Τον Οκτώβριο του 2002, ο συγγραφέας Ντέιβ Εγκερς, μια από τις πιο σημαντικές νέες φωνές της αμερικανικής λογοτεχνίας, πήρε ένα γράμμα από τη Μέρι Ουίλιαμς, η οποία του συστήθηκε ως η ιδρύτρια μιας οργάνωσης με έδρα την Ατλάντα και τίτλο Lost Boys Foundation. «Μου μίλησε για τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν τα αποκαλούμενα «χαμένα παιδιά» (3.800 νεαροί Αφρικανοί πρόσφυγες από το νότιο Σουδάν μοιρασμένοι σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ). Τους είχαν δώσει λίγα χρήματα για το ξεκίνημά τους, αλλά κατόπιν έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους σε μιαν άγνωστη χώρα. Η Μέρι Γουίλιαμς δημιούργησε ένα ίδρυμα για να τους βοηθήσει. Δεν γνώριζα προσωπικά τη Μέρι (η δική της ιστορία -είναι παιδί ενός ζευγαριού «Μαύρων Πανθήρων» που την υιοθέτησε η Τζέιν Φόντα- θα μπορούσε ωραιότατα να γίνει θέμα μυθιστορήματος) αλλά στο γράμμα της μου ζητούσε χωρίς περιστροφές να παρατήσω ό,τι έκανα για να βοηθήσω ένα αγόρι να γράψει την αυτοβιογραφία του», θυμάται ο συγγραφέας. Το αγόρι αυτό ήταν ο Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ, ένα από τα «χαμένα παιδιά» του Σουδάν που βρέθηκαν σε στρατόπεδα προσφύγων χωρίς τους γονείς τους. Προέρχονταν από τον Νότο της χώρας, εκεί όπου μαίνεται για πάνω από είκοσι χρόνια ένας φονικός ακήρυχτος πόλεμος -οι Αραβες του Βορρά εναντίον των αφρικανικών φυλών του Νότου-, ο οποίος έχει στοιχίσει τη ζωή δυόμισι εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο Βαλεντίνο, 27 ετών σήμερα, παρευρέθη μαζί με τον συγγραφέα στο Hay Festival, το φημισμένο φεστιβάλ βιβλίου που διοργανώνει η εφημερίδα «Γκάρντιαν» κάθε χρόνο στην Ουαλλία, στις αρχές του καλοκαιριού. Μίλησαν για την πορεία που ακολούθησαν μαζί ώς την ολοκλήρωση του βιβλίου, που έχει τίτλο «What is the What? The Autobiography of Valentino Achak Deng». Κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου και αναδείχτηκε σε μία από τις μεγάλες εκδοτικές επιτυχίες της χρονιάς στις ΗΠΑ.
Η γνωριμία
«Ηθελα να γράψω την ιστορία μου», είπε ο Βαλεντίνο, «για να χρησιμεύσει σαν ένας μικρόκοσμος που θα έκανε γνωστά στον κόσμο αυτά που τραβήξαμε. Γι’ αυτό ζήτησα βοήθεια από τη Μέρι». Ο Ντέιβιντ Εγκερς, ο οποίος εκτός από την προσωπική συγγραφική δουλειά του ασχολείται δραστήρια με την επιμέλεια και έκδοση έργων νέων συγγραφέων, δέχτηκε την πρόταση. Γνώρισε τον Βαλεντίνο στις 11 Ιανουαρίου του 2003, σε μια γιορτή γενεθλίων του ίδιου και καμιάς εκατοστής άλλων «χαμένων παιδιών». Δεν είχαν γεννηθεί όλοι την ίδια μέρα, αλλά καθώς, φτάνοντας στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι δεν ήξεραν την ημερομηνία της γέννησής τους, ορίστηκε για όλους η ίδια μέρα γενεθλίων. Μετά τη γιορτή ο Βαλεντίνο και ο νεαρός συγγραφέας συζήτησαν και συμφώνησαν. Ο Εγκερς υποσχέθηκε να γράψει την ιστορία του και ο Βαλεντίνο να συνεργαστεί με όποιον τρόπο μπορούσε.
Εκτοτε συναντήθηκαν πολλές φορές στην Ατλάντα και στο Σαν Φρανσίσκο (όπου μένει ο Εγκερς), μίλησαν με τις ώρες στο τηλέφωνο και αντάλλαξαν αμέτρητα e-mail. Το 2003, ταξίδεψαν μαζί στο νότιο Σουδάν. Κατάφεραν να φτάσουν, με το αεροπλάνο μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης που μετέφερε βοήθεια, στο χωριό του Βαλεντίνο, το Μάριαλ Μπέι, όπου επικρατούσαν συνθήκες πείνας και αθλιότητας. Ανάμεσα στους ταλαιπωρημένους κατοίκους που είχαν επιβιώσει από τις σφαγές των προηγούμενων χρόνων, ο Βαλεντίνο συνάντησε τον πατέρα του και τη μητέρα του, για πρώτη φορά ύστερα από δεκαέξι χρόνια.
Από το 1987…
Το Μάριαλ Μπέι ήταν μια ειρηνική εμπορική κωμόπολη όταν γεννήθηκε εκεί ο Βαλεντίνο. Ομως η ειρήνη κράτησε λίγο. «Αποχωρίστηκα την οικογένειά μου το 1987 και αναγκάστηκα να πάω με μια ομάδα ανθρώπων που έφευγαν από τα χωριά τους για να γλιτώσουν», είπε ο Βαλεντίνο, μιλώντας στο Hay Festival. «Ημουν τότε έξι-εφτά χρόνων και νόμιζα πως θα έλειπα μερικές μέρες, ώσπου να φύγουν οι παραστρατιωτικοί που είχαν επιτεθεί στο χωριό, τελικά όμως ήταν το ξεκίνημα ενός ταξιδιού που κράτησε πολλούς μήνες. Η επιστροφή στο χωριό ήταν πολύ επικίνδυνη. Κάθε κινούμενο αρσενικό ήταν στόχος. Επρεπε να μείνω με την ομάδα μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος ή μέχρι να φτάσουμε στην Αιθιοπία».
Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο Βαλεντίνο και οι άλλοι πρόσφυγες υπέστησαν βομβαρδισμούς και επιθέσεις αγρίων ζώων. Τρέφονταν με φύλλα, άγνωστους καρπούς, πτώματα ζώων σε αποσύνθεση. «Είδα φριχτά πράγματα», είπε ο Βαλεντίνο. «Πολλοί πέθαναν, κι εγώ μια μέρα αναγκάστηκα να θάψω έναν φίλο μου».
Στα στρατόπεδα
Εφτασαν τελικά στα στρατόπεδα προσφύγων στην Αιθιοπία, όπου ο Βαλεντίνο πέρασε 13 χρόνια. Ωσπου, στις 25 Σεπτεμβρίου του 2001, έφτασε στη Νέα Υόρκη – η πτήση του, ας σημειωθεί, είχε προγραμματιστεί αρχικά για τη μοιραία 11η Σεπτεμβρίου. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα διαμέρισμα που του βρήκαν στην Ατλάντα, όπου θα προσπαθούσε να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Επιβίωσε κάνοντας διάφορες κακοπληρωμένες δουλειές, που δεν του επιτρέψανε να πραγματοποιήσει το όνειρό του για σπουδές στο πανεπιστήμιο. Και έχει αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα που μπορεί να συναντήσει ένας Αφρικανός μετανάστης στις χώρες της Δύσης.
Τα προβλήματά του, και πολύ περισσότερο τα προβλήματα της χώρας του, δεν έχουν τελειώσει. Ωστόσο, με το βιβλίο αυτό και με τη συνειδητή δουλειά που έχει αναλάβει με τον Ντέιβ Εγκερς, ο Βαλεντίνο προσθέτει τη δική του συνεισφορά στην κινητοποίηση για να στραφεί η προσοχή του κόσμου σε αυτή τη μακρόχρονη πολεμική σύγκρουση που έχει στοιχίσει τόσες ζωές και πρέπει επιτέλους να σταματήσει.
Ολα τα έσοδα του βιβλίου πηγαίνουν στο Ιδρυμα Βαλεντίνο Ατσάκ Ντενγκ (www. valentinoachakdeng.com), μια οργάνωση που ανάμεσα στους στόχους της είναι να συμπαρασταθεί στους Σουδανούς πρόσφυγες στις ΗΠΑ (ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Βαλεντίνο, που θα μπορέσει να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο), να βοηθήσει την ανοικοδόμηση του νότιου Σουδάν αρχίζοντας από το Μάριαλ Μπέι (ήδη έχει ξεκινήσει το κτίσιμο ενός σχολείου εκεί) και να συνεργαστεί με τις οργανώσεις που προωθούν την ειρήνευση στο Νταρφούρ.
Νέα, δυναμική παρουσία στα αμερικανικά γράμματα
Ο Ντέιβ Εγκερς (γεν. 1970) βγήκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο των ΗΠΑ το 2000, με ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ο τίτλος του είναι «A Heartbreaking Work of Stuggering Genius», και σ’ αυτό ο συγγραφέας αφηγείται πώς αναγκάστηκε να αναλάβει τη φροντίδα του μικρότερου αδελφού του μετά τον ξαφνικό θάνατο των γονιών τους. Οπως και στο «What is What?», ο Εγκερς είχε αναμίξει σ’ αυτό στοιχεία βιογραφικά και μυθοπλαστικά, με τρόπο που θεωρήθηκε από την κριτική ιδιαίτερα πρωτότυπος και καινοτόμος. Το 2002 κυκλοφόρησε το πρώτο «κανονικό» μυθιστόρημά του («You Shall Know Our Velocity») και στη συνέχεια εξέδωσε διάφορα βιβλία με δοκίμια και διηγήματα. Ωστόσο, η μεγάλη επιρροή του στη νέα λογοτεχνική σκηνή της πατρίδας του δεν οφείλεται μόνο στα βιβλία του, αλλά και στη δουλειά του ως εκδότη. Το 1998 ίδρυσε την εταιρεία McSweeneys, έναν ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο που δημοσιεύει την ομώνυμη τετραμηνιαία επιθεώρηση η οποία έχει γίνει σημείο αναφοράς για τη νέα αμερικανική πεζογραφία. Από το 2003 εκδίδει επίσης το μηνιαίο περιοδικό The Believer (που το διευθύνει η σύζυγός του, η λογοτέχνις Βεντέλα Βάιντα), ένα άλλο περιοδικό σε DVD, ενώ διαθέτει και μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στη λογοτεχνία και το χιούμορ. Μέσα από τις εκδόσεις McSweeney ο Εγκερς έχει βοηθήσει πολλούς νέους λογοτέχνες να ξεκινήσουν την καριέρα τους, ενώ έχει εκδώσει και έργα αναγνωρισμένων πεζογράφων, όπως ο Μάικλ Τσάμπον, η Τζόις Κάρολ Οουτς και ο Στίβεν Κινγκ. Στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μένει μαζί με τη γυναίκα του και τη μικρή κόρη τους, ο Εγκερς διδάσκει λογοτεχνία στη σχολή «826 Valencia» που την ίδρυσε το 2002 και λειτουργεί χωρίς δίδακτρα για τους σπουδαστές.