Για ελάχιστους θεατές, Γερμανούς παρεπιδημούντες και Ελληνες θεατρικούς κυρίως, έπαιξε τη δική του -λιγότερο του Αισχύλου και περισσότερο χαρακτηριστική του σύγχρονου γερμανικού θεάτρου- «Ορέστεια» το θέατρο Σάουσπιλ της Φρανκφούρτης – ήταν δεν ήταν 2.500 θεατές Παρασκευή και Σάββατο στην πολύωρη και ξενόγλωσση (με ελληνικούς υπέρτιτλους) παράσταση. Αλλά όταν, στις 2 το πρωί, τελείωσε, οι Γερμανοί αποθέωσαν τους δικούς τους, ενώ οι Ελληνες θεατρικοί, αν και φιλοπρόοδοι ως γνωστόν οι περισσότεροι, είχαν ελαφρώς φρικάρει και ήταν έως και ψυχροί στο χειροκρότημά τους.
Διότι ενδιαφέρουσα η εμπειρία που μας προσέφερε η σκηνοθέτις Κόριν Νοϊχόιζερ, αλλά δεν ξέφυγε από την κατάρα που βαραίνει τις παραστάσεις της αισχυλικής τριλογίας: Να αρχίζουν σ’ ένα υψηλό επίπεδο (πρώτη τραγωδία) το οποίο όμως αδυνατούν να συντηρήσουν, διολισθαίνοντας από το κακό στο χειρότερο. Ετσι, ενώ στον εναρκτήριο «Αγαμέμνονα» είχαμε μια έγκυρη σκηνική ανάγνωση του αισχυλικού κειμένου, με πολλά νεωτερικά στοιχεία, στις «Χοηφόρες» είχαμε απότομο γλίστριμα σε άγαρμπες μεταμοντερνιές, για να φτάσουμε σε μια ακραία ανατροπή του αισχυλικού κειμένου στις ατυχείς «Ευμενίδες», οι οποίες αποδόθηκαν ως… τηλεδικείο – με πολύ είν’ αλήθεια γέλιο.
Μπροστά σ’ ένα τεράστιο τοίχο -η πρόσοψη των αιματοβαμμένων ανακτόρων των Ατρειδών- είχε στηθεί μια εξίσου τεράστια πισίνα, γεμάτη «αίμα». Σ’ αυτό το σκηνικό θα παιχτούν οι δύο πρώτες τραγωδίες. Στον «Αγαμέμνονα» είχαμε αξιόλογες ερμηνείες, με μια ψυχρή, επιτηδευμένη Κλυταιμνήστρα, έναν στραγγισμένο, βαθύτατα παραιτημένο Αγαμέμνονα, μια πεζολογούσα, σαν να διάβαζε ζώδια, προφήτισσα Κασσάνδρα κι ένα γελοίο κατσαντράκι Αίγισθο. Ο Χορός είχε επιτυχώς μεταφερθεί σε ένα «προσκοπικό» σώμα παιδιών κι εφήβων, με χιτλερικά ομοιόμορφη στολή και συμπεριφορά. Εύρημα που λειτούργησε και για τις σύγχρονες παραπομπές που ήθελε η σκηνοθεσία να κάνει.
Οι «Χοηφόρες» όμως από την αρχή έδειξαν γκρεμό: Χοηφόρες ήταν πέντ’ έξι καθαρίστριες, με γαλότσες, φακιόλια, πλαστικά γάντια και ποδιές, που κρατούσαν σφουγγαρόπανα, ξεσκονιστήρια, άζαξ κ.λπ. Μία εξ αυτών ήταν η Ηλέκτρα, η οποία βλέπει δυο τύπους σκνίπα στο μεθύσι (Ορέστης και Πυλάδης αυτοί) να πλησιάζουν τον τάφο του Αγαμέμνονα – τάφος δε εστί κουτί τηλεόρασης στο μέσον της αιμάσσουσας πισίνας, με κυπελλάκι-κερματοδέκτη στο πλάι, όπου ρίχνεις κέρμα και εμφανίζεται κατσούφικη φάτσα Αγαμέμνονος! Η αναγνώριση Ηλέκτρας – Ορέστη γίνεται με το πασίγνωστο κάποτε τραγουδάκι του Ρενάτο Καροζόνε «Παπάβερι παπάβερι» στα γερμανικά. Και κάπου εκεί τελειώνει το παιγνιώδες υφάκι, για να ακολουθήσει απότομο ψήλωμα ύφους, φόνοι Κλυταιμνήστρας και Αίγισθου κ.λπ.
Αλλά αυτά ήταν πταίσμα μπροστά σ’ αυτό που ακολούθησε στις «Ευμενίδες». Οπου η τραγωδία που θεωρείται ως η έκφραση της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας μετατρέπεται σε σύγχρονη «πρωινάδικη» τσιγκολελέτα. Και ο Αρειος Πάγος γίνεται τηλεδικείο, με… Αννίτα Πάνια μια ανύπαρκτη στον Αισχύλο Πυθία, Ερινύες κάτι αξιοθρήνητους μεσόκοπους, Απόλλωνα και Αθηνά ένα ανεκδιήγητο ντουετάκι ενός πλέι μπόι και μιας ντραγκ κουίν κ.λπ. κ.λπ. Ολα αυτά για να δηλωθεί η παρακμή (ή ολοκληρωτική αποτυχία;) της Δημοκρατίας στους καιρούς μας. Δηλαδή, της ξέφυγε εντελώς το πράγμα της Γερμανίδας σκηνοθέτριας, αν και τον Αισχύλο συνειδητότατα είχε εγκαταλείψει στο τέλος. Ισως γιατί δεν μπορούσε να δώσει μια ενδιαφέρουσα για το σύγχρονο θεατή ερμηνεία στο κείμενό του.