Σύνδρομο στέρησης παθαίνουν πολλοί από εμάς όταν ξαφνικά χάσουν το κινητό τους ή χαλάσει η τηλεόρασή τους ή κοπεί για λίγες ώρες το ηλεκτρικό ρεύμα ή αφαιρεθούν οι πινακίδες του αυτοκινήτου τους. Και δεν αναφέρομαι σε οριακές περιπτώσεις, π.χ., το να κατοικεί κανείς στην ερημιά ή το να υπάρχει άρρωστος στο σπίτι ή το να χάσουμε ένα αρχείο στον υπολογιστή. Αμερικανοί επιστήμονες έχουν περιγράψει την αντίδραση μιας ολόκληρης οικογένειας που, στο πλαίσιο μιας έρευνας, αναγκάστηκε να περάσει λίγες μέρες χωρίς τηλεόραση: «τα μέλη της παραπατούσαν, βάδιζαν σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα».
Δύσκολα όμως μπορούμε να φανταστούμε πώς νιώθουν οι άνθρωποι που έχασαν τα ζώα, τα δέντρα, τα σπαρτά τους. Προχθές, σ’ ένα ρεπορτάζ της «Πρώτης γραμμής» (ΝΕΤ), από το Φανάρι της Ηλείας, τρεις-τέσσερις άνδρες του χωριού μίλησαν για τη δική τους επόμενη μέρα. Χωρίς κλάψες και αυτολύπηση, χωρίς επίθετα.
«Εσείς τι χάσατε;»
«Κάηκαν 600 μπάλες από σανό, τα ζώα γλίτωσαν, ο στάβλος κάηκε. Ομως σε λίγο τα ζωντανά θα αρχίσουν να γεννάνε, τι θα τα κάνω;»
Ενας άλλος: «Μόνο για τριφύλλι, είχα δώσει 4.500 ευρώ. Τα 3.000 ευρώ που δίνουν τώρα είναι μόνο για τσιγάρα μετά τι γίνεται».
«Θα μείνετε στο χωριό;» ρωτά η ρεπόρτερ.
«Εδώ θα μείνουμε, θα παλέψουμε με πείνα, φτώχεια, δυστυχία».
Και όλοι τους συμφωνούν ότι όση χρηματική αποζημίωση κι αν λάβουν, θα αναγκαστούν να δανειστούν, αφού κάηκαν οι κόποι πολλών χρόνων. «Ηδη χρωστάμε στην Αγροτική Τράπεζα και θ’ αναγκαστούμε να δανειστούμε ξανά. Ομηροι στις τράπεζες μια ζωή».
Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι κομματικά καθοδηγούμενοι ή έχουν κουράγιο να παίξουν θέατρο μπροστά στην κάμερα. Είναι αυτονόητο ότι η απώλεια της ανθρώπινης ζωής είναι η πιο βαριά και ανεπανόρθωτη, όμως και οι μικρότερες πληγές μπορεί να είναι ολέθριες για εκείνους που ζουν από την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης.
Σ’ ένα διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα συναντάμε την αφήγηση ενός καμπίσιου, ενός γεωργού στη Θεσσαλία, που το χωριό του, το Τατάρι, είχε τρία χρόνια να δει σιτάρι, να δει σοδειά: «Θέρος έπεσε σε ανθρώπους και σε ζα. Μου θέρισε και μένα δύο παιδιά. Αμ’ ποιος λογιάζει τα παιδιά; Ολοι τα ζα μας κλαίγαμε, που ήταν η μοναδική κυβέρνια μας! Σαν έχης ζα, και παιδιά ‘χεις, άμ’ σαν χάσης τα ζα, έχασες και τα παιδιά σου. Τι θα τους δώσεις να φάνε;»
Αυτά συνέβαιναν πριν από ενάμιση αιώνα, η κατάσταση σήμερα είναι εντελώς διαφορετική, όμως αυτός ο σπαρακτικός μονόλογος μάς βοηθά να κατανοήσουμε τη σχέση του αγρότη με τα ζώα και τη γη.
«Τι θα κάνετε τα 3.000 ευρώ;» ρωτούσαν οι ρεπόρτερ τους ανθρώπους που είχαν στηθεί στις ουρές έξω από τις τράπεζες του Πύργου.
«Ζωοτροφές», έλεγαν αρκετοί. Καλαμπόκι για τις κότες, σανό, τριφύλλι.
Κι ένα γεροντάκι, με φιλάρεσκο χαμόγελo: «Να πάμε να πάρουμε και κανένα παντελόνι, βρε παιδιά!»