Υποθέτω πως έχει συμβεί σε όλους! Επιστρέφεις από τις διακοπές, πρέπει να επαναπροσαρμοσθείς στους ρυθμούς της πόλης, όμως το μυαλό και, συχνά, το σώμα σου ακόμη ταξιδεύουν! Δεν είναι εύκολο να τα βγάλεις πέρα με αυτό το σύνδρομο. Είναι η θλίψη, το… μπλουζ της επιστροφής και για να το πολεμήσεις, χρειάζεσαι υπομονή και κότσια. ΄Η, απλώς, μερικά cd!
Πίστεψέ με, έχω μεγάλη πείρα σχετικώς με αυτό το… γιατροσόφι και μπορώ να σε βεβαιώσω πως πιάνει πάντοτε. Το μόνο που θέλεις είναι τα κατάλληλα cd (προσωπικώς τα επιλέγω πριν καν φύγω για διακοπές) και, βεβαίως, να μην έχεις απεμπολήσει την ικανότητα ΝΑ ΑΚΟΥΣ τους δίσκους σου, να χάνεσαι μέσα τους, να αφήνεσαι στο ταξίδι όπου σε παρασύρουν! Αν, μάλιστα, τυχαίνει να έχεις μια σχετικώς ευρεία εγκύκλιο παιδεία ή, απλώς, αρκετή φαντασία, τότε το ταξίδι μπορεί να εξελιχθεί από γοητευτικό, ως περιπετειώδες!
Και, έτσι, συνεχίζεις να ταξιδεύεις απεριορίστως και μετά τις διακοπές, μέχρι, σιγά σιγά, να το πάρεις απόφαση και να βρεις τον εαυτό σου πλήρως εναρμονισμένο με το μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας…
Αφρική και Καραϊβική
Εγώ, φέτος για παράδειγμα, μόλις επέστρεψα από διακοπές στο ανατολικό Αιγαίο, βρέθηκα να ταξιδεύω στη… Σενεγάλη! Την αφορμή μού την έδωσε ένας Σενεγαλέζος παικταράς, ο Εντογιέ, που ήρθε στον Παναθηναϊκό και κάπου πήρε το μάτι μου τις μουσικές του προτιμήσεις. Δίπλα στον γνωστό τοις πάσι συμπατριώτη του Γιούσου Εν Ντουρ, ανέφερε και τον Ισμαήλ Λο, έναν άλλο Σενεγαλέζο μουσικό για τον οποίο δεν ήξερα τίποτε. Το φετινό cd του, που βρήκα, μετά την «προτροπή» του Εντογιέ έχει τον εύλογο μονολεκτικό τίτλο «Sngal», οπότε μου φάνηκε ό,τι καλύτερο για να το βάλω στην άκρη, να με περιμένει σαν φάρμακο μόλις επιστρέψω από τις διακοπές.
Και κάπως έτσι, τώρα βρίσκομαι στη Σενεγάλη, στο δυτικότερο σημείο της Αφρικής! Γιατί, εκτός από τον τίτλο, ο δίσκος του Λο είναι και στο περιεχόμενο μια απεικόνιση της Σενεγάλης, της τεράστιας μουσικής κουλτούρας που έχει προκύψει από τα στούντιο της πρωτεύουσας Ντακάρ, της ιδιαίτερης μουσικότητας που χαρακτηρίζει όλο αυτό το κόμμάτι της Δ. Αφρικής (Σενεγάλη, Μάλι, Ακτή Ελεφαντοστού κ.λπ.) και πάνω από όλα, της ιδιαίτερης ευαισθησίας, φιλοπατρίας και αξιοπρέπειας που διακρίνει τον σενεγαλέζικο λαό. Οπως το 95% των Σενεγαλέζων, ο Ισμαήλ Λο είναι ένας μουσουλμάνος που κατάφερε να κρατήσει την πίστη, τη γλώσσα (Γουόλοφ) και την κουλτούρα του ζωντανή, παρά την πορτογαλική και γαλλική κατοχή της Σενεγάλης επί μακρόν. Εχει αφομοιώσει τα ανωτέρω συν την προς Γαλλία διασπορά των συμπατριωτών του, που αποτυπώνεται ευστόχως στα δύο γαλλικά τραγούδια του cd. Δύο στα δεκατέσσερα: μια καλή αναλογία επιμειξίας γλωσσών και πολιτισμών ύστερα από αιώνες αποικιοκρατίας! Από το βαθιά ταπεινό «Incha Allah» μέχρι τον αφρικάνικο ύμνο «Le Jola», η φωνή και η πλούσια αρμονία της ορχήστρας του Ισμαήλ Λο ακούγονται τόσο σημερινές, αλλά, ταυτοχρόνως, και τόσο βαθιά ριζωμένες στην αχανή μουσική κληρονομιά της Αφρικής.
…Στην οποία, θεωρητικώς, τουλάχιστον, οφείλουμε όλη τη μουσική του 20ού αιώνα: μπλουζ, τζαζ, σάλσα, ροκ, ρέγκε, χιπ-χοπ, σόουλ,… οτιδήποτε! Αυτό το… θεώρημα, αποτελεί και το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίσθηκε η υπόσταση του συγκροτήματος Africando. «Γιορτάζοντας» τη διασπορά της μαύρης φυλής αλλά και της μαύρης μουσικής, κάποιοι ευφυείς Κουβανοί εξόριστοι, που κατοικοεδρεύουν στο Παρίσι, έστησαν το συγκρότημα, με στόχο να γεφυρώσουν τα χιλιόμετρα που τους χωρίζουν από την Αφρική. Η λογική τους είναι απλή και πολύ… ταξιδιάρικη: ολόκληρη η (βαριά) κουβανέζικη μουσική κουλτούρα προήλθε από την Αφρική και από την άλλη, η παγκόσμια δημοφιλία της κουβανέζικης μουσικής φόρμας (σάλσα, ρούμπα, γκουαχίρα κ.λπ.), στα χρόνια 1950-1970, που συνέπεσε με την πολυπόθητη ανεξαρτησία των αφρικανικών κρατών, επηρέασε απίστευτα τις «αστικές» ηλεκτρικές μουσικές όλης της Αφρικής, από την Αιθιοπία ώς τη Σενεγάλη. Βρίσκοντας ουκ ολίγους Αφρικανούς εξόριστους και μετανάστες στο Παρίσι, οι προαναφερθέντες Κουβανοί μουσικοί σχημάτισαν τους Africando, κρατώντας οι ίδιοι τα ρυθμικά όργανα (ντραμς, κρουστά, μπάσο) και βάζοντας για… μπροστινούς διάφορους δεξιοτέχνες από τη Σενεγάλη, το Κονγκό, το Μπενίν και αλλού. Ως εκ τούτου, οι ρυθμοί είναι κουβανέζικοι, ενώ οι μελωδίες και τα λόγια αφρικάνικα – ένα «fiction» αποτέλεσμα, πουακούγεται τόσο νόμιμο και στέρεο, σαν να ήταν εδώ από πάντα!
Σε αντίθεση με τους Κουβανούς, οι γείτονές τους οι Τζαμαϊκανοί δεν χρειάζεται να παλέψουν για να τους πιστωθεί η οικουμενικότητα της μουσικής τους: όλος ο πλανήτης ξέρει τον Μπομπ Μάρλεϊ και όλοι οι ασπρουλιάρηδες από τους Police μέχρι τον… Μαργαρίτη έχουν, κατά καιρούς, αφομοιώσει τα ρέγκε τέμπα! Αρεσκόμενοι στην ακινησία (για ευνόητους λόγους), οι Τζαμαϊκανοί πραγματοποίησαν τη μουσική τους αυθαιρεσία πανεύκολα: ό,τι άκουγαν από τα τρανζιστοράκια τους το γύριζαν, για πλάκα, σε ρέγκε! Και όταν ο Μάρλεϊ έγινε παγκόσμιο αστέρι, δεκάδες συμπατριώτες του έλαμψαν και αυτοί όσο αναλογούσε στον καθένα. Αρκετούς τέτοιους… δευτεροκλασάτους, αλλά πολύ ενδιαφέροντες καλλιτέχνες, φιλοξενεί το 5ο cd της σειράς «Rare Grooves» (βλ. και «Καθημερινή» 24-6-07, με ηχογραφήματα κυρίως από τη μυθική για τη ρέγκε, δεκαετία του ’70. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο… υπεραυθαίρετος Κινγκ Τάμπι, γεννήτορας του dub (νταμπ), του ιδιώματος που οι Τζαμαϊκανοί πατεντάρισαν για… οικονομία (κλείνουμε τη φωνή και κάποια όργανα και «παίζουμε» με τον ρυθμό του τραγουδιού, δημιουργώντας ένα νέο ηχογράφημα!) και που, είκοσι πέντε χρόνια μετά έγινε παγκόσμιο ρεύμα. Οι bub ηχογραφήσεις του Κινγκ Τάμπι με τον Κάρλτον Πάτερσον, πριν από 30 χρόνια, που ακούγονται στο έτερο τζαμαϊκάνικο cd «Black & White In Dub», δειγματίζουν άψογα τη γέννηση αυτής της ηχητικής ιδιαιτερότητας, που φυσικά μόνο από την Τζαμάικα θα μπορούσε να προέλθει. Γιατί το dub, που στ’ αυτιά μας φαντάζει «θρασύ» και αυθαίρετο είναι απολύτως φυσιολογικό γι’ αυτό το μικρό νησί της Καραϊβικής, όπου όλα είναι αυθαίρετα!
Εχουν για Θεό τους τον… Χαϊλέ (Ρασταφάρι) Σελασιέ, κυκλοφορούν με ψευδώνυμα, όπως Κλιντ Ιστγουντ, Ντίλιγκερ, κ.ά., η εθνική τους ομάδα πέρασε σε τελική φάση Μουντιάλ (1998) χωρίς να έχουν εθνικό πρωτάθλημα και, στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Κάλγκαρι, παρ’ ολίγον να πάρουν μετάλλιο στο έλκηθρο, ενώ στη χώρα τους δεν έχει πέσει ποτέ χιόνι!!! Η επικράτηση του dub θα τους δυσκόλευε;
Βραζιλιάνικο φινάλε
Στον τελικό παγκόσμιο θρίαμβο της τζαμαϊκάνικης μουσικής, πέρα από τις γοητευτικές αυθαιρεσίες, έπαιξε σπουδαίο ρόλο και η γλώσσα που, παρά τις μετατροπές και μεταποιήσεις, είναι πάντοτε η αγγλική. Αλλες πλούσιες μουσικές κουλτούρες δεν έχουν τέτοιο προνόμιο, όπως π.χ. η βραζιλιάνικη, που χτισμένη πάνω στην πορτογαλική γλώσσα, δεν μπορεί να τύχει της αποδοχής που έχουν οι αγγλόφωνες ή οι ισπανόφωνες μουσικές σχολές. Χρειάζεσαι περισσότερα επιχειρήματα για να αποδεχθείς μια τέτοια αλήθεια; Καλώς! Ποιο ήταν το πρώτο βραζιλιάνικο τραγούδι που έμαθες; Μα, φυσικά, ένα από τα ελάχιστα αγγλόφωνα, το «The Girl From Ipanema», έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνοντας κάτι τέτοια, συγκρίνοντας την αποδοχή τους διεθνώς με την αντίστοιχη των αγγλόφωνων και ισπανόφωνων συναδέλφων τους από την Τζαμάικα, την Κούβα, την Αργεντινή και οπουδήποτε αλλού, βλέποντας λαμπρά αστέρια σαν τον Ντέιβιντ Μπερν, να χτίζουν καριέρες πάνω σε «δάνεια» από τη βραζιλιάνικη μουσική κ.ο.κ., οι σύγχρονοι μουσικοί αστέρες της Βραζιλίας, από τον Καρλίνιος Μπράουν μέχρι τον Βινίσιους Καντουάρια, καταφεύγουν όλο και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, σε αγγλόφωνες απόπειρες, χωρίς να εγκαταλείπουν και τη μητρική πορτογαλική γλώσσα. Αυτόν τον κανόνα, του δίγλωσσου δίσκου, ακολουθούν και οι εντυπωσιακά ταλαντούχοι και στυλάτοι Forro In The Dark, συνεπικουρούμενοι στο έργο τους από ονόματα σαν τον ίδιο τον Ντέιβιντ Μπερν ή τη σπουδαία τραγουδίστρια Μπέμπελ Τζιλμπέρτο. Τα δώδεκα τραγούδια τους, θα σου δώσουν μια καλή γεύση της σύγχρονης βραζιλιάνικης μεγαλούπολης, θα σε ποτίσουν με τον θόρυβο, την ένταση και τις αγωνίες της ζωής στις φαβέλες και θα σε πείσουν πως το δρομολόγιο αντιμετώπισης (ή αποφυγής) του μπλουζ της επιστροφής, πήγε πολύ πολύ μακριά και πως είναι ώρα για επιστροφή του κάθε κατεργάρη στον πάγκο του!