Οι ιστορικές σειρές είναι συχνά εκδοτικό ρίσκο μια και το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα αμφιλεγόμενο. Υπάρχουν εκείνοι που διαφωνούν με τη συμπύκνωση (κατά πόσο όλα είναι σωστά εναρμονισμένα κατά ποιότητα και μέγεθος) και άλλοι οι οποίοι συμφωνούν γιατί η συνολική εικόνα συμπορεύεται με τις ιδέες τους. Ισως η καλύτερη γενική Ιστορία της Ευρώπης να ήταν αυτή των εκδόσεων «Φοντάνα», Fontana History of Europe, αλλά ήταν άνιση και άλλωστε από τότε έχει περάσει αρκετός καιρός.
Πειστική και σε βάθος
Τώρα εμφανίζεται η καινούργια σειρά των Πένγκουιν, Penguin History of Europe, που ξεκίνησε πολύ πρόσφατα. Κρίνοντας, όμως, γράφει ο «Εκόνομιστ», από τούτο τον δεύτερο τόμο που μόλις δημοσιεύθηκε, The Pursuit of Glory: Europe 1648-1815 (Tim Blanning, 707 σελ., ΗΠΑ, Viking, 39,95 δολ. Βρετανία Allen Lane, 30 λίρες) η σειρά, αν εξακολουθήσει στο ίδιο επίπεδο, θα αποβεί μεγάλη επιτυχία.
Ο Τιμ Μπλάνινγκ, καθηγητής της Ιστορίας στο Κέμπριτζ, μπορεί να μην έχει τη θεαματικότητα που εντυπωσιάζει, ενός Σάιμον Σάμα ή ενός Τζόναθαν Κλαρκ, έχει όμως κάποια πολύτιμα γνωρίσματα, όπως πειστική και σε βάθος γνώση της περιόδου που ξεδιπλώνει, εμπειρία, ψύχραιμη κρίση και γοητευτικό στυλ γραφής. Από την αρχή φαίνονται οι ευρείς ορίζοντές του, όταν εκεί που άλλοι ανιαρά επαναλαμβάνουν μάχες και πολιτικά γεγονότα, αυτός αναπτύσσει θέματα όπως οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η δημογραφία, η γεωργία. Ο,τι θεωρείται από τους πολλούς παραδοσιακή ιστορία, βρίσκεται συγκεντρωμένο στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου.
Αρετή, όχι από τις μικρότερες του επιτεύγματος του ιστορικού, είναι η εποπτική του αντιμετώπιση ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου. Εχει την ικανότητα να μεταφέρεται σχεδόν αυτοστιγμεί από την Ισπανία στις Κάτω Χώρες, από τη Ρωσία στην Αυστρία, από την Πρωσία στην Τουρκία. Πολλές από τις βασιλικές δυναστείες της Ευρώπης συνδέονταν με δεσμούς αίματος· επιπλέον, η μεγαλύτερη εμπλοκή χωρών, όπως η αναδυόμενη Πρωσία, η ανήσυχη Πολωνία, η εμπορική Ολλανδία, ήταν με τις γειτονικές τους χώρες. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε η μία να εισβάλει στην άλλη.
Με μεγάλη δεξιότητα ο ιστορικός χειρίζεται το πολύ λεπτό θέμα της ιστορίας στη συγκεκριμένη περίοδο, των δύο μεγαλύτερων αντιπάλων της εποχής, της Γαλλίας και της Αγγλίας, τοποθετώντας τις μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οποιος Βρετανός ευρωσκεπτικιστής νομίζει πως η ιστορία της χώρας του είναι αποκομμένη από της ηπειρωτικής Ευρώπης, διαβάζοντας και τα πιο ανεπαρκή σημεία του βιβλίου τούτου, θα συνειδητοποιήσει πόσο δεμένη ήταν πάντα η Βρετανία με την ήπειρο -continent- όπως οι ίδιοι οι Βρετανοί αποκαλούν την Ευρώπη.
Ο 17ος και 18ος αιώνας στην Ευρώπη ήταν κυρίως περίοδοι πολέμων. Μάλιστα φαινόταν ότι η Γαλλία και η Αυστρία, οι πρωταρχικές στρατιωτικές δυνάμεις το 1648, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να πολεμούν. Μερικές φορές ο πόλεμος ενδυνάμωνε την οικονομική και εμπορική ανάπτυξη. Και είναι παράδοξο ότι στη Βρετανία που απόλαυσε κάποια χρόνια ειρήνης, επέπεσε το χρέος της πρωτοπορίας στην εκβιομηχάνιση της Ευρώπης. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις η Βρετανία ήταν εκείνη που ψαλίδισε την απόλυτη εξουσία της μοναρχίας και έθεσε τα θεμέλια για ένα σύγχρονο κράτος. Η αποτυχία της Γαλλίας και στο ένα και στο άλλο, οδήγησε στην Επανάσταση του 1789.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα του βιβλίου είναι η ανάδυση του σύγχρονου κράτους. Η αργόσυρτη κατάρρευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η μοιραία ασθένεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η άνοδος της Πρωσίας άνοιξαν τον δρόμο στον αιώνα που ερχόταν. Οπως βεβαίως, η επαναστατική και επαναστατημένη Γαλλία, μολονότι ο ιστορικός τονίζει τη συνέχειά της με το ανσιάν ρεζίμ, το παλιό προεπαναστατικό καθεστώς, ιδιαίτερα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Κανένα βιβλίο που εντοπίζει τις απαρχές του επαναστατικών πολέμων της Γαλλίας, σχεδόν δύο χρόνια πριν από την πτώση της Βαστίλλης, δεν μπορεί να είναι ανιαρό: και τις εντοπίζει στην κήρυξη πολέμου από την Τουρκία στη Ρωσία, μέσα Αυγούστου 1787, γεγονός που προσομοιάζει με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου τον Ιούνιο 1914.
Παρά τις παραλείψεις
Το βιβλίο είναι καλύτερο στον 18ο αιώνα απ’ ό,τι στο δεύτερο μισό του 17ου, αντανακλώντας τη συμπάθεια του ιστορικού. Μια άλλη αδυναμία είναι ότι μολονότι η βιβλιογραφία είναι λογική, δεν υπάρχουν σημειώσεις για τις πηγές, παράλειψη σκανδαλώδης για βιβλίο με σοβαρές, πανεπιστημιακές προδιαγραφές. Επίσης, ενίοτε δέχεται ως δεδομένη από πλευράς του αναγνώστη μια, πέραν του γενικού, γνώση της ιστορίας της περιόδου, πράγμα που μπορεί να είναι πρόβλημα στους σπουδαστές στους οποίους εν μέρει απευθύνεται. Γενικά μιλώντας όμως, το έργο του Τιμ Μπλάνινγκ είναι ένα κατόρθωμα εντυπωσιακό.