Το πρωτότυπο και η επιχωμάτωση

Το πρωτότυπο και η επιχωμάτωση

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ιάκωβος ΚαμπανέλληςΗ Στέλλα με τα κόκκινα γάντια

Σκηνοθεσία: Θέμης Μουμουλίδης

Θέατρο: Λαμπέτη

«Νισάφι πια. Ας κάνει ό,τι θέλει.
Λιγότερο δεν μ’ ατιμάζει ο πόλεμός του
Απ’ το να γίνω
Το τρόπαιο ενός βαρβάρου»
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, «Λιμός», 2007

Οποιος έχει ή δεν έχει δει τη φιλμική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, άκρως εξωστρεφή έως γραφική, βασισμένη τότε στο αφοπλιστικό για πολλούς ταμπεραμέντο της «εκρηκτικής» πρωταγωνίστριας, έχει κάθε λόγο να παρακολουθήσει σήμερα τον νεαρό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη του 1954-55 στη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Και τούτο επειδή θα αναγνωρίσει μια ποιητική νεορεαλιστική γραφή καθαρή, με χυμώδεις και νευρώδεις διαλόγους που παράγουν ο ένας τον άλλον, ταυτοχρόνως χτίζοντας και γερούς χαρακτήρες, με μια τέλεια δομή και με προδρομική, εν πολλοίς επιβιώνουσα μέχρι τις μέρες μας, θεατρικά ομιλούμενη ζωντανή δημοτική. Ο Καμπανέλλης τώρα μόλις φαίνεται ότι είχε συλλάβει ατόφιους, ακραίους χαρακτήρες, χωρίς μπαρόκ στολίδια και μαλάματα, χωρίς μελοδραματικές κορυφώσεις, αλλά με ουσιαστικές κοινωνικές και ιδιοσυγκρασιακές συγκρούσεις που οδηγούν εν τέλει τα πρόσωπα στο μη περαιτέρω, δηλαδή στον καθαρτήριο φόνο. Εδώ υψώνονται μια λορκική μάνα κι ένας αδυσώπητος γαμπρός απέναντι σε μιαν αγέρωχη Αμαζόνα, μιαν Ιππολύτη και Μήδεια, ένα θηλυκό που, περίπου φεμινιστικά, διεκδικεί την ελευθερία του από κάθε είδους θεσμικό περιορισμό όπως ο γάμος, ενώ προτιμά τον άντρα εραστή της και αποδέκτη της παραχώρησης σ’ αυτόν της «ζώνης» της, δηλαδή του σωματικού και ψυχικού εαυτού της, όταν και όπως εκείνη θελήσει.

Κατανοώ μερικώς τις «ενέσεις» του κ. Κακογιάννη λόγω αναγκών του είδους και της εποχής, αλλά είμαι πολύ ευτυχέστερος που είδα το έργο χωρίς την επιχωμάτωσή του, γνήσιο, δυνατό, αν θέλετε και με κάποιες νεανικές ατέλειες, πρόδρομο των επακολουθησάντων αριστουργηματικών έργων του Καμπανέλλη, με πρώτο και καλύτερο την «Εβδομη μέρα της δημιουργίας» του 1956, που αργότερα φιλμοποίησε, ουσιαστικά όμως, ο πολύ καλός Βασίλης Γεωργιάδης (Αλήθεια, η «Εβδομη μέρα…» είναι ένας πλήρης και πικρός κώδικας της εμπόλεμης μεταπολεμικής ειρήνης στην Ελλάδα, με κύριο άξονα την ανεργία – κι είναι κρίμα που δεν έχει ακόμα βρεθεί η ευκαιρία να ξαναπαιχτεί.)

Ο Θέμης Μουμουλίδης που σκηνοθέτησε το έργο, το αγάπησε ειλικρινά. Αυτό φαίνεται ακόμα και στον άκρως ενδιαφέροντα διάλογό του με τον συγγραφέα μέσα στο πρόγραμμα, διάλογο πολύτιμο που ξετυλίγει σωρεία εξομολογητικών σκέψεων και αναμνήσεων του Καμπανέλλη από τη συγγραφικά πολυτάραχη ζωή του. Παρά την προσοχή του, τις εν γένει σωστές οδηγίες του και την ορθά προσανατολισμένη υπογράμμιση των χαρακτήρων, ο Μουμουλίδης έφθασε σ’ ένα εκ πρώτης όψεως αποδεκτό, αλλά συμβατικό αποτέλεσμα. Του έλειψε εκείνος ο σκηνικός ηλεκτρισμός που σε παίρνει μαζί του και που καθιστά αληθινή, μέσα στην αληθοφάνεια του θεάτρου, την ανάφλεξη. Η ιστορία της «ρεμπέτισσας» τραγουδίστριας σε μια ταπεινή ταβέρνα που θα πληρώσει με τη ζωή της την περηφάνια της στεγάστηκε σ’ ένα έξοχο σκηνικό ευτελούς λαϊκής πνιγμονής της εποχής από τον Γιώργο Πάτσα. Νομίζω ότι ορισμένα κοστούμια του, ιδίως της πρωταγωνίστριας, ενέδωσαν κάπως σε μιαν αχρείαστη επίδειξη. Μετρημένος αυτή τη φορά ο λαμπρός Σταμάτης Κραουνάκης, παρέδωσε αρμόδια μουσική κι ένα υπέροχο τραγούδι.

Η διανομή

Στο συζητήσιμο αποτέλεσμα του κ. Μουμουλίδη έπαιξε ρόλο και μέρος της διανομής του: Πρωτίστως η Τάνια Τρύπη, σχετικά μόνο βοηθημένη απ’ τον σκηνοθέτη στον επώνυμο ρόλο, επωμίστηκε βάρος πέραν των ώμων της, έπαιξε σωστά χωρίς έμπνευση, μ’ ένα καταστατικά συγκρατημένο πάθος, κάπως ευθύγραμμα ή χλιαρά και χωρίς τις απαραίτητες εναλλαγές. Ο ρόλος είναι απαιτητικότατος, θέλει τρέλα και ορμή – δεν τις είχε. Οι βοηθητικοί ρόλοι του γκαρσονιού (Χάρης Γρηγορόπουλος) και ιδίως του αρχικού «πολιορκητή» της Στέλλας (Πατρίκιος Κωστής) κινήθηκαν στα όρια του αξιοπρεπούς, ενώ γνησιότερος, λαϊκό «κεκαρμένο» φανταράκι στα περιστασιακά δίχτυα της Στέλλας, ο Χάρης Παντελιδάκης. Η Μαριάνθη Φωτάκη στο πρώτο μέρος είχε μια ταχύλογη νευρικότητα, στο δεύτερο όμως άφησε να φανεί ένα πειστικό κορίτσι που ζηλεύει την ανταγωνίστρια θεά. Η αξιόλογη Ελισάβετ Ναζλίδου σ’ έναν κόντρα της ρόλο (ιδιοκτήτρια της ταβέρνας) κατόρθωσε τεχνικότατα να ανατρέψει αυτή την ακαταλληλότητα με την έγνοια και την ανθρωπιά της. Ο ρατέ γερο-μουσικός του Δημήτρη Καμπερίδη ξέφυγε τελείως απ’ την εγγενή παγίδα της γραφικότητας κι έπλασε με απλούστατα υλικά έναν καλοκάγαθο παρακμία τσεχωφικής λογικής. Η Μάρθα Βούρτση, ηθοποιός εξαιρετικών και εγνωσμένων ικανοτήτων, συνόψισε στο πρόσωπο της επίδοξης πεθεράς όλη τη συντηρητική ιδεολογία της στρυχνίνης, της ηθοπλαστικής ακαμψίας, του βιτριολικού καθωσπρεπισμού, με πλήρη επίγνωση της παλαιότερης, προπολεμικής εποχής που κουβαλούσε. Ωστόσο, δεν θα παραλείψω να αναφέρω ότι στη σύνθετη αυτή εργασία της, τής ξέφυγαν κάποιες νότες εκφραστικής υπερβολής.

Η καλύτερη παρουσία της παράστασης, κοντά και μακριά απ’ τον Γιώργο Φούντα, νομίζω πως ήταν εκείνη του Σταύρου Ζαλμά. Εικαστικά ιδανικός, υποκριτικά μπρούτος, τσογλάνι και μπεσαλής, προικισμένος με φλογερό ερωτισμό αλλά και εκδικητικό πάθος, θεωρώ ότι στήριξε έναν θηριώδη ρόλο με τη φυσικότητα της αβίαστης ταύτισης. Αμέσως μετά την τελική σκηνή του φόνου -σκηνοθετικό αυτό- το ένοχο μαχαίρι εμφανίστηκε υποδειγματικά αστραφτερό και διαλάμπον, χωρίς ίχνος αίματος.

Και κάτι ακόμα: ευτυχώς στη θεατρική εκδοχή απουσιάζει εκείνο το θρυλικό όσο και φαιδρό «Στέλλα, βαστάω μαχαίρι». Τι τραβήξαμε και με δαύτο!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή