλωνόταν σε μια μεγάλη γεωγραφική γκάμα μιας άλλης εποχής. Μια ανάσα ακόμη και θα διακτινιστώ, σκέφτηκα.
Θρύψαλα ή συμπαγείς όγκοι από την ιστορία μας. Συγκεντρωμένοι σ’ ένα μουσείο που στήθηκε με προβεβλημένο τον σεβασμό απέναντι στα αρχαιολογικά ευρήματα και τον πολίτη που στο διηνεκές θα το επισκέπτεται. Χαμηλός φωτισμός που αγκάλιαζε τα ευρήματα χρυσού, τη λάρνακα, το στεφάνι με φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς, την πανοπλία (χρειάστηκαν, λέει, πέντε χρόνια για να τη συναρμολογήσουν) τα μικροαντικείμενα, τις επιτάφιες στήλες (Αγάθων, Καλλίας, Λυσανίας, Μένανδρος, Κλειώ, Κρινώ… Μελίτεια… ονόματα ελληνικά), τα δώρα που συνόδευαν τον νεκρό βασιλιά… Τρεις οι τάφοι κι ένα ηρώο, ιερό για τη λατρεία των νεκρών. Αλήθεια, αποτελεί η αιωνιότητα επιδίωξη;
Εστρεψα το βλέμμα προς τον μεγάλο μακεδονικό τάφο. Η ζωφόρος, πάνω από τις μετόπες, είναι συγκλονιστική. Εχει θέμα το κυνήγι στο δάσος: επτά πεζοί και τρεις ιππείς, έξι άγρια ζώα κι εννέα κυνηγητικά σκυλιά. Στο πλάνο συνυπάρχουν ένα πληγωμένο ζαρκάδι, ένα δεύτερο που καταφέρνει να ξεφύγει, ένα πληγωμένο αγριογούρουνο και μια αρκούδα, πληγωμένη κι αυτή. Δέος για ένα παρελθόν που έχει πάψει προ πολλού να συγκινεί τον σημερινό άνθρωπο.
Μια Ιταλίδα εξηγούσε στον 8χρονο γιο της ποιος ήταν ο Φίλιππος και ποιος ο Ανδρόνικος που ανακάλυψε τους τάφους. Είχε γονατίσει μπροστά στο παιδί και με τα χέρια σχημάτιζε εικόνες, κινούσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο τα δάκτυλά της, η φωνή της υψωνόταν πάνω από τους ψιθύρους των υπόλοιπων επισκεπτών. Το παιδί ήταν κωφάλαλο και παθιασμένο με την αρχαία ελληνική ιστορία, όπως η ίδια μου εξομολογήθηκε αργότερα στο προαύλιο του αρχαιολογικού χώρου. Δύο χρόνια προετοίμαζαν μάνα και γιος το ταξίδι από τη Βερόνα στη Βεργίνα. Είχαν μελετήσει τους χάρτες, είχαν διαβάσει μαζί (με τον τρόπο τους) όλη την ιστορία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και οπλισμένοι με τη δύναμη που αποκτά ο άνθρωπος όταν θέλει πολύ κάτι, έφτασαν στον προορισμό τους. Τη ρώτησα ποιες ήταν οι εντυπώσεις της, κι αν ο γιος της ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος όπως έδειχνε. Μου απάντησε ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο όμορφα, όσο εκεί στη σκοτεινή Μεγάλη Τούμπα, δίπλα στους βασιλικούς Τάφους, με τη χρυσή λάρνακα (άνθη λωτού, ανθέμια, φύλλα άκανθας, γαλάζιοι ρόδακες), με το ανάγλυφο μακεδονικό αστέρι στο πάνω μέρος της και μέσα το χρυσό στεφάνι, το βαρύτερο και επιβλητικότερο στεφάνι του αρχαίου κόσμου. Η Ιταλίδα έσπευσε μάλιστα να ρωτήσει τη γνώμη μου για τις αμφισβητήσεις των διαφόρων επιστημόνων ως προς την ανακάλυψη του Ανδρόνικου. Ηξερε ότι υπήρχαν αρχαιολόγοι, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Τάφοι δεν ανήκαν στον Φίλιππο Β΄. Τι θα μπορούσα να της απαντήσω; Αλλωστε είμαι οπαδός του Ανδρόνικου ή μάλλον της ιδέας που εκπροσωπεί ο Ανδρόνικος.
