Κουστουρίτσα στην Οπερα

2' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Λουκίνο Βισκόντι είναι ο κορυφαίος σκηνοθέτης όπερας και κινηματογράφου. Επειτα από αυτόν όμως, και τον ομόπατρί του Φράνκο Τζεφιρέλι, και άλλοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου ετόλμησαν πάνω στη σκηνή του λυρικού θεάτρου· ο Ρομάν Πολάνσκι, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν και πιο πρόσφατα ο Αντονι Μινγκέλα και ο Μίκαελ Χάνεκε. Και προς αυτήν κατευθύνονται στο κοντινό μέλλον ο Γούντι Αλεν και ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ.

Παρωδία και αυτοπαρωδία

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο Ζεράρ Μορτιέ, διευθυντής της Εθνικής Οπερας του Παρισιού, δεν πήρε ένα ρίσκο όταν ζήτησε από τον Σέρβο σκηνοθέτη Εμίρ Κουστουρίτσα να ανεβάσει μια καινούργια του δουλειά. Κατ’ ουσίαν, ζήτησε από ένα κοινό, παραδοσιακά συντηρητικό, να δεχθεί μια (αυτοαποκαλούμενη) «τσιγγάνικη όπερα πανκ», με ενισχυμένη μεγαφωνικά ορχήστρα και φωνές, σκηνογραφία ποπ αρτ, ένα κοπάδι χήνες και ισχυρή δόση βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού.

Γιατί αυτό ήταν, όπως γράφει ο Αλαν Ράιντιν για την «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», ο «Καιρός των τσιγγάνων», η οπερατική διασκευή από τον Κουστουρίτσα της ομότιτλης ταινίας του του 1988 που κέρδισε το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 1989. Το θέαμα σε μια πράξη διάρκειας 100 λεπτών, περισσότερο πανηγύρι από ό, τι συνήθης όπερα, το έδεναν τόσο η ευφυής και ευρηματική σκηνοθεσία, όσο και η μουσική που κυμαινόταν από λαϊκή τσιγγάνικη, σε χαρντ ροκ. Και οι φωνές, καθώς ακούγονταν μεγεθυμένες από τα μεγάφωνα, έμοιαζαν περισσότερο με μουσικό μπουρλέσκ από ό, τι με Μότσαρτ ή Βέρντι. Για τον Κουστουρίστα ήταν περισσότερο «παρωδία της όπερας» ή «αυτοπαρωδία». Το κοινό, όμως, ήταν θερμό στην πρεμιέρα και το γεγονός ότι ήταν μικρότερης ηλικίας από ό, τι το συνηθισμένο, δείχνει ότι ο Μορτιέ, επί του παρόντος τουλάχιστον, κέρδισε το στοίχημά του που ήταν να φέρει νεότερες γενιές στην όπερα. Το λιμπρέτο του Νέναντ Γιάνκοβιτς συμπύκνωνε την πλοκή της ταινίας, που είχε θέμα την κακότυχη ερωτική ιστορία δύο νέων τσιγγάνων, του Περχάν και της Αζρα. Δίχως διαλόγους ή ρεσιτατίβα, τραγουδισμένο στη γλώσσα των «ρομ» (με γαλλικούς υπέρτιτλους) άφηνε την ιστορία να ξετυλιχτεί σε μια σειρά σκηνές επεξεργασμένων από το γνωστό δραματουργικό ένστικτο του Κουστουρίτσα, που με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αναδεικνύει το προσωπικό μέσα από το γενικό.

Καινοτομία

Και η μουσική δεν του είναι ξένη. Εδώ και 20 χρόνια, στα ενδιάμεσα των ταινιών του, παίζει κιθάρα σε μια 10μελή μπάντα ροκ και πανκ, η οποία στην περίπτωση αυτή, μοιραζόταν την κρύπτη της Οπερας της Βαστίλλης με την Garbage Serbian Philarmonia, που παρά το όνομά της, χρησιμοποιεί όργανα κλασικής ορχήστρας. Τη μουσική της όπερας συνέθεσαν οι Ντέγιαν Σπαράλαβο, Γιάνκοβιτς και Στρίμπορ Κουστουρίτσα (γιος του Εμίρ) και έμοιαζε με λαϊκούς τσιγγάνικους χορούς και τραγούδια, που ενίοτε διέκοπταν σόλο της ηλεκτρικής κιθάρας· ρυθμικά αρκετά ώστε να παρασύρουν τα πόδια του νεώτερου μέρους του κοινού – και αυτό είναι σίγουρα κάτι καινοφανές για την παρισινή Οπερα.

Ισως στη Νέα Υόρκη

Ισως τελικά ο «Καιρός των τσιγγάνων» αποβεί το θέαμα εκείνο που ο Μορτιέ θα ήθελε να ανεβάσει στην Οπερα της πόλης της Νέας Υόρκης όταν αναλάβει διευθυντής της το 2009.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή