Οψεις

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως οι ταξιτζήδες και οι τροχονόμοι, οι κριτικοί δεν χαίρουν γενικής εκτίμησης. Συχνά τους βλέπουν σαν παράσιτα, τύπους ανίκανους να δημιουργήσουν αλλά ικανούς να καταστρέψουν σταδιοδρομίες με τη δηλητηριώδη πένα τους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο κριτικός έχει να παίξει έναν ζωτικής σημασίας πολιτιστικό ρόλο, ο οποίος βρίσκεται σε κίνδυνο.

Οταν το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο, το 1955, έγινε δεκτό με γιουχαΐσματα και το θέατρο άδειασε μετά την πρώτη πράξη. Οταν όμως δημοσιεύθηκαν ευνοϊκές κριτικές από τους κορυφαίους θεατρικούς κριτικούς Κένεθ Τάιναν και Χάρολντ Χόμπσον, όλοι άρχισαν να παίρνουν στα σοβαρά το έργο, το οποίο σήμερα θεωρείται το σημαντικότερο του 20ού αιώνα. «Δύσκολοι» καλλιτέχνες έγιναν αποδεκτοί από το κοινό χάρη στην ώθηση επιφανών κριτικών. Ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ το έκανε αυτό για τον Πόλοκ, ο Τζον Ράσκιν για τον Τέρνερ. Υπάρχουν όμως σήμερα κριτικοί με αρκετό κύρος ώστε να παίξουν αυτόν τον ρόλο;

Μήπως έχουμε γίνει όλοι κριτικοί σήμερα; Υπάρχει ένας τεράστιος εκδημοκρατισμός όσον αφορά την ανταπόκριση στις τέχνες. Εχει την καταγωγή του στην αντιαυταρχική δεκαετία του ’60, αλλά η ιδέα ότι όλες οι γνώμες έχουν την ίδια αξία έχει πάρει μεγάλη διάδοση τα τελευταία χρόνια. Αν θέλεις να μάθεις αν είναι καλό ένα βιβλίο, μπορείς να κοιτάξεις τα σχόλια αναγνωστών στην ιστοσελίδα της Amazon ή στα αναρίθμητα «μπλογκ» που αφιερώνονται σε όλων των ειδών τα πολιτιστικά προϊόντα.

Από την άλλη μεριά, η ακαδημαϊκή μελέτη των τεχνών έχει γίνει πολύ εξειδικευμένη και ερμητική. Οι μελετητές αρκούνται να μιλούν μεταξύ τους σε τεχνική διάλεκτο και να δημοσιεύουν σε μικρής κυκλοφορίας περιοδικά. Η λαϊκή διεύρυνση της κριτικής και η ακαδημαϊκή της συρρίκνωση μπορεί να φαίνονται αντίθετα φαινόμενα, όμως είναι συμπτώματα της ίδιας παραδοχής: ότι η καλλιτεχνική αξία είναι απλώς θέμα προσωπικού γούστου. Ο κριτικός ως δάσκαλος, ως αντικειμενικός κριτής και ειδικός, έχει υποχωρήσει μπροστά στον κριτικό που μοιράζεται προσωπικές αντιδράσεις και υποκειμενικούς ενθουσιασμούς.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι προτιμούν να ακούσουν τη γνώμη κάποιου που ξέρουν, κάποιου με παρόμοια γούστα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το κοινό στηρίζεται σε ένα σύστημα που επιβεβαιώνει και καθησυχάζει τις προκαταλήψεις του αντί να τις αμφισβητεί. Ενας ικανός κριτικός μπορεί να δώσει σε ένα ασυνήθιστο έργο μια δεύτερη ευκαιρία, να αναδείξει όσα δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Από αυτή την άποψη, οι κριτικοί μπορούν να γίνουν προάγγελοι του καινούργιου.

Η πεποίθηση ότι το καλλιεργημένο γούστο είναι μια ελιτίστικη απάτη, ότι όλες οι γνώμες αξίζουν το ίδιο, μπορεί να φαίνεται πολύ δημοκρατική. Ωστόσο, ο θάνατος του κριτικού θα είναι εξαιρετικά λυπηρό γεγονός. Αν ακούμε μόνο εκείνους που ήδη μοιράζονται τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μας, η υποτιθέμενη κριτική δημοκρατία θα οδηγήσει σε επικίνδυνη άμβλυνση του γούστου και σε συντηρητισμό. Η έλλειψη κριτικών κύρους θα υπηρετήσει τελικά την πολιτιστική κοινοτοπία και ομοιομορφία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή