Αντι Γουόρχολ, ένας προφήτης τόσο σκοτεινός

Αντι Γουόρχολ, ένας προφήτης τόσο σκοτεινός

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας άνθρωπος πέφτει. Είναι μια μαύρη σιλουέτα στο κενό, με χέρια και πόδια απλωμένα σαν αλεξιπτωτιστής, σάμπως η στάση αυτή να μπορούσε να τον σώσει. Πλησιάζει το έδαφος, σε λίγο θα συντριβεί πάνω του κι ωστόσο φαίνεται να μην μπορεί να πιστέψει ότι οι πράξεις του, η στάση του, η προσωπικότητά του δεν μετράνε πλέον.

Το έργο του Αντι Γουόρχολ «Suicide (Silver Jumping Man)» προσφέρει ένα σοβαρό επιχείρημα για να πειστούμε ότι ο άνθρωπος που έγινε διάσημος προσωπογραφώντας διασήμους, που τον σάρκασαν τόσοι κριτικοί ως τη νέμεση της σοβαρής τέχνης στην Αμερική, και που έχει πεθάνει εδώ και δυο δεκαετίες, είναι ένας από τους πιο επίκαιρους καλλιτέχνες του καιρού μας. Είδε πράγματα του κόσμου μας όταν ακόμα δεν είχαν γεννηθεί. Είδε ακόμα και τον ουρανό της Νέας Υόρκης γεμάτο σώματα που πέφτουν. Ηταν αυτός ο άνθρωπος ένας τύπος που νοιαζόταν μόνο για τη διασημότητα; Είναι δυνατόν να τον αναγνωρίζουμε στον περίφημο εχθρικό χαρακτηρισμό «ένας ρηχός ζωγράφος… που η αίσθησή του για την πραγματικότητα διαμορφώθηκε από την τηλεοπτική οθόνη»;

Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που ο Αντι Γουόρχολ πέθανε στη διάρκεια μιας «επέμβασης ρουτίνας» για αφαίρεση της χολής του. Ηταν 58 ετών, και το ξαφνικό τέλος του δεν ήταν ούτε θεαματικό ούτε δραματικό, ήταν απλώς χωρίς νόημα. Κάθε χρονιά που περνάει έκτοτε, η τέχνη του γίνεται όλο και πιο ζωντανή. Μια εικοσαετία πριν, οι περισσότεροι θα έφεραν πιθανώς στον νου τους μια μεταξοτυπία της Μέριλιν ή ένα κουτί σούπας Κάμπελ όταν άκουσαν ότι πέθανε. Ενδειξη για το πόσο έχει διευρυνθεί η αντίληψή μας για τον Γουόρχολ είναι το γεγονός ότι η Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας, στο Εδιμβούργο, διοργάνωσε μια φιλόδοξη έκθεση όπου δεν βλέπεις ούτε μια κονσέρβα Κάμπελ ανάμεσα στα λαμπερά πορτρέτα πολαρόιντ, τα παιχνίδια, τα φιλμ – κι εκείνους τους ηλεκτρικά φορτισμένους πίνακες: τα ρεβόλβερ και τις νεκροκεφαλές, τις συγκρούσεις αυτοκινήτων και τους ανθρώπους που πέφτουν.

Στο άπλετα φωτισμένο νεοκλασικό κτίριο της πινακοθήκης, η έκθεση μοιάζει με παθιασμένο δοκίμιο για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του Γουόρχολ. Ολοι οι Γουόρχολ βρίσκονται εδώ (ακόμα και τα κουτιά του Brillo αντί για τις κονσέρβες σούπας), ξεκινώντας με τον πιο στερεότυπο, τον καλλιτέχνη των διασήμων. Βλέπουμε μια εντυπωσιακή σειρά πορτρέτων βασισμένων σε φωτογραφίες πολαρόιντ με πρωταγωνιστές αστέρια του ’70 και του ’80: τη Λάιζα Μινέλι με κραγιόν τόσο λαμπερό που τυφλώνει, την Γκρέις Τζόουνς με πρόσωπο σαν πανοπλία. Υπάρχουν και τα Screen Tests, φιλμαρισμένα πορτρέτα διάφορων που επισκέπτονταν το ατελιέ του στο Μανχάταν και που υποχρεώνονταν να σταθούν επί τρία λεπτά κάτω από το αδιάκριτο φως της κάμερας.

Η λατρεία της διασημότητας

Μια κυνική θεώρηση της ανόδου του Γουόρχολ θα ήταν να πούμε ότι αντανακλά μια αλλαγή σ’ εμάς – τον διαποτισμό της κουλτούρας μας από τη λατρεία της διασημότητας. Ο Γουόρχολ ενέπνεε κάποτε ένα είδος γοητευμένης περιέργειας γιατί ζωγράφιζε έναν κόσμο όπου οι «σταρ» ήταν πιο πραγματικοί από τους πραγματικούς ανθρώπους. Σήμερα που αυτό ισχύει παντού, η λατρεία του Γουόρχολ για το «γκλάμουρ» δεν είναι πλέον παράξενη. Πράγματι, το εκπληκτικό στα πορτρέτα του των διάσημων, είναι πόσο αθώα φαίνονται σήμερα – σχεδόν ηθικά. Δεν είναι πορτρέτα κενών διασημοτήτων, όπως οι σημερινές, αλλά ανθρώπων που είναι καλοί σε κάτι. Τη Λάιζα Μινέλι τη θεωρούσαν τότε σπουδαίο ταλέντο. Η Ντέμπι Χάρι και ο Γιόζεφ Μπόις δικαιολογούσαν το ενδιαφέρον. Μ’ άλλα λόγια, ο Γουόρχολ δεν συμμεριζόταν την ιδέα για την οποία φημίζεται, ότι ο καθένας μπορεί να γίνει διάσημος. Αυτό το είπε με ειρωνική διάθεση, ωστόσο τα πρόσωπα που ο ίδιος λάτρευε είχαν κάτι σημαντικό στο ενεργητικό τους. Ας δούμε τον πίνακα του 1963 «Double Elvis»: όχι μόνο δεν έχει χάσει την αμεσότητά του, αλλά εξηγεί σε όλες τις μελλοντικές γενιές τι έβλεπε τότε ο κόσμος στον Ελβις. Ο Γουόρχολ είναι ο μόνος ποπ καλλιτέχνης του ’60 που η τέχνη του κάνει το παλιό να φαίνεται καινούργιο.

Η έλξη του Γουόρχολ για τους διάσημους αποδεικνύεται, έστω και με πρόχειρη παρατήρηση, ότι είναι πολύ διαφορετική από τη συμβατική αντίληψη που είχε επικρατήσει. Η έκθεση αυτή, παρά την καλοδεχούμενη αποφυγή της βαρετής βιογραφικής ιχνηλασίας, προσφέρει μια σαφή άποψη της ανθρώπινης πορείας του ως καλλιτέχνη. Δείχνει τη ζεστασιά και τον παλμό που υπήρχε κάτω από το φαινομενικά ψυχρό ύφος της μάσκας που φορούσε. Λίγο μετά τον θάνατό του, ο φίλος του Τζον Ρίτσαρντσον είχε αποκαλύψει ότι ο Γουόρχολ ήταν σε όλη τη ζωή του ένας αθόρυβος χριστιανός που δούλευε εθελοντικά σε λαϊκά συσσίτια. Υπάρχει ένα βιβλίο γραμμένο από μια καλόγρια που ερμηνεύει το Γουόρχολ ως θρησκευτικό καλλιτέχνη· κι ένα άλλο που δείχνει πόσο σημαντική ήταν η ποίηση στον κύκλο του Factory. Στην κάτω αίθουσα της έκθεσης υπάρχουν αρχεία που κρατούσε και χρονολογούσε σχολαστικά ο Γουόρχολ -«κουτιά μνήμης»- γεμάτα χειρόγραφα ποιήματα φίλων μαζί με λογαριασμούς και αποκόμματα εφημερίδων. Ωστόσο, η έκθεση τραβάει ίσως λίγο πιο μακριά απ’ όσο χρειάζεται στην παρουσίαση του «τρυφερού» Γουόρχολ όταν ξαναστήνει μια έκθεση που έκανε για παιδιά, με ζωγραφιές παιχνιδιών που εκτίθενται σε ύψος κατάλληλο για να τις βλέπουν εξάχρονα.

Η εμμονή του θανάτου

Οσο κι αν προσπαθήσεις να δείξεις τον Γουόρχολ σαν ένα εύθυμο, ανέμελο τύπο, παρουσιάζοντας τα «παιδικά» του έργα, ταπετσάροντας τους τοίχους με αγελάδες, ξαναστήνοντας την εγκατάστασή του με ασημένια μαξιλάρια φουσκωμένα με ήλιον -όλα ωραία και διασκεδαστικά- τίποτα απ’ αυτά δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως μείζονος καλλιτέχνη. Φτάνει σε αυτό το ύψος μόνο όταν αφήνεται στην «αρρωστημένη» εμμονή του με τον βίαιο θάνατο.

Αν θέλεις να καταλάβεις γιατί ο Γουόρχολ είναι τόσο διαχρονικός, δες τις πιο σκυθρωπές του εικόνες. Στο «Suicide», η εικόνα, από τη στιγμή που την αναγνωρίζεις, έχει αποδράσει στις σκιές της αφαίρεσης. Με το «Foot and Tire» (1963-64) δεν υπάρχει περίπτωση να χάσεις τη δημοσιογραφική ιστορία φρίκης. Ενας άνθρωπος έχει συντριβεί κάτω τη γιγαντιαία ρόδα ενός φορτηγού και, ευτυχώς, το μόνο που μπορείς να δεις από εκείνον είναι η σόλα ενός παπουτσιού. Οπως και με τον άνθρωπο που πέφτει, είναι εικόνα μιας απάνθρωπης δύναμης που συντρίβει -κυριολεκτικά- το άτομο. Στην πρώτη εικόνα η ανθρώπινη φιγούρα πέφτει σάμπως να μην μπορεί να αντισταθεί στη δύναμη βαρύτητας της μαζικής κοινωνίας, στην άλλη το πραγματικό περιστατικό προβάλλει απίστευτα γκροτέσκο, σχεδόν κωμικό.

Ο Γουόρχολ έζησε σε έναν κόσμο που γινόταν ολοένα πιο ψυχρός, απρόβλεπτος και βίαιος – ο ίδιος πυροβολήθηκε και παραλίγο να σκοτωθεί το 1968. Η κυριολεκτική και μεταφορική βία της σύγχρονης ζωής εντάθηκε την τελευταία δεκαετία. Πολλοί καλλιτέχνες των αρχών του 20ού αιώνα στρατεύονταν στο κομμουνιστικό κίνημα, υποστήριζαν την παγκόσμια επανάσταση, πίστευαν ότι η ουτοπία θα πραγματωθεί. Ο Αντι Γουόρχολ είπε ότι όλα στην πραγματικότητα χειροτερεύουν, πως η Αμερική είναι άρρωστη. Περιέγραψε τον κόσμο μας όταν ακόμα ήταν μισοσχηματισμένος.. Είδε αυτά που έρχονταν. Είναι ο προφήτης της κρίσης μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή