Ψυχογράφημα του Ρατατούη

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας Αμερικανός ποντικός στο Παρίσι! Κάπως έτσι θα περιγράφαμε μέσα σε μια πρόταση τη νέα ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο Ρατατούης», με ήρωα έναν αρουραίο που ονειρεύεται να γίνει σεφ σε εστιατόριο των Παρισίων. Η ταινία δεν είχε αρχίσει ακόμα να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες (άνοιξε προχθές την Πέμπτη) όταν συναντήσαμε στην Αθήνα έναν από τους βασικούς δημιουργούς του ευαίσθητου, ανήσυχου ποντικού και των συμπρωταγωνιστών του, τον Μαρκ Γουόλτζ. Ο Μαρκ είναι ένας νέος άνθρωπος, βέρος Καλιφορνέζος, προσιτός, άνετος, χαμογελαστός, ενθουσιώδης με τη δουλειά του, δηλώνει πεισματικά ότι δεν είναι Αμερικανός αλλά Καλιφορνέζος. «Θα μπορούσατε να πείτε ότι η Καλιφόρνια είναι μια άλλη χώρα», μας λέει. Τον βλέπουμε να αισθάνεται τόσο άσχημα με την κυβέρνηση της χώρας του, που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να απολογηθεί. Ευτυχώς, όμως η συζήτηση στρέφεται αμέσως στον «Ρατατούη», οπότε η ατμόσφαιρα γίνεται ανάλαφρη. Ο Μαρκ ήταν supervisor animator, είχε δηλαδή τη γενική επίβλεψη των πολλών και διαφορετικών ομάδων από animators που έδωσαν πνοή και ψυχή στον Ρέμι, τον ποντικό, και τις άλλες φιγούρες της ταινίας. «Είχαμε ομάδες που δούλευαν πάνω σε διαφορετικές ενότητες της ταινίας και ο ρόλος μου ήταν να εξασφαλίζω ότι οι φιγούρες θα είχαν μια συνέπεια από τη μία σκηνή στην επόμενη», μας πληροφορεί. «Επρεπε να μοιράσω αρμοδιότητες, ποιος θα σχεδιάσει ποια σκηνή, ότι ο σκηνοθέτης της ταινίας θα πάρει αυτό που θέλει και ο στόχος ήταν, όταν θα έχουμε φτάσει στην τελική σκηνή, να είναι λες και την έχει κάνει ένα μόνον άτομο».

Οπως μας είπε ο Μαρκ, ο «Ρατατούης» πήρε τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό όχι μόνο για την αισθητική αρτιότητα της εικόνας όσο για το πόσο ζωντανοί δείχνουν οι φιγούρες στην οθόνη. «Στην αρχή, ξεκινάς με ένα μπαράζ συζητήσεων με τους σεναριογράφους, τον σκηνοθέτη, με στόχο να κάνεις ένα ψυχογράφημα: ποιος είναι αυτός ο χαρακτήρας, τι του αρέσει, ποιες είναι οι επιθυμίες του, ποια τα συμπλέγματα και οι φοβίες του. Υπάρχει πάντα μια βάση από την οποία ξεκινάς: για παράδειγμα, οι πιο δυναμικοί ή κακοί χαρακτήρες έχουν συνήθως τρίγωνη ή τετράγωνη φιγούρα, έχουν αιχμές, ο ώμοι τους πετάνε, οι πιο μαλακοί, ήπιοι, είναι πιο στρογγυλοί, απαλοί. Ο Μίκυ Μάους, ας πούμε, είναι κατά βάση στρογγυλός. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να ξέρεις από την αρχή ποιος είναι ο χαρακτήρας που έχεις να σχεδιάσεις. Μπορεί τεχνικά να αποδώσεις άρτια δύο φιγούρες να σφίγγουν το χέρι αλλά τι κρύβεται από πίσω; Μήπως μισιούνται και το κρύβουν; Μήπως είναι έρωτας με την πρώτη ματιά; Αυτά τα κρυμμένα αποθέματα επιθυμιών, συναισθημάτων πρέπει να βγαίνουν μέσα απ’ το σχέδιο. Πάντα ρωτάμε τέτοια πράγματα».

Η ομάδα της Pixar (που μας έχει δώσει το «Νέμο», τους «Απίθανους», τα «Αυτοκίνητα» κ.ά.) πέτυχε πράγματι σπουδαία αποτελέσματα στο στοιχείο του ρεαλισμού, στην έκφραση και τις χειρονομίες των φιγούρων. «Ηταν όντως το πιο δύσκολο απ’ όλα, δεδομένου ότι ο σχεδιασμός των καρτούν είναι μια πάρα πολύ κουραστική διαδικασία. Ενας μορφασμός, μια γκριμάτσα, μια κίνηση στα φρύδια, στα μάγουλα, τα πάντα. Δεν αρκεί ο συγχρονισμός στα χείλη και την ομιλία, αλλά το αίσθημα που βγαίνει πίσω από αυτό το συγχρονισμό. Η γλώσσα του σώματος είναι η λέξη-κλειδί εδώ. Ή, αλλιώς, κάνουμε animation όχι τόσο τις κινήσεις του σώματος όσο τις σκέψεις και τα αισθήματα που φωλιάζουν μέσα σ’ αυτό το σώμα. Ετσι δεν γίνεται και στη ζωή μας; Προσπαθούμε να διαβάσουμε τι σκέφτεται ή τι νιώθει ένας άνθρωπος».

Το άλλο σημαντικό μέλημα των δημιουργών του «Ρατατούη» ήταν να μην έχουν στα χέρια τους μονοδιάστατες φιγούρες. «Η Κολέτ, για παράδειγμα, είναι «αντράκι» αλλά δεν παύει να είναι και γυναίκα», τονίζει ο Μαρκ. «Σίγουρα δεν είναι η κλασική πριγκίπισσα του παραμυθιού. Οπως και στη ζωή, λοιπόν, πρέπει να έχεις χαρακτήρες με αντιφάσεις, κι αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση για τους σχεδιαστές. Οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατοι και το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις φιγούρες στα καρτούν».

Στην Αμερική ο «Ρατατούης» πηγαίνει πολύ καλά – «όχι όμως τόσο καλά όσο στην Ευρώπη που σκίζει!» υπογραμμίζει χαρούμενος ο Μαρκ. «Η προηγούμενη ταινία μας, τα «Αυτοκίνητα», είχε ένα πιο αμερικανικό θέμα, ενώ εδώ, με φόντο το Παρίσι και σκηνικό ένα γαλλικό εστιατόριο περιωπής – τι πιο ευρωπαϊκό;» Οντως. Εχει όμως κι ο Μαρκ μια απορία. «Πώς παίζετε εδώ τις ξένες ταινίες; Μεταγλωττισμένες ή υποτιτλισμένες;» Το δεύτερο, του απαντάμε, και τον βλέπουμε να στραβομουτσουνιάζει. Οσο κι αν επιμένουμε ότι δεν θέλουμε να χάνουμε τις φωνές ηθοποιών όπως ο Ιαν Χολμ ή ο Πίτερ ο’ Τουλ (παρότι οι ελληνικές μεταγλωττίσεις στις ταινίες της Pixar είναι εξαιρετικές), τονίζοντάς του ότι οι υπότιτλοι δεν θα κλέψουν τίποτα από τη μαγεία της εικόνας, παραμένει σκεφτικός. Οχι όμως τόσο για τους υπότιτλους όσο γι’ άλλο λόγο: «Είστε στην Ελλάδα», λέει, «πρέπει να ακούτε ελληνικά». Είπαμε, ο Μαρκ είναι από την Καλιφόρνια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή