Ενας «εσωτερικός» Γιάννης Ρίτσος

Ενας «εσωτερικός» Γιάννης Ρίτσος

6' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιάννης Ρίτσος: «Ποιήματα (1977-1979)». Τόμος ΙΔ΄. Επιμέλεια: Αικατερίνη Μακρυνικόλα. Εκδόσεις «Κέδρος», 2007, σελ. 422.

Υπάρχουν ποιητές που φαίνονται καταδικασμένοι από τον ίδιο τον όγκο του έργου τους να διαβάζονται μονάχα από τις ανθολογίες τους. Οι γραμματολόγοι βέβαια θα συνεχίσουν να μελετούν το σύνολο της παραγωγής τους, το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ωστόσο θα «διευκολύνει» την προσπέλασή του, επιλέγοντας τον περισσότερο βατό δρόμο των ανθολογιών· έκλεισα αυτήν τη «διευκόλυνση» σε εισαγωγικά γιατί μπορεί και να πρόκειται για αποπροσανατολισμό, ένα πρόβλημα που πάντοτε ανακύπτει όταν επιδιώκουμε να γνωρίσουμε το όλον γευόμενοι μία μόνο πρόσφορη μερίδα του. Και σίγουρα οι ανθολογίες, όσο αντικειμενικές και αν προσπαθούν να είναι και όσο και αν εκταθούν σε σελίδες, ούτε την ιδρυτική υποκειμενικότητά τους αναιρούν ούτε παύουν να είναι τμήμα μόνο ενός πολυφωνικότερου και συνθετικότερου όλου, που δεν μπορούν ούτε και θέλουν να το υποκαταστήσουν.

Από τους ποιητές, άλλοι, οι πολλοί, βρίσκουν ένα ρυάκι, μια φλέβα μικρή· από αυτήν αντλούν διά βίου και σε αυτήν ενδεχομένως εξαντλούνται. Αλλοι, πιο πεινασμένοι ίσως για λέξεις ή λιγότερο συμφιλιωμένοι με την ιδέα πως ό,τι παράγει το χέρι και ο νους τους δεν είναι οπωσδήποτε ποίημα, δημοσιεύσιμο ποίημα, βλέπουν την έμπνευσή τους σαν ποτάμι στο οποίο συρρέουν πολλά και ποικίλα ρυάκια και υποδέχονται με την ίδια τρυφερότητα ή συλλεκτική «ανεξιθρησκία» οτιδήποτε κομίζει το ρεύμα τους, το καθαρό νερό μαζί τα «λιθάρια ριζιμιά και δέντρα ξεριζωμένα» του δημοτικού τραγουδιού. Αφήνουν έτσι στον αναγνώστη τους λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικό και μνήμονα, το δικαίωμα της διάκρισης, του ελέγχου, της αποτίμησης.

Στους Ελληνες ποιητές τους πιθανότατα καταδικασμένους από την ίδια τη λεκτική τους ευφορία να τους διαβάζουν οι επόμενοι από ανθολογίες του έργου τους, πρέπει να συγκαταλέξουμε τον Γιάννη Ρίτσο, όπως και έναν από τους λογοτεχνικούς του προγόνους, τον Κωστή Παλαμά. Αν αυτό το ισχυρό ενδεχόμενο συνεκτιμηθεί με την επί σειρά δεκαετιών μερικευτική (αν όχι και συσκοτιστική) ανάδειξη και προβολή του «πολιτικού» ή και απλώς επικαιρογράφου Ρίτσου, θα ακουστεί νόμιμη η σκέψη πως ο Ρίτσος παραμένει ένας ποιητής ανοιχτός, προς περαιτέρω ανάγνωση, τουλάχιστον από όσους δεν ευκολύνονται από τις ετικέτες είτε καταδικαστικές («ο φλύαρος της αισθηματολογικής ρητορικής») είτε αποθεωτικές («ο ποιητής του λαού» κ.ο.κ.).

Δεκαεφτά χρόνια, λοιπόν, μετά τον θάνατό του η φωνή του Γιάννη Ρίτσου ακούγεται και πάλι: ο δέκατος τέταρτος τόμος των Απάντων του, οργανωμένος από τη φροντίδα της Αικατερίνης Μακρυνικόλα, περιέχει ένδεκα συλλογές του, οι εννιά από τις οποίες δημοσιεύονται τώρα για πρώτη φορά (ας θυμηθούμε ότι ο ποιητής πεθαίνοντας είχε αφήσει ανέκδοτες πενήντα συλλογές)· οι τίτλοι τους: «Κάποτε», «Πηλός», «Μικρή είσοδος», «Αντικαταστάσεις», «Δωμάτια μετ’ επίπλων», «Αξαφνα», «Εφυγαν», «Εισπνοές» και «Ισκιοι πουλιών» (ο τόμος περιλαμβάνει και τις συλλογές «Ο κόσμος είναι ένας» και «Το άγαλμα στη βροχή», γνωστές από το «Ιταλικό τρίπτυχο», δημοσιευμένο το 1982). Ολες τους γράφτηκαν από το 1977 έως το 1980 (ο υπότιτλος του τόμου ωστόσο προσδιορίζει την περίοδο «1977-1979»), στα ίδια χρόνια που δημιουργήθηκε το «Τερατώδες αριστούργημα», τα «Μονόχορδα» και η «Διαφάνεια».

Δεν ανατρέπει ο «νέος», μεταθανάτιος Ρίτσος τον παλαιό, την εικόνα του και τη γνώμη μας γι’ αυτόν, έρχεται ωστόσο να ενισχύσει τις σκέψεις για έναν εσωτερικό, ανεκδήλωτο και αυτολογοκρινόμενο ποιητή που είχε προκαλέσει το βιβλίο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 1991, έναν χρόνο μετά το θάνατό του, με υλικό των ετών 1987-1989, αποκαλύπτοντας σαφέστερα απ’ ό,τι το εν ζωή δημοσιευμένο έργο του δρόμους της φωνής του που δεν είχαν σχέση με οτιδήποτε «αναμενόμενο» ή (ιδεολογικώς) προσδοκώμενο, δρόμους μιας μελαγχολίας ή και απογοήτευσης ταυτόχρονα λογοτεχνικής και πολιτικής («Τώρα / δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις», «και το χαρτί μηδέν κρυμμένο στο μανίκι μου», «Μείναμε δίχως όνειρο, χωρίς ψωμί»). Αυτό το χρονικό παράδοξο ή ανάποδο (διαβάσαμε πρώτα τα ποιήματα του 1987 κι ύστερα τα ποιήματα του 1997), μπορεί να δυσχεραίνει κάπως τα φιλολογικά πράγματα, από την άλλη όμως μας ωθεί να το θεωρήσουμε τεκμήριο της προβληματισμένης εκδοτικής βούλησης του ποιητή, μιας βούλησης συναρτημένης, αν όχι εξαρτημένης από τα πολιτικοκομματικά καθέκαστα: ο Ρίτσος ανεσταλμένος ή και αυτοκατεσταλμένος.

Πολλά νομίζω αποσαφηνίζουν, όποιο αίσθημα κι αν προκαλούν, οι παρακάτω στίχοι από τη συλλογή «Κάποτε», γραμμένοι στις 9 Δεκεμβρίου 1977 (την ίδια μέρα ο Ρίτσος καταγράφει άλλα εννιά ποιήματα, και γενικά λίγες πρέπει να υπήρξαν οι μέρες της ζωής του που πέρασαν άπραγες κι άγραφες): «Μεγάλη δυσκολία / το πλάσιμο / των θετικών ηρώων – / όταν αφήσουν χάμου / τις σημαίες / δεν ξέρουν πια / τι να κάνουν τα χέρια τους / ούτε κι εμείς – καλύτερα λοιπόν / καθόλου να μη γίνουν / τ’ αποκαλυπτήρια / αυτού του αγάλματος / και του ποιήματος αυτού».

Αν ως «αποκαλυπτήρια του ποιήματος» εννοήσουμε τη δημοσίευσή του, την έγκαιρη άρα και πιθανόν αποτελεσματικότερη δημοσίευσή του, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Ρίτσος αναβάλλει την έκδοση ορισμένων ποιημάτων του για να αποφύγει την όχληση όσων ανέμεναν από αυτόν σκέτες αγιογραφίες και, με το μέτρο του Ζντάνοφ στο χέρι, ήταν έτοιμοι να καταδικάσουν κάθε «απόκλιση» ή «αίρεση», κάθε νύξη μελαγχολίας, αμφιβολίας ή αμφισβήτησης. Λίγα χρόνια αργότερα, άλλωστε, μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του «Ισως να ‘ναι κι έτσι» (1984), ο Ρίτσος είχε υποστεί την τραχύτατη επίθεση της «σοσιαλρεαλιστικής» «Πολιτιστικής», ενός εντύπου που οι ιθύνοντές του κατακεραύνωσαν το «λαϊκίστικο» πεζογράφημα του Ρίτσου, κρίνοντας πως «δεν είχε καμιά σχέση με τη μαρξιστική – λενινιστική φιλοσοφία» και δοθέντος ότι «το τι είναι αριστούργημα το έχει ξεκαθαρίσει χρόνια πριν ο Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν». Λοιπόν, με κάτι τέτοια στο νου ο Ρίτσος έγραψε στις 19 Δεκεμβρίου 1977: «Διέγραψε / ώς και την τελευταία λέξη / του ποιήματος – / είναι έτοιμο τώρα / μπορεί να δημοσιευτεί». Η γραφή (και) ως αυτοδιαγραφή.

Για το πόσο ζημίωσαν την ποίηση του Ρίτσου η αναβλητικότητα, οι δισταγμοί του, η επιλογή ενός άλλου, «δεύτερου» χρόνου ως προς την έκδοση ποιημάτων και τη δήλωση αισθημάτων, μόνο υποθέσεις μπορεί να γίνουν. Η λέξη «άγαλμα» πάντως (με όλα όσα σημαίνει), που ακούστηκε ήδη στο ποίημα της 9ης Δεκεμβρίου 1977, επανέρχεται συχνά στις συλλογές που πρωτοεκδίδονται τώρα, τριάντα χρόνια μετά, και εξίσου πυκνή είναι η παρουσία των κρίσιμων λέξεων «δόξα» και «σκήπτρο» (ως συνωνύμων της εν ζωή αθανασίας) και των λέξεων «καθρέφτης» και «προσωπίδα» (ως δεικτών της προσποίησης, μιας υπόδυσης που μόνο σε κλειστό προσωπικό χώρο αποκαλύπτεται).

«Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ώς το τέλος είναι η δόξα» είχε πει ήδη ο ποιητής, και στο τωρινό βιβλίο πολιορκεί το ίδιο θέμα, κάθε φορά με καινούργιο τρόπο: «Η δόξα ερήμωση / η δόξα καλύπτρα»· «Και τώρα τι φτιάχνεις / μ’ αυτό το κενό / και μ’ ένα κίβδηλο σκήπτρο»· «θόρυβος είναι η δόξα / και φυγή»· «μεγάλα φτερά του φορέσανε / δεν μπορεί πια να περπατήσει / ούτε να πετάξει / και το χειρότερο / ούτε να κλείσει τα μάτια του» (από τη συλλογή «Κάποτε»). «Ισκιος – ο ίδιος – / πριν και μετά τη δόξα. / Τα δεκανίκια / τα ρίξαμε στη θάλασσα. / Κάποιος θα τα βρει / θα τα κρατήσει / θα μας μιμηθεί. / Θα πει την αλήθεια»· «Η δόξα λάβαρο / η δόξα λιθοβολισμός / άρνηση της σιωπής / πόλεμος / Πώς άφησες να σου φορέσουν / ετούτα τα στενά χρυσά υποδήματα / στον κλειστό δρόμο;» (συλλογή «Πηλός»). «Μας κοροϊδεύεις – του είπαν- / ναι -λέει- / μονάχα που δεν ξέρω / ποιον κοροϊδεύω / εμάς; εμένα;» (συλλογή «Μικρή είσοδος»).

Θα μπορούσα να συνεχίσω την παράθεση στίχων που στοιχειοθετούν μια περίπου απόρρητη αυτοκριτική, έστω και με τον κίνδυνο να υιοθετήσω το μοντέλο της μονόπλευρης ανάγνωσης του Ρίτσου. Μένω όμως στην αναπαραγωγή του ποιήματος «Το προσωπικό στοιχείο», της συλλογής «Αντικαταστάσεις», που γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1978, με την προσημείωση ότι η «τρύπια κάλτσα», τεκμήριο ελευθερίας εδώ, είναι ένα από τα πολλά ταπεινά πράγματα που καθιέρωσε η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου: «Μόλις που πλάγιασε, τον σήκωσαν απ’ το φτωχό του κρεβάτι, / τον ντύσαν τη λαμπρή στολή – χρυσά σειρήτια, επωμίδες – / ένα στεφάνι στα μαλλιά του – ελιά; κισσός; ή δάφνη;- / δεν ήξερε· δεν του άφησαν καιρό να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη· / τον στήσαν στην εξέδρα, μέσα στις επευφημίες του πλήθους, / μες στα χειροκροτήματα. Κι αυτός, κρεμασμένος στον αέρα, / έξω απ’ τον εαυτό του, με άνεση σχεδόν, πατούσε στα σανίδια / μόνο με τ’ ακροδάχτυλα του δεξιού του ποδιού – γιατί σ’ αυτό το πόδι / του ‘χαν αφήσει, στη βιασύνη τους, τη μια δική του τρύπια κάλτσα / ξεχειλωμένη ευχάριστα. Κι αυτό του επέτρεπε να σκέφτεται ακόμη, / αυτό του επέτρεπε να ‘ναι κι αυτός ένας άγνωστος άνθρωπος μέσα στον κόσμο».

Ας τ’ ακούσουμε – έστω τώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή