Προσωπα

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν τρομαγμένη όταν ξεκίνησε να γράφει. Φαντάζομαι και θυμωμένη. Ενα σοκαριστικό γεγονός γινόταν, αίφνης, το συγγραφικό της άλλοθι. Θα τα κατάφερνε; Θα περνούσε τον δικό της Ρουβίκωνα για να φτάσει απέναντι στον ποταμό Πότομακ; Στην πορεία απέδειξε ότι η συσσώρευση ιδεών, συναισθημάτων και εμπειριών είναι ζήτημα χρόνου να ξεκλειδωθούν. Μόνο που έπρεπε εκείνη να πάει προς το χρόνο. Ενα είδος επαχθούς εταιρικής συμφωνίας, δηλαδή. Το έκανε όμως και σήμερα, η Ιωάννα Καρυστιάνη (η άλλη κυρά της θάλασσας) είναι πιασμένη από τα καραβόσχοινα των πλοίων και τα κάνει όλο και πιο συχνά κρίκους της εσωτερικότητας του ανθρώπου.

Ζωή, θάνατος, φόνος, αρρώστια, λησμονιά, μοναξιά, προσδοκία, πίκρα, υπομονή, συγχώρεση… Ο ελικοειδής συναισθηματικος κώδικας που διαχέεται σε όλη τη συγγραφική δουλειά της Καρυστιάνη. Το ένα μετά το άλλο τα βιβλία της παλεύουν να αναδείξουν τη σημασία του απλού, λαϊκού ανθρώπου, που για πολλούς ρουτινιάζει, αλλά που η ρουτίνα αποδεικνύεται πεμπτουσία ζωής. Αυτού που σνομπάρουμε και μονίμως τον καρφώνουμε στους εξωτερικούς τοίχους του απέναντι σπιτιού.

Αν αναζητήσει κάποιος την Καρυστιάνη θα την βρει να συζητάει με ναυτικούς στην Ανδρο, με τις χήρες τους, με τα παιδιά τους. Θα την δει να σκαρφαλώνει στους λόφους και στα βουνά, να μπαίνει μέσα σε ερειπωμένα σπίτια και να ανακαλύπτει ίχνη ζωών που χάθηκαν, Πηνελόπες που δεν κουράστηκαν να περιμένουν… ένα τηγανάκι, ίσα ίσα για ένα αυγό… δύο τρεις κασετίνες για μολύβια, μικρή προετοιμασία για τα παιδιά που προσδοκούσαν να κάνουν με τον άνδρα ναυτικό, αλλά που δεν προέκυψαν ποτέ. Σκηνές ξεφτισμένου ροκ μιας εποχής σμιλεμένης με την αλμύρα της άγριας θάλασσας και την αλλόκοτη ζωή του ναυτικού…

Αν αναζητήσει κάποιος την Καρυστιάνη θα την βρει, ενδεχομένως, στο Λιγουριό να συζητάει με τον χωρικό. «Ποιο είναι το πιο ωραίο πράγμα που είδες στη ζωή σου», τον ρωτάει. «Την Κάλλας άνιφτη», απαντάει. Και μ’ εκείνο τον αυθεντικό τρόπο που ξέρουν οι χωρικοί διηγείται ένα «αθώο» περιστατικό με την Κάλλας στην Επίδαυρο, όταν η ντίβα για καθαρά… τεχνικούς λόγους εμφανίστηκε στην πόρτα του δωματίου της στο ξενοδοχείο «άνιφτη», «αφτιασίδωτη».

Κι όταν το Λιγουριό γίνεται χθες, η συγγραφέας που ζήσαμε μεσα από τις Νύφες, μέσα από τον Αγιο της Μοναξιάς, το Σουέλ, τη Μικρή Αγγλία… θα περπατήσει στην επισκευαστική ζώνη του Περάματος, θα συναντηθεί με τους εργάτες, τους παραγιούς, τους ξένους που περιμένουν να μπαρκάρουν. Ενας αλλιώτικος κόσμος, η ελίτ της λαμαρίνας και της βρωμιάς, θα έλεγε κάποιος. Αλλά η συγγραφέας διψάει για λεπτομέρειες. Ρωτάει για τα καράβια, για τις κρύπτες, τις λαμαρίνες, τη σκοτεινιά και το μεγαλείο συνάμα των μηχανών, το ακομοδέσιο (χώρος ενδιαίτησης του πληρώματος) για τα αμπάρια, για τις μυρουδιές, ανάμεικτες μυρουδιές από ιδρώτα, πετρέλαιο και φτηνές ανδρικές κολώνιες… Δεν φοβάται να μπει στο καράβι, να το ψαχουλέψει, εδώ η πλώρη, εδώ η πρύμνη, το «αρχονταρίκι» του καπετάνιου, ο υποτακτικός μάγειρας, οι κουκέτες (για σώματα ασκητικά), η διαφορετικής εθνικότητας ναυτικοί που όμως έχουν τους ίδιους καημούς, τις ίδιες μικρές προσδοκίες… «Δεν είναι οι ναυτικοί άνθρωποι που σε κάθε λιμάνι ευτελίζουν τη ζωή τους σε ξένα κρεββάτια και αγοραίους έρωτες», λέει η Καρυστιάνη, θέλοντας να καθαρίσει για λογαριασμό όλων αυτών των πολλές φορές παρεξηγημένων ανθρώπων.

Συναντήθηκα με τη συγγραφέα προ ημερών στο Πνευματικό Κέντρο του Κορωπιού. Ηταν καλεσμένη, όπως και εγώ άλλωστε, της «Ομάδας Βιβλίου» της πόλης. Μια χούφτα δραστήριων νέων ανθρώπων (Ελένη Γκίκα, Βίκυ Τσιράκη, Λίλη Λάμπρου…) έχουν ανασκουμπωθεί και επιχειρούν ως ταχυδρομικά πουλιά να μεταφέρουν τη γνώση σε όσους την προσδοκούν και σε όσους θα ήθελαν να συναντηθούν μαζί της. Γιατί, ακόμη και στο θέμα της γνώσης, ισχύει το γνωστό: χρειάζονται δύο για να χορέψουν τανγκό.

Η παρουσία της Καρυστιάνη είχε να κάνει με το «Σουέλ» (βουβό κύμα), το τελευταίο βιβλίο της που έχει συζητηθεί πολύ, έχει προκαλέσει αντίδρασεις, ήπιες και μη. Ωστόσο, παραμένει ένα δυνατό συναισθηματικό στόρι, η υπόθεση του τυφλού γεροκαπετάνιου, με τα θέλω του, τα μεγάλα του όχι προς την οικογένεια, τον παράνομο δεσμό του με τη Λίτσα την κομμώτρια από την Ελευσίνα (…«μου λείπει το μπράτσο σου Αυγουστή»), την αυστηρή και άκαμπτη σύζυγο, το γιο, τις κόρες. Ανέραστη ζωή αυτή του καπετάνιου Μήτσου Αυγουστή, γιατί ο έρωτας ήταν γι’ αυτόν η δυαδικότητα ενός θεριού: της θάλασσας. Μεγάλος ο προβληματισμός για την επιστροφή. «Το σουέλ μου ‘βαλε μπελά στο μυαλό, λέει. Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που δεν γυρίζεις; Η θάλασσα δεν με επιστρέφει. Τι γυρεύεις τώρα πια; Δεν έχω θέληση για στεριά… Κι όταν ο Αυγουστής γυρίζει πια, και τυφλός, σχεδόν λιγωμένος τρώει όπως όπως μια πίτσα και πασαλείβεται φριχτά, η Λίτσα η κομμώτρια που τον φροντίζει, του λέει: «Οταν σε βλέπω αφηρημένο, δεν θα σου φορτώνομαι, για να ταξιδεύεις με το πάσο σου όσο θες, με όποιους θες, μακριά. Εγώ ταξιδεύω γύρω από την Ελευσίνα, έχω μάθει τα νερά της…»

Η Καρυστιάνη μιλάει και κινείται ολόκληρη. Η έκφραση είναι τόσο πληθωρική, ώστε βγαίνει από τα στενά όρια του σώματος και περνάει απέναντι στο κοινό που την παρακολουθεί. Χώνεται ανάμεσά του, το προκαλεί, δέχεται τις προκλήσεις του, απαντάει, αλλά σου δίνει την εντύπωση ότι απαντάει στον εαυτό της. Περιγράφει τη διαδρομή της στις συγγραφικές οδούς. Μονοπάτια δύσβατα γι’ αυτήν, λεωφόροι για το κοινό της. Μιλάει δυνατά για την απουσία – ένα από τα σπουδαία στοιχεία των βιβλίων της, μιλάει για τον απόπλου, για τον αναχωρητισμό από μια κοινωνική πραγματικότητα που πληγώνει. Δικαιολογεί με πάθος τις επιλογές των ηρώων της. Δεν είναι εύκολη δουλειά να στήνεις πρωταγωνιστές και κομπάρσους μέσα σου. Και πώς να τους κάνεις; Δυναμικούς, καλοστημένους, κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής τηλεοπτικής δημοκρατίας; Ή μήπως απλούς ανθρώπους με ατόφια συναισθήματα, ένστικτα μιας άλλης εποχής, αλλά που πασχίζουν για την επανενσωμάτωση στη ζωή τους συναισθημάτων, όπως είναι η τρυφερότητα, η υπομονή και η καλοσύνη. «Ματσακόνισμα συναισθημάτων».

Η συγγραφέας μιλάει ανοιχτά για το γήρας. Για τους υπέργηρους γονείς της, για την πνευματική τους διαύγεια. Αρνείται να δεχτεί την εγκατάλειψη του ηλικιωμένου, αυτή τη σφραγίδα – καρικατούρα του «τέλος εποχής», που η σύγχρονη κοινωνία βάζει νωρίς στους μεγάλους ανθρώπους. Ο Αυγουστής στα 75 του, αν και τυφλός, δικαιούται κάποια πράγματα, μια άλλη επιστροφή σε ό,τι εγκατέλειψε επί 12 χρόνια. Δικαιούται να γευτεί τη γλύκα της στεριάς και τη φροντίδα του γιου του. Κι αυτό στα μάτια του αναγνώστη δεν μπορεί παρά να είναι μια φιλική χειρονομία προς το γήρας. Η Καρυστιάνη αναφέρεται όμως και στην ευταξία του μίσους, όταν ο καπετάνιος πρέπει να συμφιλιωθεί με τον παρατημένο γιο. Οταν οφείλει να καταλαγιάσει ο φόβος που προκαλεί το μίσος και να υπερισχύσει το καθημερινό συναίσθημα που δεν είναι ανυψωτικό, αλλά πολλές φορές αποδεικνύεται λυτρωτικό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή