Ενα επίκαιρο μυθιστόρημα ηλικίας 83 ετών

Ενα επίκαιρο μυθιστόρημα ηλικίας 83 ετών

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κώστας Παρορίτης

Ο κόκκινος τράγος

Εισαγωγή: Κ. Γ. Παπαγεωργίου

εκδ. Αλεξάνδρεια

«… Για τα έργα της Τέχνης ο όρος «ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ήτανε στον καιρό του ζωντανό, που είχε αλήθεια και ξύπνησε συνειδήσεις», έλεγε ο Κώστας Βάρναλης. Και η άποψή του αυτή ισχύει απόλυτα για πολλά έργα της πεζογραφίας των αρχών του 20ού αιώνα, που λειτούργησαν στην εποχή τους, αλλά στη συνέχεια, για λόγους αισθητικούς ή/και πολιτικούς, περιέπεσαν στη λήθη. Ενα από αυτά είναι και ο «Κόκκινος τράγος» του Κώστα Παρορίτη (ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα, 1878 – 1931).

Εκπαιδευτικός, φανατικός ψυχαρικός και σοσιαλιστής που επέμενε να συνδέει το γλωσσικό ζήτημα με την πολιτική, ο Παρορίτης επηρεάστηκε από τον γαλλικό και τον ρωσικό ρεαλισμό, αλλά και τον Γκαίτε και τις απόψεις του για τη λυτρωτική λειτουργία της τέχνης, με βάση το πρόταγμα «φως και αλήθεια».

Καταδικασμένος κόσμος

Κινούμενος στο χώρο της προοδευτικής, δημοτικιστικής λογοτεχνίας υποστήριζε με πάθος την άποψη ότι «Ιδέα και Τέχνη δεν είναι πράγματα χωριστά» και ήθελε να απεικονίσει ρεαλιστικά την κοινωνία της εποχής του, την ταξική δομή και διαστρωμάτωσή της και να καταγγείλει την αδικία και τη διαιώνισή της από την αστική τέχνη – μια τέχνη, κατά την άποψή του, ανώδυνη και με ημερομηνία λήξεως στον μελλοντικό, δίκαιο κόσμο της εργατιάς.

Τα έργα του είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να υπηρετήσουν αυτούς τους στόχους, ειδικά τα μυθιστορήματά του όπως ο «Κόκκινος τράγος», που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1924 και επανεκδίδεται σήμερα με κατατοπιστική εισαγωγή του Κ. Γ. Παπαγεωργίου. Ο «Κόκκινος τράγος» είναι ένα καφενείο στην Αθήνα του Εθνικού Διχασμού, το 1916 – 1917, όπου μαζεύονται κάποιοι φτωχοί διανοούμενοι και εργάτες. Ενας ξυλουργός που φτιάχνει κιβούρια, άρρωστος και κακοπαθημένος, με το χαρακτηριστικό παρωνύμιο Λείψανος, μια νεαρή δασκάλα, η Μηλίτσα, κι άλλος ένας δάσκαλος, ο Στέφανος, απολυμένοι κι οι δυο, ένας εργάτης ερωτευμένος με τη Μηλίτσα, ο Κοντάρας. Πάνω τους πλανιούνται δύο φαντάσματα εξίσου φονικά, της στρατιωτικής αναμέτρησης του βασιλιά με την Αντάντ, του αποκλεισμού, της πείνας από τη μια και της εισόδου της χώρας στον πόλεμο από την άλλη. Συμπληγάδες πέτρες που λιώνουν τους ανίσχυρους, ανυπεράσπιστους απλούς ανθρώπους: ο Λείψανος συλλαμβάνεται ως αντιβασιλικός και φυλακίζεται την ώρα που καλείται να δώσει τη μάχη με την αρρώστια του για να ζήσει· η Μηλίτσα πεθαίνει από την πείνα. Ο Στέφανος εξανίσταται καθώς διορθώνει για να ζήσει ποιήματα για λουλούδια και έρωτες και κριτικές ενάντια στην στρατευμένη τέχνη. Την ίδια ώρα, ο νεαρός φοιτητής Μαρίνος, που τυχαία γνωρίζεται με τον Λείψανο, κάνει πλιάτσικο στους νεκρούς και αγοράζει ένα πορνείο από ένα κυβερνητικό στέλεχος. Μόνο που η μοίρα τον εκδικείται με το χειρότερο τρόπο και η απελπισία μαζί με τις τύψεις τον οδηγούν, με υψηλότατο τίμημα, μακριά από τη σήψη που αρχικά επέλεξε. Στο κέντρο της πόλης, καταμεσής στο δρόμο, υψώνεται ρημαγμένο το σπίτι ενός μεγαλοπαράγοντα και μολύνει τη γειτονιά. Ενα πουλί εμφανίζεται να κουρνιάζει στα χαλάσματα. Ο Λείψανος θα βάλει φωτιά στο σύμβολο αυτό της δυστυχίας που έχει επηρεάσει καθοριστικά και τη δική του μοίρα και θα χαθεί στην πυρκαγιά κι ο ίδιος.

Κοφτερή ματιά

Ο Παρορίτης περιγράφει ανάγλυφα την πραγματικότητα του Διχασμού για ένα κομμάτι του λαού, το ημισυνειδητό, την περίοδο εκείνη, προλεταριάτο, που αντιλαμβάνεται την πατρίδα και τη ζωή με τρόπο αλλιώτικο από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα – και οι υπόλοιποι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την ίδια περίοδο, από τον Τραυλαντώνη και τον Βουτυρά ως τον Πετσάλη – Διομήδη το είχαν λιγότερο ή περισσότερο παραγνωρίσει. Στα ενδιαφέροντα αφηγηματολογικά στοιχεία του έργου ανήκει η επιλογή του συλλογικού ήρωα, της παρέας, στην παραδοσιακή θέση του πρωταγωνιστή. Από την άλλη, εύκολα εντοπίζει κανείς τις αδυναμίες στην οικοδόμηση του μυθιστορήματος, τη σχηματικότητα των χαρακτήρων, την απλουστευτική συμβολική του έργου, με το παλιό σπίτι και το πουλί να κυριαρχούν ως εικόνες του παλιού, διεφθαρμένου κόσμου, το μανιχαϊσμό των κρίσεων και το διδακτισμό των περί τέχνης και περί πολιτικής αποφάνσεων και τις δημοτικιστικές γλωσσικές υπερβολές.

Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, το κείμενο του Παρορίτη δεν το διασώζει μόνο η λειτουργία του στην εποχή του ούτε η ιστορική του διάσταση. Το κρατάει ζωντανό η κοφτερή ματιά του συγγραφέα, που απεικονίζει καταστάσεις διαφθοράς, κενού φανατισμού, φαρισαϊσμού και γνήσιας απελπισίας τις οποίες συναντάμε απαράλλαχτες ώς σήμερα. Η συζήτηση για το ρόλο της τέχνης, για τη στράτευση και τα όριά της και για την καθαρή τέχνη, δεν έχει μπει τελεία, αλλά αντιθέτως αναζωπυρώνεται σήμερα στις νέες συνθήκες με νέα διακυβεύματα. Οι ζωντανές νατουραλιστικές περιγραφές, της πορνείας και της εξαθλίωσης εν γένει των εργατικών στρωμάτων. Και, κυρίως, το γεγονός ότι οι ήρωές του, εντέλει, είναι εξ ορισμού ηττημένοι, σαν καταδικασμένοι εκ των προτέρων στην αποτυχία και το χαμό. Και προσομοιάζουν μάλλον στους «Μοιραίους» του Βάρναλη και στους ντοστογιεφσκικούς ήρωες παρά στον σοσιαλιστικό θετικό ήρωα. Ετσι, ο «Κόκκινος τράγος», υπερβαίνοντας τις προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα του που πρέσβευε μιαν αισιόδοξη σοσιαλιστική λογοτεχνία για τις μεγάλες μάζες, επιβεβαιώνει τον πλούτο και την ποικιλομορφία της προοδευτικής νεοελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου, πριν από την ισοπεδωτική κατίσχυση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή