Στις αρχές του χρόνου οι άνθρωποι της ελληνικής Sony/BMG με «έψηναν» να πάω στο Μαϊάμι, για μια συνέντευξη για το «Κ» με την Τζένιφερ Λόπεζ, γνωστή και ως Τζέι Λο. Κάπου δεν τα βρήκαμε (σχετικώς με τη διάρκεια της συνέντευξης και με τα της φωτογράφισης) και το ταξίδι δεν έγινε ποτέ
Αλλος θα στενοχωριόταν που έχασε την ευκαιρία να δει από κοντά τα μπουτάκια και (ποιος ξέρει;) το βρακάκι της Τζένιφερ, εγώ όμως στενοχωρήθηκα για άλλο λόγο! Δεν είμαι φανατικός της, δεν περνάω τις ώρες μου ακούγοντας τους δίσκους της και έχω δει ελάχιστες από τις ταινίες, όπου πρωταγωνιστεί. Την εκτιμώ ιδιαιτέρως όμως (και, υπ’ αυτήν την έννοια, ήθελα να τη συναντήσω και να την ρωτήσω δύο – τρία πράγματα) ως μία από τις κεντρικές φιγούρες ενός λατινογενούς και ισπανόφωνου πολιτισμού, που γιγαντώνεται στις ΗΠΑ και που, με θάρρος, προσπαθεί να αποτινάξει τον εξαμερικανισμό που υπέστησαν τα παιδιά των Νοτιοαμερικανών μεταναστών από το 1960 και μετά και να ξανακοιτάξει πίσω στις λατινοαμερικάνικες ρίζες του! Με δυο λόγια τη χολιγουντιανή φήμη και τα πολλά λεφτά της η Λόπεζ δεν τα επενδύει μόνο σε ακίνητα στο Μπέβερλι Χιλς, αλλά σε project που επανακαθορίζουν τις ρίζες των εκατομμυρίων ισπανόφωνων νέων στις ΗΠΑ, που προβλέπεται πως θα είναι το μεγαλύτερο δημογραφικό γκρουπ της υπερδύναμης γύρω σε 15 χρόνια από σήμερα! Αυτό είναι προφανές από το 1997, οπότε ερμήνευσε εξαιρετικά στη μεγάλη οθόνη τον σύντομο βίο της δολοφονηθείσης Μεξικάνας τραγουδίστριας Σελένα και συνεχίζεται επιμελώς και αδιαλείπτως ώς σήμερα.
Το ίδιο ισχύει και για τον Μαρκ Αντονι, που εδώ και δεκαπέντε χρόνια αναβιώνει τη μουσική salsa με τους εξαιρετικά επιτυχημένους στις ΗΠΑ και στη Λ. Αμερική ισπανόφωνους δίσκους του, ενώ υποστηρίζει την καταγωγή του και με τους ρόλους που ενσαρκώνει στη μεγάλη οθόνη.
Τζέι Λο και Τζέραρντ
Ο Αντονι είναι ο παραγωγός και βασικός συνθέτης στο πρώτο ισπανόφωνο cd της Λόπεζ «Como Ama Una Mujer», μια κίνηση που άργησε χρόνια και που ανταμείφθηκε με χρυσές πωλήσεις όχι μόνο στις ισπανόφωνες χώρες, αλλά και στην Ελλάδα για παράδειγμα. Υποθέτω πως οι ρυθμοί και οι μελωδίες του σας έχουν συναντήσει ήδη στα καλοκαιρινά κλαμπ και καφέ, οπότε περνώ στο μουσικώς πολύ πιο ενδιαφέρον πρόσφατο πόνημα του διδύμου, που είναι τόσο το σάουντρακ όσο και η ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων στην ταινία «El Cantante» που βγαίνει στις αίθουσες τον άλλο μήνα.
Η Λόπεζ επένδυσε τα χρήματά της στην παραγωγή της εν λόγω ταινίας, που καταγράφει τον έντονο βίο του θρυλικού Πορτορικάνου τραγουδιστή Εκτορ Λαβουά, που ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της νεοϋορκέζικης σκηνής της salsa, από το 1967 μέχρι τον θάνατό του, το 1993, από παρατεταμένη κατάχρηση ναρκωτικών. Ο Αντονι ενσαρκώνει τον Λαβουά και η Λόπεζ τη «σκληρή» σύζυγό του Πούτσι, αλλά το καλύτερο είναι το σάουντρακ όπου, με τη γνωστή μαεστρία του, ο Μαρκ Αντονι αναβιώνει τα μεγάλα σουξέ του Λαβουά (ένα ερμηνεύει η Λόπεζ), σαν το «El Cantante», μία σύνθεση του Ρούμπεν Μπλαντές, που έδωσε και το όνομά της στην ταινία.
Το ξεσηκωτικό λάτιν πάρτι αυτών των δύο cd απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από την ατμόσφαιρα των δύο δίσκων που κυκλοφόρησαν προσφάτως με την υπογραφή της Λίζα Τζέραρντ! Ή τουλάχιστον απέχει τόσο όσο το Πουέρτο Ρίκο και η Νέα Υόρκη από την Αυστραλία και το Λονδίνο, τόπο καταγωγής και έδρα, αντιστοίχως, του ντουέτου Dead Can Dance, που συναποτελούσαν η Τζέραρντ και ο Μπρένταν Πέρι. Χάρη στις ενορχηστρώσεις τους (που τους έκαναν δημοφιλείς τόσο σε «ψαγμένες» δεσποινίδες των βορείων προαστίων όσο και σε έντονα μακιγιαρισμένους οπαδούς της gothic σκηνής) και χάρη στη βαθιά φωνή της Τζέραρντ, που έκανε τα τραγούδια τους να μοιάζουν με άριες, οι Dead Can Dance αναδείχθηκαν, σιγά σιγά σε αγαπημένο γκρουπ εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, μέχρι που, στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90, η Τζέραρντ άρχισε να ψάχνεται και σόλο, με κομβικό σημείο τη συμμετοχή της στο σάουντρακ της πετυχημένης ταινίας «The Gladiator», που εκτόξευσε την καριέρα της στο Χόλιγουντ. Τρία κομμάτια της από τον «Μονομάχο» περιλαμβάνονται στην πρόσφατη ανθολογία με τίτλο το όνομά της, μαζί με επτά των D.C.D. και με άλλες συμμετοχές της Τζέραρντ σε σάουντρακ ταινιών (π.χ. «Ali»). Νομίζω πως οι φαν, τόσο του γκρουπ όσο και της ίδιας, δεν θα μπορούσαν να περιμένουν κάτι καλύτερο, αλλά αν κάποιος/α είναι αχόρταγος, τότε υπάρχει και το πρόσφατο πόνημα της τραγουδίστριας «A Silver Tree», που συνοδεύεται μάλιστα και από dvd με το βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Κλάιβ Κόλιερ «Sanctuary: Lisa Gerrard», για να μην λείψει τίποτε από τους φανατικούς ακροατές! Τα τελευταία τρία χρόνια δεν ήσαν και τα πλέον ευχάριστα για την Τζέραρντ και αυτό ακριβώς καταθέτει με τα 13 τραγούδια της, που αποτελούν το υλικό του cd «The Silver Tree». Εξω μαθαίνω ότι πάει πολύ καλά, στην Ελλάδα όμως μάλλον θα έπρεπε να κυκλοφορήσει με κάποιο αυτοκόλλητο που να γράφει με μεγάλα γράμματα: «Η τραγουδίστρια των Dead Can Dance», μήπως και αφυπνισθεί το πολυάριθμο εγχώριο κοινό τους και επισημάνει την κυκλοφορία του cd…
«Radio Clash»
Οπως και να έχει το πράγμα, οι διπλές πρόσφατες κυκλοφορίες της Τζέραρντ και των Λόπεζ / Αντονι, ελέγχονται από τους ίδους, είναι μια προσωπική επιλογή τους, που έχει τα ρίσκα της, έχει και τα καλά της.
Αντιθέτως, κανείς δεν ρώτησε τον θρυλικό, άτυπο αρχηγό των Clash, Τζο Στράμερ, για τις δύο πρόσφατες κυκλοφορίες με έργα του, γιατί, όπως θα θυμάστε, ο Στράμερ μας άφησε χρόνους από το 2002!
Εκτοτε και με δεδομένο πως οι Clash κατέλιπαν μόνο έξι δίσκους, η ανακύκλωση του υλικού τους δίνει και παίρνει! Πρώτα επανεκδόθηκαν οι δίσκοι του γκρουπ, σε ένα κουτί με έξι cd, αλλά και μεμονωμένα, κατόπιν (το 2004) ακολούθησε η εμπλουτισμένη «deluxe edition» κυκλοφορία των… ίδιων έξι δίσκων και, φέτος, έρχεται το «βαρύ» περιεχόμενο της πρόσφατης συλλογής «The Singles», που, εκ του τίτλου του, συμπεραίνω ότι αφήνει χώρο και για ένα μελλοντικό «Best Of…»! Τα 19 τραγούδια του, συγκεντρώνουν τον ογκώδη μύθο των Clash, που χτίσθηκε στις πανκ και μετά πανκ μέρες της δόξας τους, με περίτεχνο τρόπο. Δεν λείπει τίποτε: «London Calling», «Rock The Casbah», «Should I Stay Or Should I Go;», «White Riot»… Ολα είναι εδώ, όμως στέκομαι για λίγο στο 18ο στη σειρά τραγούδι, το «Τhis Is Radio Clash», γιατί ενώ ηχογραφήθηκε το 1981, αποτελεί προάγγελο μιας κατοπινής δραστηριότητας του Στράμερ, που την άσκησε στα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του και που δίνει την ιδέα και το υλικό στο έτερο πρόσφατο cd που τον αφορά. Το αληθινό «Radio Clash», λοιπόν, το έστησε ο Στράμερ στις ραδιοφωνικές συχνότητες του BBC World, σε ένα πρόγραμμα υπό τον εύστοχο τίτλο «London Calling» και αυτή τη ραδιοφωνική του δραστηριότητα, όπως και τον εν γένει βίο του, καταγράφει ο σκηνοθέτης Τζούλιεν Τεμπλ στο ντοκιμαντέρ του «The Future is Unwritten». Το cd με το σάουντρακ της ταινίας όμως, εμμένει αποκλειστικώς στο ραδιοφωνικό στυλ του μακαρίτη, που ανακάτευε δικά του τραγούδια με ροκ-εν-ρολ, κάντρι, ρέγκε και αφρικάνικα ηχογραφήματα, δίνοντάς μας για λίγο μια ιδέα του πώς θα έπρεπε να είναι το ραδιόφωνο!