Οψεις

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον περασμένο μήνα, το πρώτο άλμπουμ ενός εφηβικού τρίο από την αγγλική ενδοχώρα έφτασε στην κορυφή της λίστας επιτυχιών. Το «We’ll Live and Die in These Towns» των Enemy περιέχει 11 οργισμένα τραγούδια, που όλα φαίνεται να έχουν σκηνικό τη γενέθλια πόλη του γκρουπ, το Κόβεντρι – όπου η ζωή των νέων δεν ακούγεται καθόλου ευχάριστη και η χαμηλόμισθη απασχόληση δεν προσφέρει καμιά παρηγοριά. Οι στίχοι δεν είναι ιδιαίτερα κομψοί, αλλά όταν μιλάνε για τη δουλειά, η άποψή τους βγαίνει ξεκάθαρη. Οπως παραστατικά λέει ένα τραγούδι: «Να φοράω ετικέτα με τ’ όνομά μου δεν μ’ αρέσει / οι πωλήσεις δεν είναι η δουλειά που μου ταιριάζει».

Τα τελευταία χρόνια, η τάση αυτή κοινωνικού σχολιασμού στην ποπ μουσική έχει ενισχυθεί. Το 2005, το γκρουπ Futureheads από το Σάντερλαντ έκανε το ντεμπούτο του με ένα σαρκαστικό τραγουδάκι με τίτλο «First Day»: «Καλωσόρισες στην πρώτη σου δουλειά! Είμαστε ευτυχείς να σ’ έχουμε στην ομάδα μας!» Λίγο αργότερα, οι συνομήλικοί τους Rakes βγήκαν με ένα άλλο κυνικό σινγκλ, το 22 Grand Job, κι έναν αυτοσχέδιο ύμνο στη ματαιοπονία με τίτλο «Work Work Work (Pub Club Sleep)». Στο «Oh My God» των Kaiser Chiefs, ο τραγουδιστής φτάνει στο ναδίρ με το στίχο «Δουλεύεις μ’ ένα πουκάμισο που έχει πάνω τ’ όνομά σου». Το άλμπουμ των Young Knives, «Voices of Animals and Men», υποψήφιο για το φετινό βραβείο Μercury, τείνει συχνά να μεταλλάσσεται σε μανιφέστο για το άγχος της δουλειάς και τον πανταχού παρόντα πειρασμό «Δήλωσε άρρωστος / βγες για μια βόλτα».

Υπάρχει, βέβαια, μακρά παράδοση γκρίνιας για τον μόχθο του μεροκάματου στην ποπ τραγουδοποιία: έχουμε μεταξύ άλλων το κλασικό «Summertime Blues» του Εντι Κόχραν, το πανκ αριστούργημα «Career Opportunities» των Clash, ακόμα κι ένα τραγούδι της Σίλα Μπλακ, που αργότερα το είπαν οι Smiths, το «Work Is a Four Letter Word». Ομως τα σημερινά «εργατικά» τραγούδια τείνουν να δίνουν έμφαση σε κάτι ιδιαίτερο: τη ζωή στον τομέα των υπηρεσιών, και εκείνο το χάσμα ανάμεσα στη λαμπερή εταιρική πρόσοψη και την γκρίζα πραγματικότητα της πολύωρης δουλειάς, της χαμηλής αυτοεκτίμησης και των ανύπαρκτων προοπτικών. Μερικά εστιάζουν στον «υπόκοσμο» των χαμηλόμισθων· άλλα στους εφιάλτες των μικρομεσαίων υπαλλήλων. Και στις δυο περιπτώσεις, τονίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό είδος δουλειάς και το γεγονός ότι πάρα πολλές ζωές είναι εξαρτημένες από το δεύτερο.

Το να πετάγεσαι από την ανεξάρτητη ροκ δισκογραφία στις εκθέσεις του Ιδρύματος Εργασίας μπορεί να φαίνεται αυθαίρετο, αλλά ένα έγγραφο του 2005 με τίτλο An Agenda for Work εξηγούσε ίσως γιατί επρόκειτο να ξεσπάσει αυτό το κύμα παραπόνων σχετικών με τη δουλειά. Υπάρχουν, αναφέρει, πειστικές ενδείξεις «ότι η ποιότητα της εργασίας έχει πέσει σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια». Οι εργαζόμενοι, υποστηρίζει, αναφέρουν «δυσαρέσκεια με τα ωράρια εργασίας, δυσκολίες στον συνδυασμό της δουλειάς με τις ευθύνες για φροντίδα εξαρτημένων από αυτούς προσώπων… Λιγότερες δυνατότητες να επηρεάσουν το εργασιακό τους περιβάλλον, περισσότερο στρες και περισσότερη πίεση». Δυστυχώς, οι πολιτικοί μας δεν φαίνονται διατεθειμένοι να τα λάβουν αυτά υπόψη τους. «Τα ζητήματα που σχετίζονται με την ποιότητα της εργασίας δεν εμφανίζονται στην πολιτική ατζέντα εδώ και πολύ καιρό» αναφέρει η έκθεση. Πράγματι: η πολιτική συζήτηση βλέπει κατά κύριο λόγο την εργασία σαν ένα χώρο όπου πρέπει βιαστικά να παρκάρουν τους μακροχρόνια άνεργους και τους επικίνδυνα ανήσυχους νέους. Πέρα από αυτό, κυριαρχεί μια αμήχανη σιωπή.

Παρότι οι πολιτικοί οχυρώνονται πίσω από τη σιωπή, τη χρονιά αυτή έχουμε περισσότερες αποδείξεις ότι εφόσον δεν ανοίξουν τον δρόμο για μια ουσιαστική συζήτηση περί εργασίας, η συζήτηση αυτή μπορεί να ξεπηδήσει στο πεδίο της κουλτούρας. Πριν από δεκαέξι χρόνια, ο συγγραφέας Ντάγκλας Κούπλαντ όρισε τη McJob ως «δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών με χαμηλές αποδοχές, χαμηλό κύρος, χαμηλή αξιοπρέπεια, χωρίς μέλλον, η οποία συχνά θεωρείται ως ευκαιρία απασχόλησης από ανθρώπους που δεν έχουν άλλες τέτοιες ευκαιρίες». Το 2001, το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης πρόσθεσε ένα λήμμα σύμφωνο με τον ορισμό του Κούπλαντ στη διαδικτυακή εκδοχή του.

Πριν από δύο μήνες, η Μακντόναλντ’ς αποφάσισε καθυστερημένα να αντεπιτεθεί, ξεκινώντας μια καμπάνια με τίτλο «Αλλάξτε τον ορισμό» και επιμένοντας πως η μέση θέση εργασίας στην εταιρεία «είναι ενδιαφέρουσα, οικονομικά ικανοποιητική και προσφέρει γνήσιες δυνατότητες για σταδιοδρομία και δεξιότητες που διαρκούν μια ζωή». Αυτή, όπως φαίνεται, είναι η μεταμοντέρνα άποψη για την πολιτική της εργασίας: ένας αγώνας όχι για τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών, αλλά απλώς των αντιλήψεων.

Το αν τα ταχυφαγεία προσφέρουν λαχταριστές καριέρες είναι ένα θέμα που συζητείται σε βάθος αλλού, αν και το ετήσιο ποσοστό 67% στην «ανανέωση» του προσωπικού τους δίνει μια γρήγορη απάντηση. Καλύτερα να δούμε μερικές άλλες στατιστικές, που υποδεικνύουν μια πολύ μεγαλύτερη δυσφορία. Η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόσφατα την εκπόνηση σχεδίων για να κάνει τη σχολική εκπαίδευση ή τη μαθητεία σε χώρους εργασίας υποχρεωτική για τους εφήβους από 16 έως 18 ετών μέχρι το 2013. Οι σχετικές έρευνες όμως δείχνουν ότι η «εργασιακή μαθητεία» μπορεί να καταλήξει να είναι μια πρώιμη είσοδος στο αδιέξοδο της εκμετάλλευσης. Σε τομείς όπως η προνηπιακή φροντίδα, οι λιανικές πωλήσεις και η εργασία γραφείου, οι αμοιβές των εφήβων μαθητευόμενων συχνά δεν ξεπερνάνε τις 80 στερλίνες την εβδομάδα. Καθώς ανεβαίνουμε στο ηλικιακό φάσμα, οι δυνατότητες απόκτησης εργασιακής εκπαίδευσης ή εμπειρίας είναι συχνά σχεδόν ανύπαρκτες: σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, τρεις στους δέκα νεαρούς εργαζόμενους ανέφεραν ότι «οι πολλές ώρες εργασίας και το στρες» τούς εμποδίζουν να αξιοποιήσουν τέτοιες ευκαιρίες. Η όποια συζήτηση γίνεται για την ανεπάρκεια των εργασιακών δεξιοτήτων στους νέους, επικεντρώνεται στο εκπαιδευτικό σύστημα – τι γίνεται όμως όταν οι ίδιες οι επιχειρήσεις, με τις συνθήκες που επιβάλλουν, διαιωνίζουν την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος;

Στο μεταξύ, πολλά έτη φωτός μακριά από τους χώρους λήψεως πολιτικών αποφάσεων, πλήθος φωνών υψώνονται τραγουδώντας. «Θέλω να ξυπνάω το απόγευμα», λένε οι Enemy σ’ ένα από τα πιο οργισμένα «εργατικά» τραγούδια τους, «να βλέπω βλακείες στην τηλεόραση και ν’ ακούω τ’ αγαπημένα μου τραγούδια». Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή