Σινεφίλ
Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Σοκούροφ. Πρωταγωνιστούν: Γκαλίνα Βισνέφσκαγια, Βασίλι Σεβτσόφ, Ταΐσα Ζικάεβα, κ.ά.
Ενα ρώσικο στρατόπεδο στην άκρη μιας μικρής Τσετσένικης πόλης. Φαντάροι που περιφέρονται και ανάμεσά τους μια ευθυτενής, τρυφερή και επιβλητική, ηλικιωμένη που έχει πάει να επισκεφθεί το νεαρό, αξιωματικό, εγγονό της. Μια μπάμπουσκα, φιγούρα της Μητέρας – Ρωσίας, σε ένα κόσμο τόσο κοντινό και τόσο μακρινό μας, όπου τίποτα δεν συμβαίνει παρά μόνο μετακινήσεις στρατιωτών\\u0387 κι όμως, η ατμόσφαιρα εγκυμονεί μια έκρηξη που δεν έρχεται. Το κακό, υπάρχει, συμβαίνει, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ. Ισως γι’ αυτό η «Αλεξάνδρα» του Σοκούροφ, κυλά υποδόρια, απορροφάται αργά και, στο τέλος, εγκαθίσταται και κατακυριεύει. Στην ταινία δεν πέφτει ούτε μια σφαίρα, δεν υπάρχει καμία συμπλοκή, η βία υποβόσκει, δεν εκδηλώνεται. Εχει σφυρηλατήσει σώματα και κινήσεις, έχει αποτυπωθεί σε παραιτημένα, εξουθενωμένα, άδεια βλέμματα, στην προετοιμασία μιας αποστολής, στο άρμα μάχης που επανδρώνεται με «άγνωστο» προορισμό. Ο Σοκούροφ δημιούργησε στα ερείπια του Γκρόζνι ένα «no mans land». Ενα κόσμο συγκεκριμένο και ταυτόχρονα παγκόσμιο. Μια ταινία για τον πόλεμο στην οποία δεν ακούγεται ούτε ένας πυροβολισμός\\u0387 μόνο βλέμματα σα διασταυρούμενα πυρά, λίγες αποκαλυπτικές φράσεις (λέει η γιαγιά στον επικεφαλής αξιωματικό: «Μπορείτε να καταστρέφετε. Πότε θα μάθετε να χτίζετε;»), σχόλια που επαναλαμβάνονται υποδηλώνοντας σήψη: «πάντα μυρίζει κάτι εδώ», στην αρχή απορεί, σιγά σιγά συνηθίζει η αταίριαστη επισκέπτρια.
Πράγματι. Η Γκαλίνα Βισνέφσκαγια (θρύλος της όπερας) που ερμηνεύει μοναδικά τον επώνυμο ρόλο, κυκλοφορεί σα φάντασμα ανάμεσα σε ζωντανούς ή μήπως το αντίθετο. «Νόμιζα οτι ήσουν από’ δω. Οτι είμαι νεκρός», της λέει ένας φαντάρος. Στην ελάχιστη σε διάρκεια παραμονή της, περιφέρεται στο στρατόπεδο, σαν υπόμνηση μιας μητρικής αγκαλιάς, ρωτάει, ακούει, αρνείται κάθε ξεχωριστή περιποίηση ή φροντίδα. Με τον εγγονό της έχει να ιδωθεί 7 χρόνια. Η απόσταση δύσκολα καλύπτεται. Κι όμως αυτή η μηχανή πολέμου, θα ξεμπλέξει τα μακριά μαλλιά της γιαγιάς και θα τα βουρτσίσει.
Η Αλεξάνδρα θα περπατήσει και στο γειτονικό χωριό των Τσετσένων, στα ξεκοιλιασμένα κτίρια όπου προσπαθούν να στήσουν μια υποτυπώδη καθημερινότητα. Στα μάτια των νεαρών βλέπει κανείς να γεννιέται το αντάρτικο. Η ταινία έχει μια ακατανίκητη γοητεία, που στηρίζεται στη μονοχορδία των πλάνων, στην μονοχρωμία της εικαστικής παλέτας. Αψεγάδιαστη ώχρα, που εγκαταλείπεται μόνο για την αισιοδοξία ενός πρωινού, όπου το φως καταυγάζει το άυπνο πρόσωπο της γιαγιάς.
Ο ακραίος μινιμαλισμός του Σοκούροφ αναδίνει μια παγιωμένη μελαγχολία, βουτηγμένη στη σκόνη, την αποπνικτική ζέστη, τη μυρωδιά των φαντάρων. Ενα βαθύ, αμείλικτο, πολιτικό σχόλιο, για έναν «βρώμικο» πόλεμο, που κλείνει με έναν αναστεναγμό. Η Αλεξάνδρα γέρνει στο βαγόνι και αναστενάζει. Από ανακούφιση ή απελπισία;