Προς στιγμήν κυριεύτηκα από την ουτοπία της φυγής. Είχα ξανασυναντηθεί με αυτό το συναίσθημα και προφανώς θα το ξαναβρίσκω μπροστά μου κάθε φορά που ο νους δεν αντέχει τόση φόρτιση. Ελα, όμως, που η τρέχουσα ζωή είναι απογυμνωμένη από την ουτοπία και τους μύθους. Και το είδα τριγυρνώντας αργότερα στο χωριό της Βεργίνας. Αν εξαιρέσουμε μερικούς συμπαθέστατους ξενώνες που αξίζει τον κόπο να μείνει κανείς, το υπολοιπο χωριό δεν με ικανοποίησε. Δεν είναι αυτή η Βεργίνα που ταιριάζει με τη Μεγάλη Τούμπα. Θα περίμενα να δω έναν οικισμό – πρότυπο, με παραδοσιακά καλοδιατηρημένα σπίτια, με σωστή ρυμοτομία και με τον αέρα που φέρνει στον τόπο η βαρύτητα της Ιστορίας. Τα στοιχειώδη υπάρχουν. Κάποιοι δρόμοι, κάποιοι πεζόδρομοι -όλοι γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο- κάποιες ρυθμίσεις για τα αυτοκίνητα… εντάξει, λιγοστά όμως πράγματα. Ελειπε από το χωριό ο συνδετικός κοινωνικός ιστός. Πλίνθοι, κέραμοι και άνθρωποι ατάκτως ερριμμένοι. Οι μεν κατηγορούσαν τους δε. Κάποιοι έλεγαν ότι φταίει η Νέα Δημοκρατία, κάποιοι άλλοι μιλούσαν για τα «πέτρινα» χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Κι εδώ η ίδια φτηνή πολιτικάντικη λογική; «Πότε θα γίνουν εκλογές;» με ρωτούσαν τη στιγμή που προσπαθούσα να βρω τις αιτίες της γκρίνιας και της κλασικής απαισιοδοξίας τους. «Δεν ξέρω», βιάστηκα να πω. «Καλά εσείς, μια δημοσιογράφος και δεν ξέρετε τι θα κάνει ο Καραμανλής;». «Οχι δεν ξέρω τι σκέπτεται ο πρωθυπουργός. Μα γιατί σας απασχολούν τόσο οι εκλογές», τόλμησα να ρωτήσω. «Να, γιατί άμα βγει ο Γιωργάκης θα ανθίσει ο τόπος μας, θα πέσουν φράγκα και θα εισπράξουμε περισσότερα από τις επιδοτήσεις». «Α», είπα, χωρίς να υψώσω τη φωνή μου. Για δες, έχουν στήσει τα δικά τους σενάρια, όσο για τα υπόλοιπα, κομμάτια να γίνουν… Οχι, δεν έφτασα ώς εδώ, στις αρχαίες Αιγές για να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Εκείνοι όμως, απτόητοι συνέχισαν να με βομβαρδίζουν με ερωτήσεις: Με τους τρίτεκνους τι θα γίνει, με τους συμβασιούχους τι ξέρετε;
Χαιρέτησα ευγενικά και απομακρύνθηκα. Προφανώς και δεν τους απασχολούσαν οι Τάφοι και το υπό ανακατασκευή ανάκτορο του βασιλιά. Τα συνέδεαν απλώς με επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις. Τέλεια! Κι έτσι καθώς ατένιζα την καταπράσινη πεδιάδα δίπλα στον Αλιάκμονα, λίγο πριν πάρω τον δρόμο για τις Πρέσπες και τις μεγάλες μακεδονικές πόλεις, θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει στο βιβλίο «Ο Πλάτωνας και το πλυντήριο πιάτων». Ο άνθρωπος, λέει, αισθάνεται καμιά φορά σαν να βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα: ενώ είχε σκοπό να αγοράσει κάλτσες, γυρίζει σπίτι του μ’ ένα καινούργιο φωτιστικό δαπέδου. Το φωτιστικό είναι πολύ ωραίο και ταιριάζει στο σαλόνι, αλλά όταν κάθεται ο κάτοχός του στον καναπέ, φαίνονται οι τρύπιες κάλτσες του.