Η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, χωρίς ανάσα

Η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, χωρίς ανάσα

7' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π αρασκευή απόγευμα στη Θεσσαλονίκη. Τα δημόσια έργα στην προκυμαία έχουν αποκόψει τη θέα προς τη θάλασσα και οι θαμώνες των καφέ ξεχειλίζουν στη λεωφόρο Νίκης. Αγόρια και κορίτσια, βυθισμένα στην ιεροτελεστία του φρεντοτσίνο με πανομοιότυπο στάιλινγκ, ξεβαμμένα τζιν, ζελέ στα μαλλιά, Zara, Rayban, All star. Μοιάζουν να έχουν βγει από εκκολαπτική μηχανή. Η μουσική υπόκρουση, Αντώνης Ρέμος και Μika. Ενα τιτίβισμα με απροσδιόριστο beat από το λιμάνι ώς τον Λευκό Πύργο. Την ίδια ώρα οι χώροι που φιλοξενούν τις εκθέσεις της 1ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της πόλης με τίτλο «Ετεροτοπίες», είναι απελπιστικά άδειοι. Η επίσκεψη έχει τον χαρακτήρα μιας μοναχικής εμπειρίας, αποκομμένης εντελώς από τη ζωή εκεί έξω. Χωρίς τη γλυκιά συνωμοσία τού να βλέπεις τα έργα τέχνης με παρέα, οι εγκαταστάσεις, τα βίντεο και οι πίνακες έχουν κάτι απόκοσμο. Σαν να μπαίνεις σε ένα παραμύθι με άγνωστο τέλος. Το Τελλόγλειο, η Μονή Λαζαριστών, ακόμα και κάποιοι χώροι στις Αποθήκες του Λιμανιού, δεν έχουν τη θέρμη της ανθρώπινης ανάσας. Δεν έγιναν θέμα συζήτησης. Δεν έδωσαν το στίγμα της γιορτής. Φταίνε οι διοργανωτές; Εκαναν ό,τι μπορούσαν. Φαίνεται όμως ότι θα πρέπει να περάσει ακόμα πολύς καιρός για να δεχθεί το σώμα της πόλης το μόσχευμα που ονομάζεται Μπιενάλε…

Με άρωμα ψυχής

Υστερα από τέσσερις μήνες ολοκληρώνεται σήμερα η παρθενική διοργάνωση και είναι σαφές ότι η προσπάθεια του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ήταν καλή. Οι τρεις επιμελητές, η Ελληνίδα Μαρία Τσαντσάνογλου (διευθύντρια του Μουσείου), η Γαλλίδα Κατρίν Νταβίντ και ο Σουηδός Γιαν Ερικ Λούντστρομ, έφεραν ενδιαφέροντα έργα από χώρες όπως η Αργεντινή, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Παλαιστίνη κ.ο.κ. «Δεν θέλαμε να κάνουμε μια έθνικ Μπιενάλε. Στόχος μας ήταν να δείξουμε δημιουργίες από περιοχές στις οποίες οι καλλιτέχνες έχουν δύσκολη πρόσβαση στο κατεστημένο της τέχνης. Δεν διαθέτουν γκαλερί, δεν έχουν βίζα, δεν αγοράζονται από μεγάλους συλλέκτες. Κάνουν όμως σημαντική δουλειά που αξίζει να δούμε», έλεγαν οι επιμελητές.

Οντως η πρώτη Μπιενάλε Θεσσαλονίκης είχε άρωμα Καυκάσου, Ασίας, Νοτίου Αμερικής, Μέσης Ανατολής, Αφρικής. Είχε έργα που μπορούσαν να συγκινήσουν γιατί ήταν καμωμένα με αφοπλιστική ειλικρίνεια και απλά υλικά από καλλιτέχνες που έχουν ακόμα πολιτικά οξυμένο ένστικτο. Σαν να ξαναγυρίζουμε πίσω στα βασικά, πολύ μακριά από τη φορμαλιστική γοητεία των έργων που επέβαλε ο Τσαρλς Σαάτσι. Ανακουφιστική αίσθηση από no name δημιουργίες που έχουν όμως ψυχή. Εντελώς άγνωστα ονόματα καλλιτεχνών που έχουν κάτι να πουν για την πραγματική ζωή. Αρκεί όμως αυτό για να προσελκύσει κόσμο; Ισως όχι τον μέσο Θεσσαλονικιό (που αποδίδεται γραφικά στους «Δέκα μικρούς Μήτσους» να ασχολείται με τον φραπέ και τον ΠΑΟΚ) αλλά έστω μια μικρή μερίδα του φοιτητόκοσμου, των ευαισθητοποιημένων πολιτών που θέλουν να τραφούν με κάτι άλλο πέραν της αιώνιας γκρίνιας για την Αθήνα.

Οι επισκέπτες

Εάν ισχύουν τα στοιχεία για την επισκεψιμότητα που έδωσε το ΚΜΣΤ, τότε τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα: 26 χώροι, 4 μήνες, περίπου 45.000 επισκέπτες. (Βέβαια οι εργαζόμενοι στα μουσεία μας έλεγαν ότι ορισμένες καλοκαιρινές ημέρες ιδιαίτερα ζεστές δεν εμφανιζόταν ψυχή). Ομως ο αριθμός των επισκεπτών δεν είναι απαραίτητα η σωστότερη βάση για να κριθεί μια διοργάνωση. Ισως είναι πολύ καλύτερο να εξετάσει κανείς πόσο ο νεόκοπος θεσμός έγινε δεκτός από την ίδια την πόλη. Παρά τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτ της Μπιενάλε, οι Θεσσαλονικείς συνέχισαν να πίνουν αμέριμνα τον καφέ τους στην παραλία. Οι αναρχικοί κατέβασαν ένα τεράστιο διαφημιστικό πανό στο Μανδαλίδειο και το Kitchen Bar στο Λιμάνι έσφυζε από ζωή (το ταμείο του χτυπάει 3.000 λογαριασμούς την ημέρα), σε αντίθεση με τους παρακείμενους εκθεσιακούς χώρους. Οι λιγοστοί τουρίστες αντιθέτως τίμησαν τον θεσμό και έκαναν το πέρασμά τους.

Καμιά σχέση με την Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Μεσογείου που έγινε το 1986 και μεταμόρφωσε την πόλη. Τότε, όχι μόνο υπήρχε μια σαφέστατη αίσθηση ευεξίας και πρωτοπορίας, αλλά πίστευε κανείς ότι όντως έρχονται καλύτερες ημέρες. Η Θεσσαλονίκη είχε φιλοξενήσει την έκθεση αυτή (που αργότερα διοργανώθηκε σε άλλες μεσογειακές πόλεις) με τους καλύτερους δυνατούς όρους: ήρθαν πολλοί ξένοι, αναδείχθηκαν δυναμικοί νέοι Ελληνες καλλιτέχνες, μπλέχτηκαν τα εικαστικά με τον χορό, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά χώροι όπως το Βασιλικό Θέατρο.

Τότε οι Θεσσαλονικείς πίστευαν ότι αφουγκράζονται νωρίτερα και καλύτερα τι συμβαίνει στον κόσμο. Τώρα δίνουν το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό πανελλαδικά στην ακροδεξιά (6,22% πήρε ο Γ. Καρατζαφέρης στην Α΄ Θεσσαλονίκης), νιώθουν εγκαταλελειμμένοι ακρίτες σε μια πόλη που δεν είναι πρωτεύουσα των Βαλκανίων, αλλά επαρχιακό κέντρο. Η ξενοφοβία είναι αυξημένη (έρευνα του 2006 σ’ ένα λύκειο έδειξε ότι το 40% των μαθητών στέκονται «εχθρικά» έναντι των μεταναστών), αλλά και η ανεργία, καθώς πολλές βιομηχανικές μονάδες στην ευρύτερη περιοχή της Β. Ελλάδας έχουν κλείσει. Εχει ελπίδες να ριζώσει στο περιβάλλον αυτό μια Μπιενάλε Εικαστικών που έτσι και αλλιώς έχει περιορισμένο κοινό;

Δύσκολα μπορεί να δοθεί η απάντηση από την παρθενική διοργάνωση. Η απόφαση για την υλοποίησή της πάρθηκε βιαστικά -όπως όλα τα πράγματα στην Ελλάδα- και ο χρόνος για τον σχεδιασμό της ήταν περιορισμένος, (ίσως και για να προλάβει η Θεσσαλονίκη την αθηναϊκή Μπιενάλε). Η προίκα από το υπουργείο Πολιτισμού ήταν 1.100.000 ευρώ. Τελικά, μαζί με τους μισθούς των ανθρώπων που εργάστηκαν έχει ξεπεράσει τα 1.800.000 ευρώ. Οπωσδήποτε δεν γεννήθηκε από την ανάγκη έκφρασης μιας δυναμικής καλλιτεχνικής κοινότητας, αλλά ήρθε με τη μορφή υπουργικής απόφασης και την ελπίδα ότι θα λειτουργήσει ευεργετικά στην πόλη.

«Μελλοντικά μπορεί να ενισχύσει τον τουρισμό», μας έλεγε η διευθύντρια του Μουσείου, Μαρία Τσαντσάνογλου, υποστηρίζοντας ότι μια μεγάλη έκθεση αποτελεί κίνητρο για να περάσουν οι ξένοι μια-δυο ημέρες στη Θεσσαλονίκη προτού φύγουν για Χαλκιδική. Παραμένει όμως το καίριο ζήτημα της προσέλκυσης των ντόπιων. Πώς μπορεί να γίνει πιο «σέξι» η Μπιενάλε;

Τα αρνητικά και τα θετικά της διοργάνωσης

Το κόνσεπτ της παρθενικής διοργάνωσης στηρίχθηκε σε μια έννοια που ανέπτυξε ο Μισέλ Φουκό για τις «Ετεροτοπίες», χώρους όπως τα νοσοκομεία, τα στρατόπεδα, τα νεκροταφεία, οι κήποι, τα μουσεία, όπου οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν διαφορετικούς κανόνες σε σχέση με την καθημερινότητά τους. Ο τίτλος «Ετεροτοπίες» δεν ήταν τόσο «πιασάρικος», όσο το εύληπτο Destroy Athens. Προαπαιτούσε μια εισαγωγή -πολλές φορές την έκαναν και οι ίδιοι οι υπεύθυνοι στους χώρους της Μπιενάλε- για να καταλάβει κανείς πώς και γιατί επελέγησαν τα έργα. Αλλωστε, είναι πάντα δύσκολο να γεφυρώσει η σύγχρονη εικαστική τέχνη το χάσμα που χωρίζει τον μέσο Ελληνα πολίτη από τον Γάλλο φιλόσοφο.

Η διάρκεια της έκθεσης από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο δεν είναι μια καλή περίοδος για τη Θεσσαλονίκη. Ισως αν η ημερομηνία διεξαγωγής πλησίαζε εκείνη του δημοφιλούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου, η προσέλευση να ήταν ενισχυμένη και με φοιτητές και με σινεφίλ.

Η διασπορά των εκθέσεων στον αστικό ιστό (ΚΜΣΤ, Βυζαντινό Μουσείο, Αποθήκες Λιμανιού, Γαλλικό Ινστιτούτο, Τελλόγλειο, Παζάρ Χαμάμ κ.ά.) μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει. Η έκθεση με τίτλο «Αλλοι Τόποι» στα παλιά Ψυγεία του Λιμανιού, που άνοιξαν για πρώτη φορά, ήταν κατά γενική ομολογία μία από τις καλύτερες στιγμές της φετινής Μπιενάλε. Το ίδιο ισχύει και για την περφόρμανς της Λήδας Παπακωνσταντίνου το περασμένο Σάββατο. Η καλλιτέχνις, επίσημη τιμώμενη του θεσμού, έδωσε πνοή και ανθρώπινη ζεστασιά στην έκθεση, πραγματοποιώντας ένα μεστό και σύντομο τελετουργικό ενώ βίντεό της προβάλλονταν σε επιπλέουσες οθόνες μέσα στο λιμάνι. Περισσότερες τέτοιες εκδηλώσεις σίγουρα ζωηρεύουν την κατάσταση όπως και το ενδιαφέρον παράλληλο πρόγραμμα που είχε η διοργάνωση. Τι μπορεί να ευχηθεί κανείς στην νεόκοπη Μπιενάλε Θεσσαλονίκης; Μακροημέρευση; Καλύτερο μάρκετινγκ; Η απάντηση είναι: μεγαλύτερη διείσδυση στην κουρασμένη και απογοητευμένη συνείδηση των κατοίκων. Παράλληλα, το υπουργείο Πολιτισμού δεν θα έπρεπε να ξεχνά ότι δεν αρκεί το πυροτέχνημα μιας έκθεσης με διετή περιοδικότητα για να επιτευχθεί αυτό αλλά πρέπει να ενισχύονται οικονομικά τα μουσεία, τα κέντρα τέχνης και όλοι οι άλλοι φορείς που δημιουργούν το πολιτιστικό πλέγμα. Αλλιώς, δεν θα πατάει κανείς το πόδι του ούτε στην Μπιενάλε.

Τι λένε αυτοί που (δεν) την έζησαν

Νίκος Στεφανίδης, ιδρυτής «Μύλου»: «Το έμαθα ότι γινόταν Μπιενάλε στην πόλη αλλά δεν πήγα. Δεν βρήκα κάτι ερεθιστικό. Στη μνήμη μου έχει καταγραφεί άλλωστε εκείνη η Μπιενάλε του 1986, που άλλαξε και την πόλη και εμάς και έδωσε τα κίνητρα για να δημιουργήσουμε μια διαφορετική Θεσσαλονίκη. Η φετινή Μπιενάλε δεν πέρασε καθόλου στον κόσμο».

Γιάννης Μπουτάρης, οινοποιός, δημοτικός σύμβουλος: «Πήγα σε 2 – 3 εκθέσεις αλλά νομίζω ότι οι περισσότεροι κάτοικοι δεν πήραν χαμπάρι την Μπιενάλε. Το καλοκαίρι δεν προσφέρεται για τέτοιες εκδηλώσεις. Γενικότερα όμως δεν υπάρχει η κουλτούρα για να αναδειχθούν. Ας μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη σήμερα είναι πολιτιστικά υποβαθμισμένη. Τα Δημήτρια λ.χ. έχουν ως καλλιτεχνικό διευθυντή τον εκάστοτε αντιδήμαρχο. Δεν υπάρχει ειδικός για τα εικαστικά στο Δήμο αν και έχουμε τέσσερις πινακοθήκες. Επίσης, παρά το μέγεθός μας ως πόλη, έχουμε δύο μουσεία σύγχρονης τέχνης που σημαίνει σπατάλη χρήματος και ενέργειας. Η πόλη σήμερα είναι αμέτοχη στον πολιτισμό. Θα πρότεινα στο υπουργείο να μη δίνει χρήματα μόνο στην Μπιενάλε που έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται πασάλειμμα αλλά να δίδονται και σε σταθερές δομές όπως τα μουσεία».

Η έκθεση του 1986 ταρακούνησε την πόλη

Ο καλλιτέχνης Μανώλης Χάρος θυμάται: «Η έκθεση του 1986 έχει χαρακτεί στην μνήμη μου για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού που πλημμύριζε εκθεσιακούς χώρους από την ΔΕΘ μέχρι το Αλατζά Ιμαρέτ και το Βασιλικό Θέατρο που άνοιγαν για πρώτη φορά τις πόρτες τους. Οσοι εξέθεταν -ανάμεσά τους κι εγώ- εισπράτταμε από τον κόσμο αφάνταστη ενέργεια και ελπίδα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι σε εκείνη την Μπιενάλε βγήκε στο προσκήνιο μια ολόκληρη γενιά που σχετιζόταν με το εργαστήρι του Νίκου Κεσσανλή και όχι μόνο. Ο Νίκος Αλεξίου, ο Νίκος Ναυρίδης, ο Μάριος Σπηλιόπουλος, ο Πάνος Χαραλάμπους, ο Νίκος Τρανός, ο Μίλτος Μανέτας και τόσοι άλλοι έγιναν περισσότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό τότε. Παράλληλα, είδαμε για πρώτη φορά κόμικς, ντιζάιν και μόδα να παρουσιάζονται σε εκθεσιακό πλαίσιο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή