Δεν χωρά αμφιβολία, ότι κατά τα τελευταία χρόνια που έχει αναλάβει την καθοδήγηση της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης, οι επιδόσεις της είναι από ένα επίπεδο και πάνω. Οπως φάνηκε για μία ακόμα φορά στις 5 Απριλίου στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής, παρά τις όποιες αδυναμίες, πρόκειται για ένα σύνολο ισορροπημένο, του οποίου η εξέλιξη είναι γρήγορη και ικανοποιητική, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια βγήκε από λήθαργο πολλών ετών. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, και μάλιστα αρκετά, σε όλες τις ομάδες οργάνων όπως επίσης σε κάθε μουσικό-σολίστα ξεχωριστά.
Για την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ ισχύει ό,τι και για τα υπόλοιπα ελληνικά σύνολα: η απόδοση είναι απολύτως ανάλογη της προετοιμασίας, που τις περισσότερες φορές φαίνεται ότι δεν είναι η ίδια για όλα τα έργα του εκάστοτε προγράμματος. Ετσι, λόγου χάριν, τη συγκεκριμένη βραδιά η 1η Συμφωνία του Ρόμπερτ Σούμαν φάνηκε καλύτερα δουλεμένη τόσο στο σύνολό της όσο και στις επιμέρους ενότητες. Υπάρχει οπωσδήποτε περιθώριο για ακόμα μεγαλύτερη ανάδειξη του χαρακτήρα κάθε υποενότητας, ώστε να δοθεί συγκεκριμένο, ξεχωριστό στίγμα στην ερμηνεία. Λόγου χάριν, στο τέταρτο μέρος του έργου, η σαφέστερη ταυτότητα καθεμιάς από τις διαφορετικού χαρακτήρα παραγράφους θα έδινε περισσότερη εκφραστικότητα στο σύνολο της μουσικής: το μεγαλόπρεπο στοιχείο άντεχε να ανθήσει με ακόμα μεγαλύτερη γενναιοδωρία και οι τρίλιες μπορούσαν να ηχήσουν πιο νευρικές, απελευθερώνοντας με μεγαλύτερη δύναμη όσα έπονται.
Δύσκολη αρχή
Λιγότερο επιτυχημένο υπήρξε το πρώτο μέρος της βραδιάς. Ισως επειδή ήταν το πρώτο έργο, ίσως επειδή είχε προετοιμαστεί λιγότερο από τα άλλα, η Εισαγωγή στη «Ροζαμούνδη» του Σούμπερτ άφησε τις λιγότερο καλές εντυπώσεις. Το αρχικό, αργό τμήμα της δεν αφέθηκε να «τραγουδήσει», ενώ ούτε το ζωηρότερο β΄ τμήμα απογειώθηκε όπως και όσο θα ήταν επιθυμητό. Πάλι, στο βασικό έργο, το Κοντσέρτο για πιάνο του Γκρηγκ, υπήρχε διαφορετικός βηματισμός ανάμεσα στον σολίστα Χαράλαμπο Αγγελόπουλο και την ορχήστρα, που δεν φάνηκε να τον παρακολουθεί όσο χρειαζόταν στενά. Παρότι δεν ήταν πάντοτε σίγουρος, ο πιανίστας έπαιξε με μουσικότητα και ευαισθησία. Αντιμετώπισε τις πλατιές φράσεις του α΄ μέρους με πλαστικότητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε την ταχύτητα, γεγονός που όμως τελικά δεν κατόρθωσε να αναδείξει τη μουσική, καθώς αντιμετωπίστηκε με αμηχανία από την ορχήστρα. Τα πράγματα ήσαν καλύτερα στο β΄ και στο γ΄ μέρος, όπου και ο Αγγελόπουλος υπήρξε πιο επιθετικός και ορμητικός.