Προσωπα

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θυμάμαι εκείνες τις άλλες μέρες του Αυγούστου. Ναι, Αύγουστος ήταν και τότε, εν έτει 2004. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες βρίσκονταν στο φόρτε τους, είχε προηγηθεί μια πολυδάπανη προετοιμασία και ο καθένας πάσχιζε -ανεξάρτητα από τα πιστεύω του- να αποδείξει ότι τούτος ο τόπος αξίζει τους επαίνους.

Θυμάμαι σαν να ‘ναι τώρα, λίγο μετά τη λήξη των αγώνων, το δημοσίευμα των «Τάιμς» του Λονδίνου (μια εφημερίδα που μας έσερνε πολλά καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας). Τίτλος του, «Ντροπή μας που τόσο λίγο πιστέψαμε σε σας. Οι Ελληνες τα κατάφεραν με στυλ».

Ηταν ένα απολογητικό άρθρο με την εξής κατάληξη: «Τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης σας υποτίμησαν. Είχαμε πει ότι αυτοί οι αγώνες θα είναι καταστροφή, αλλά ήταν θρίαμβος. Είχαμε πει ότι οι συγκοινωνίες θα κατέρρεαν εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού και αυτές δεν κατέρρευσαν. Είχαμε πει ότι τα στάδια δεν θα ολοκληρώνονταν, κι αυτά παραδόθηκαν στους αθλητές μικρά αριστουργήματα. Είχαμε πει ότι θα υπάρξουν προβλήματα ασφαλείας και δεν υπήρξαν. Και οι ίδιοι οι Ελληνες ήθελαν να κάνουν τους ξένους που συμμετείχαν στη λαμπρή τελετή έναρξης να αισθανθούν καλά. Εδειχναν να μην έχουν ενοχληθεί από τον τρόπο που ο ξένος Τύπος τους είχε αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό κι εμείς, ως εφημερίδα, λέμε ότι τα επιτεύγματά τους μας έκαναν υπερήφανους».

Κι εμείς, οι Ελληνες πια, πραγματικά εξουθενωμένοι, τελειώσαμε πανηγυρικά, όπως τελείωναν στην Αρχαία Ρώμη τις ιπποδρομίες, με κραυγές και επαίνους για τους νικητές, τους διοργανωτές, ενώ προηγουμένως είχαμε επιτρέψει να μας κατασπαράξουν τα σύγχρονα άγρια θηρία. Είμαστε όμως μεγαλόψυχοι και γενναιόδωροι άνθρωποι. Στο κάτω κάτω, μπορεί να ‘χαμε ξοδέψει τα μαλλιοκέφαλά μας, μπορεί να ‘χαμε υποθηκεύσει το μέλλον μας, αλλα είχαμε κάνει το κομμάτι μας. Και ο Ελληνας, πολλές φορές ζει για να κάνει το κομμάτι του και μόνο.

Θυμάμαι ότι την επομένη της τελετής λήξης, αναρωτιόμουν στις συζητήσεις με φίλους κατά πόσον η φρενίτιδα εκείνων των τριών εβδομάδων, η αποθέωση της εθνικότητας, το κυνήγι της ποιότητας, η υπερβολή των πυροτεχνημάτων και η επίπλαστη ευφορία των πολλών, η εντυπωσιακή πάλη της ίδιας της Ελλαδος με τα πλοκάμια της διπλής προσωπικότητάς της, αν όλα αυτά θα αποτελούσαν την αφετηρία μιας ανοδικής πορείας. Αν η συσσωρευμένη πείρα εκείνης της εποχής θα μετουσιωνόταν στον αναγκαίο για τη διακυβέρνηση μιας μικρής χώρας ορθολογισμό.

Σήμερα, και πάλι καταμεσής του μήνα Αυγούστου, έχω την αίσθηση ότι εκείνος ο θρίαμβος ήταν το απόλυτο φιάσκο. Ενας αφελής, καλοκάγαθος γίγαντας με ξύλινα πόδια και η άτιμη η φωτιά, μια ύπουλη ερωμένη που ήρθε κι έκανε το ξύλο να λαμπαδιάσει. Σήμερα πια, σύγχρονα ήθη και μύθοι, πράξεις και παραλείψεις μας, σπουδή και ολιγωρία, κρατικό και κοινωνικό ενδιαφέρον τίθενται ξανά στο μικροσκόπιο της σκέψης. Η αέναη ευφορία, η καταφυγή σε ηδονιστικά σύνολα, σε βιταμινούχα σκευάσματα, σε γιόγκα και μπόντι μπίλντινγκ, η διαρκής απογύμνωση του πνεύματος, όλα πρότυπα μιας ντοπαρισμένης κοινωνίας οφείλουν να αναθεωρηθούν. Να τεθούν πάνω σε νέες πολύ πιο ισορροπημένες βάσεις, σε απόσταση ασφαλείας από τον συνήθη ευδαιμονισμό, ο οποίος, ίδιον ενός παρεξηγημένου καταναλωτισμού, υπάρχει για να ποδηγετεί τη βελτίωση του ακριβού εαυτού μας.

Σήμερα αισθάνομαι ότι η εικόνα της ισχυρής Ελλάδας, της πατρίδας που μπορεί να διεκδικεί θέση στον ισχυρό πυρήνα της Ευρωπαšκής Ενωσης, της χώρας που έχει κάθε λόγο να είναι μπροστάρισσα στα Βαλκάνια, που συνομιλεί χωρίς φόβο και πάθος με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, που αναλαμβάνει ρόλο εξισορροπητικό ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Τουρκία και σπεύδει αρωγός στις συμφορές άλλων λαών, αυτή η εικόνα λοιπόν σκεπάστηκε από τη στάχτη.

Πασχίζω με τα δάχτυλά μου να την καθαρίσω, να την απαλλάξω από τη βρωμιά, μα αυτή έχει γίνει ένα με την εικόνα. Και πάνω που η σθεναρή μνήμη καταφεύγει στην Ελλάδα των Νόμπελ, του Καζαντζάκη, του Καβάφη, του Σικελιανού, του Ελύτη, αυτόματα κάνει στροφή και επιστρέφει στις διηγήσεις των χιλιάδων προσφύγων που έφτασαν κάποτε από τη Μικρά Ασία. Μόνοι, χωρίς νοικοκυριά, με λίγα κοσμήματα κρυμμένα στα εσώρουχα κάποιων παιδιών, κυνηγημένοι από θεούς κι ανθρώπους, θύματα πολιτικών λαθών και ιστορικών συγκυριών. Θυμίζει κάτι αυτό;

Τα χρόνια που ακολούθησαν τη σπουδαία περίοδο της μεταπολίτευσης, έγιναν αφορμή για μια ανοδική, οραματική πορεία της χώρας. Μόνο που γρήγορα μοιάσαμε με πρόβατα που ο βοσκός τάφησε να ροβολάνε στην ανοικτή πεδιάδα. Αρπάξαμε ό,τι μας τύχαινε μπροστά, δίκαια ή άδικα, λαδώσαμε το εντεράκι μας, ανεβήκαμε τις κλίμακες, υπερφαλλαγγίσαμε συναθρώπους μας εν ψυχρώ, αδιαφορήσαμε για το αναγκαίο ήθος, (πολιτικό και μη) διδάξαμε στα παιδιά μας να διεκδικούν επιθετικά, τα εθίσαμε στην απληστία, τους είπαμε ότι «όσα βλέπει το μάτι σας μπορούν να γίνουν δικά σας». Υποβαθμίσαμε τις σπουδές τους, ανακαλύψαμε τα ορθάδικα και τα διάφορα χορευτάδικα, κάνουμε επίγειους θεούς τις τράπεζες και χιλιοδανειστήκαμε για να ικανοποιήσουμε έναν άκρατο υλισμό, γίναμε φαύλοι, οικοπεδοφάγοι, καταπατητές, κομπιναδόροι, συνωμοσιολόγοι, άνθρωποι χωρίς οραματισμούς, κομματιασμένες ψυχές. Κι όλα αυτά σε βάρος μιας πατρίδας που δεν είχε τα φόντα για να μας κουβαλήσει στις πλάτες της.

Τώρα εφευρίσκουμε εξυπνακίστικες λέξεις για να δικαιολογήσουμε το ξεχείλωμα του είναι μας. Μιλάμε για «ασύμμετρη» απειλή από τη στιγμή που γίναμε μόνοι μας ασύμμετροι πολίτες, ασύμμετροι πολιτικοί, σ’ ένα ασύμμετρο κράτος και φυσικά ασύμμετρο περιβάλλον. Θέλω πίσω τον Αύγουστο του 2004, έστω και ως φάρσα. Να αναφερθώ στις εκλογές; Α, όχι, δεν δύναμαι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή