Ο Ροντέν ως φιλόσοφος

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αuguste Rodin, «Η τέχνη», μετάφραση (από γαλλικά): Aline Karalczak – Γιώργος Αραμπατζής και δύο κείμενα του Reiner Maria Rilke για τον Ροντέν, σε μετάφραση της Ανίτας Συροπούλου, εκδόσεις Scripta, Αθήνα 2006, σελ. 364.

Μέσα στην αποδομητική και μεταμοντέρνα μανία των πάντων σχεδόν στην εποχή μας, βιβλία σαν και αυτό (ηλικίας σχεδόν ενός αιώνα), στέρεα και ουσιαστικά, μας πάνε πίσω στις πηγές της γνώσης, της επιστήμης και της τέχνης, μας τέρπουν αναδρομικά και μας παρηγορούν για την επιβράδυνση στη διαβλεπόμενη καθολική έκλειψη της κριτικής σκέψης. Το ίδιο περίπου είχε συμβεί και με την καθυστερημένη κατά δύο αιώνες μεταφορά στη γλώσσα μας του θεμελιώδους έργου του Schiller για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου και πολλά χρόνια για το καταστατικής αξίας βιβλίο του Kadinski για το πνευματικό στην τέχνη.

Πρόκειται ουσιαστικά για μια σύνθεση από σειρά συνεντεύξεων, που είχε δώσει ο μεγάλος δημιουργός της γλυπτικής στον τεχνοκριτικό Paul Gsell, όπου αποδεικνύεται ότι ο Ροντέν εκφραζόταν περισσότερο ως φιλόσοφος παρά ως τεχνίτης και μάλιστα φιλόσοφος με πλατωνική υποδομή, όπως μας πείθει ήρεμα ο συν-μεταφραστής Γιώργος Αραμπατζής στην εισαγωγή (μόνο που αυτή θα ‘πρεπε να τιτλοφορείται Πρόλογος στην ελληνική έκδοση, γιατί ποτέ δεν προηγείται η εισαγωγή του προλόγου).

Το βιβλίο, εκτός από πρόλογο και εισαγωγή, περιλαμβάνει έντεκα κεφάλαια, μια «Διαθήκη» (που συνοψίζεται στην αγάπη και τη φύση και την ειλικρίνεια – «Deus sive natura»), το επίμετρο με τα δύο κείμενα του Ρίλκε, κατάλογο εικόνων και περιεχόμενα (χωρίς ευρετήριο, φευ! Εργο «αναφοράς» σαν αυτό χάνει έτσι μεγάλο μέρος της αξίας του).

Τρεις είναι οι (υποκειμενικοί) κύριοι άξονες ενδιαφέροντος: α) Ο Ροντέν και οι αρχαίοι Ελληνες. β) Ο Ροντέν και οι μεγάλες φυσιογνωμίες της τέχνης και της διανόησης στη Γαλλία και στον κόσμο τότε. γ) Η συναρπαστική μαρτυρία του εφάμιλλού του στην ποίηση R. M. Rilke, που υπήρξε για λίγο και γραμματέας του. Η σχέση του προς την αρχαία γλυπτική, τέχνη, τεχνική και αισθητική (ως κλάδος της φιλοσοφίας) είναι εφάμιλλη της αγωνίας του να απελευθερώσει τη μορφή από την ύλη. Ο ζωντανός και αδιάλειπτος εσωτερικός του διάλογος με την κλασική, ιδιαίτερα την ελληνική αρχαιότητα, είναι διάχυτος παντού, αλλά κορυφώνεται στο 10ο κεφάλαιο: «Φειδίας και Μιχαήλ Αγγελος» και τα έργα του «Θηλυκός Κένταυρος», «Η Αφροδίτη της Μήλου», «Ο Σάτυρος του Πραξιτέλους» και το μαρμάρινο αντίγραφο του «διαδούμενου του Πολυκλείτου» και ένα απόσπασμα από το 6ο κεφάλαιο («Η ομορφιά της γυναίκας»): «Οι Ελληνίδες ήταν ωραίες, αλλά η ομορφιά τους βρισκόταν κυρίως στη σκέψη των καλλιτεχνών, που τις απεικόνιζαν» (σελ. 116).

Ως προς τις μεγάλες φυσιογνωμίες, που είτε «κοινώνησαν» του έργου του Ροντέν από κοντά είτε ευτύχησαν να ασχοληθεί μαζί τους, αξίζει να αναφερθούν οι Μπαλζάκ (που του φιλοτέχνησε και το ρωμαλέο… αναστάσιμο μνημείο), ο Βίκτωρ Ουγκό (το «Χωρίς τις Μούσες» παρομοιάστηκε με συμφωνία του Μπετόβεν!), ο λαμπρός αρχαιολάτρης μαθητής του, ο Φερ. Μπροντέλ (που μας άφησε και μια ροντενικής στιβαρότητας «Κεφαλή του Ροντέν»), ο Ανατόλ Φρανς (τόσο διαφορετικός στην εμφάνιση και τόσο παραπληρωματικός σε σχέση με τον Ροντέν!) και το πικάντικο επεισόδιο με την Ισιδώρα Ντάνκαν (γνωστό από τα Απομνημονεύματά της). Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι τόσο διάσημα όσο «Το φιλί», «Οι Πρόκριτοι (;) του Καλαί» και «Ο σκεπτόμενος», αλλά και αυτά δημιουργούν ιστορία.

Η έκπληξη του βιβλίου είναι το Επίμετρο του Ρίλκε για τον Ροντέν. Αυτό το συναπάντημα του τότε μεγαλύτερου ίσως ποιητή με τον μεγαλύτερο εργάτη της πέτρας και του χαλκού μπορεί να παραβληθεί μόνο προς τη συνεργασία του Φειδία με τους Ικτίνο και Καλλικράτη στον Παρθενώνα και του Μπετόβεν με τον Schiller για την «Ωδή στη χαρά» (τον «Εθνικό Υμνο» της Ε.Ε.!). Και στο βιβλιαράκι του 1903 και στη διάλεξη του 1907, ανάμεσα στα άλλα ευθύβολα και διεισδυτικά του Ρίλκε, μαθαίνουμε γιατί ο Ροντέν «πουθενά δεν μπόρεσε να συνεργασθεί και κανείς δεν εργάστηκε μαζί του» (σελ. 355). Ηταν μοναχικός σαν λύκος και απόλυτα δοσμένος στην τέχνη του. Δεν αφηνόταν καθόλου στην έμπνευση. Με αυτό που είχε αποκαλέσει ο Δημόκριτος «ευξύνεντον οξυδερκείην» αντικατέστησε την έμπνευση με τη φρόνηση, τη μέθοδο, τη θέληση και τον «τίμιο κόπο» ενός ερωτικού και ευδαίμονος (όχι και ευτυχισμένου) εργάτη. Δίδαξε όχι μόνο τους γλύπτες, αλλά και όλους τους καλλιτέχνες της δικής του γενιάς και των μελλουσών.

Εύγε στους συντελεστές του βιβλίου. Πέτυχαν ένα μικρό άθλο και οι μεταφραστές και ο επιμελητής της έκδοσης και ο επιμελητής (και ο διορθωτής) του κειμένου και όχι λιγότερο ο υπεύθυνος της Σειράς «Στις πηγές της γνώσης». Μόνη σοβαρή έλλειψη, το αναλυτικό ευρετήριο και μόνη αξιοπρόσεκτη παράλειψη, η παραπομπή Ομ. ζ 262-3 και «Υμνος εις Απόλλωνα» 146 για το επεισόδιο που αφηγείται ο Ροντέν για το «φοίνικος νέον έρνος ανερχόμενον» (σελ. 118). Ο Ροντέν σκοπό είχε να ενσαρκώσει «Το χέρι του Θεού» (1902, ευτυχής η ιδέα και η δημιουργία της μακέτας του εξωφύλλου), δεν είχε υποχρέωση να παραπέμψει, ο Gsell όμως και οι Ελληνες επιμελητές είχαν. Αυτά τα δύο λειτουργούν ως αποτροπαϊκό «ημιυφές» από τη βασκανία για την πληρότητα του έργου.

* Ο κ. Ανδρέας Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και καθηγητής της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή