Πολύς λόγος γίνεται αυτές τις προεκλογικές ημέρες για τα «λαμπερά πρόσωπα», τα γνωστά ονόματα από τον χώρο της τέχνης -ή μάλλον της ψυχαγωγίας- που θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια.
Είναι θεμιτό και ωραίο να ασχολούνται οι καλλιτέχνες με την πολιτική, με τα κοινά. Εφόσον το κάνουν με ανιδιοτέλεια και επίγνωση, αυτό μπορεί να τους βοηθήσει να γνωρίσουν καλύτερα τον κόσμο και τον εαυτό τους και ίσως έτσι να γίνουν καλύτεροι καλλιτέχνες. Μόνο που στις μέρες μας το «καλός» έχει αντικατασταθεί από το «γνωστός». Οι καλλιτέχνες χωρίζονται στους λαμπερούς, δηλαδή τους τηλεοπτικά προβεβλημένους, και στους τηλεοπτικά απόντες, τους ανύπαρκτους. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους των γραμμάτων και των επιστημών.
Ενα παιδί δώδεκα ετών δεν θα δυσκολευτεί να μας παραθέσει δεκάδες ονόματα τηλεπαρουσιαστών, τραγουδιστών, ποδοσφαιριστών και ηρώων από καρτούν. Ισως όμως ένας ενήλικος να δυσκολευτεί να μας παραθέσει 10 ονόματα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, θεατρικών συγγραφέων, διευθυντών ορχήστρας ή σημαντικών επιστημόνων και διανοουμένων. Πριν από λίγες δεκαετίες δεν συνέβαινε το ίδιο, τουλάχιστον ως προς τον ενήλικο. Οχι ότι τότε οι άνθρωποι ήταν πιο μορφωμένοι και πιο έξυπνοι. Ομως η λεγόμενη «κοινή κουλτούρα» ήταν, καθώς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζαν ένα πιο ευρύ φάσμα ανθρώπινων επιτευγμάτων.
Αυτό υποστηρίζει ο Αμερικανός ποιητής Ντάνα Γκιόγια, πρόεδρος του Εθνικού Ταμείου για τις Τέχνες, ενός πολύ ισχυρού θεσμού, από μια άποψη ισοδύναμου με το ημέτερο υπουργείο Πολιτισμού. Ο ίδιος, παιδί μεταναστών, έμαθε στα εφηβικά του χρόνια για τον Αρθουρ Μίλερ, τον Τζον Στάινμπεκ, τη Λίλιαν Χέλμαν και τον Τζέιμς Μπάλντουιν μέσα από «εμπορικές» τηλεοπτικές εκπομπές. Μπορεί να μη γνώρισε το έργο τους, όμως κατάλαβε ότι αυτό που έκαναν είχε αξία.
Σήμερα, συνεχίζει ο Γκιόγια, κανένα παιδί της εργατικής τάξης ή παιδί μεταναστών δεν έχει την ευκαιρία να μάθει, μέσα από την τηλεόραση, να σέβεται την τέχνη και να ξεχωρίζει τους καλλιτέχνες από τους διασκεδαστές (όχι πως ένας διασκεδαστής δεν μπορεί να είναι σπουδαίος καλλιτέχνης).
Αυτό που έχουν πετύχει η ιδιωτική τηλεόραση και η βιομηχανία του λαϊφστάιλ και της «λάιτ» ψυχαγωγίας επιδοκιμάζεται, ενισχύεται και από την κομματική πρακτική της τοποθέτησης λαμπερών και αναγνωρίσιμων ονομάτων στα ψηφοδέλτια και μάλιστα, περιζήτητος στα ψηδοφέλτια δεν είναι μόνον ο καλλιτέχνης, αλλά και η κυρά του. Αυτό μπορεί να είναι κολακευτικό για τον μεμονωμένο καλλιτέχνη, όμως είναι υποτιμητικό και για την τέχνη και για τις γυναίκες και για τον λαό που καλείται να ψηφίσει την κυρία του κυρίου.
Η υποταγή στη δικτατορία της αναγνωρισιμότητας δείχνει πόσο θαμπή, μουντή και άξενη είναι η πολιτική δίχως τα λαμπερά ένθετα. Τη φτώχεια των ιδεών, των απόψεων και των προγραμμάτων, το κούφιο των αρχών, την κρίση στη σχέση των κομμάτων με τους πολίτες υπογραμμίζει αυτή η ανάγκη στήριξης στους λαμπερούς.
Η μεγάλη πρόκληση, η ωραία και δύσκολη, είναι το να γίνουν οι ιδέες και οι ελπίδες πιο λαμπερές, πιο ελκυστικές, πιο προσιτές και ενδιαφέρουσες από τα πρόσωπα.