«Μ’ αρέσει να λειτουργώ σαν ταχυδρόμος»

«Μ’ αρέσει να λειτουργώ σαν ταχυδρόμος»

5' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α ν επισκεφθείτε το σπίτι του Τζορτζ Στάινερ στο Κέμπριτζ πολύ πιθανό να σας καλωσορίσει στην πόρτα ο Μπεν, ένα τεράστιο αγγλικό τσοπανόσκυλο. Οπως και τα αφεντικά του, ο Μπεν έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει τον Τύπο. «Οι Γάλλοι τον λένε Μεσιέ Μπεν», λέει ο Στάινερ. «Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι ιδιαίτερα, τον συμπαθούν πολύ». Ο Μπεν, σημειώνει ο Στάινερ, έχει εμφανιστεί στο εξώφυλλο ενός γνωστού παρισινού λογοτεχνικού περιοδικού. Είναι αλήθεια ότι έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις στη μουσική; «Με το Μπολερό του Ραβέλ – γρυλλίζει. Αλλά του αρέσει πολύ ο Τσαϊκόφσκι». «Και ο Ντιουκ Ελινγκτον», προσθέτει η Ζάρα, η σύζυγος του Στάινερ, ιστορικός στο Κέμπριτζ.

Ο Μπεν έκανε επίσης μια σύντομη αλλά αξιομνημόνευτη εμφάνιση στο πιο πρόσφατο βιβλίο του Στάινερ, «My Unwritten Books» («Τα βιβλία που δεν έγραψα»). «Λόγω της ηλικίας μου», λέει ο Στάινερ, «είμαι πολύ κοντά στο τέλος της καριέρας μου ως συγγραφέα και δασκάλου. Και ήθελα να μιλήσω για πράγματα που πιθανότατα δεν θα μπορέσω να κάνω». Το βιβλίο αναφέρεται «εν είδει αποχαιρετισμού και με την ελπίδα ότι άλλοι θα αναλάβουν ένα-δυο από αυτά» σε επτά θέματα που θα ήθελε να πραγματευτεί. Ανάμεσά τους, μελέτες για τον φθόνο των διανοουμένων, τη συγκριτική εκπαίδευση, την κουλτούρα και τη θρησκεία, την εβραϊκότητα και το Ισραήλ. Ωστόσο, τα περισσότερα σχόλια για το βιβλίο εστιάστηκαν σε δύο κεφάλαια: Το «Of Man and Beast», όπου ο Στάινερ μιλάει για τη σχέση του με τα ζώα και περιγράφει όλους τους σκύλους που είχε, ανάμεσά τους τον Μπεν. Και το «The Tongues of Eros» που αφορά τη σχέση ανάμεσα στη γλωσσική και την ερωτική δραστηριότητα.

Το σεξ, πιστεύει ο Στάινερ, διαμεσολαβείται από τη γλώσσα με ενδιαφέροντες τρόπους. «Εχω κάθε λόγο να πιστεύω», γράφει, «ότι ένας άντρας ή μια γυναίκα που μιλάει πολλές γλώσσες, γοητεύει, κατακτά και θυμάται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το ποια γλώσσα χρησιμοποιεί κάθε φορά». Και δίνει μερικά τολμηρά, όσο και διασκεδαστικά παραδείγματα από τις προσωπικές του εμπειρίες.

Οι εξομολογήσεις αυτές προκάλεσαν αρκετή ευθυμία, ιδιαίτερα στην Αγγλία όπου γενιές βιβλιοφάγων έχουν σκοντάψει στους αδιόρατους σαρκαστικούς υπαινιγμούς και την ενίοτε μανδαρίνικη πρόζα του Στάινερ. Είναι δύσκολο να ρωτήσεις τον τόσο συμπαθητικό Στάινερ τι επιδίωκε μ’ αυτές τις εξομολογήσεις, και ίσως δεν χρειάζεται να ρωτήσεις: είναι 79 ετών, μια ηλικία όπου δεν είναι σπάνιο οι άντρες να ανακαλούν τους ερωτικούς θριάμβους άλλων εποχών. Τον γοητεύει αυτή η σύνδεση των ερωτικών περιγραφών με τη χρήση εξεζητημένων, κρυπτογραφικών εκφράσεων στα αγγλικά; «Μην ξεχνάτε, είμαι τετράγλωσσος, επομένως αγαπάω αυτή τη γλώσσα ελεύθερα, όχι από υποχρέωση. Λατρεύω τις δυνατότητές της. Και μ’ αρέσει να ρισκάρω γλωσσικά. Συχνά δεν μου βγαίνει σε καλό, αλλά καμιά φορά τα καταφέρνω, ελπίζω».

Ο Στάινερ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1929. Οι γονείς του ήταν Αυστριακοί Εβραίοι που είχαν πάρει τη γαλλική υπηκοότητα, και τα παιδιά της οικογένειας ανατράφηκαν μιλώντας γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά, στα οποία αργότερα ο Στάινερ πρόσθεσε τα ιταλικά. Ο πατέρας του, στέλεχος τράπεζας, «ήταν αγνωστικιστής, θαυμαστής του Βολταίρου», λέει ο Στάινερ.

Είχε όμως «εκείνη την εβραϊκή πεποίθηση ότι δεν υπάρχει υψηλότερη αποστολή από την εκπαίδευση» γι’ αυτό ενθάρρυνε το γιο του να κάνει κλασικές σπουδές. Οταν άρχισαν να διακρίνονται τα σύννεφα του πολέμου, «η μητέρα μου έλεγε αγανακτισμένη ότι οι Γερμανοί θα πέθαιναν στη Γραμμή Μαζινό αν τολμούσαν να επιτεθούν. Ευτυχώς, ο πατέρας μου είδε πιο καθαρά τα πράγματα». Ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Γερμανού πρώην συναδέλφου του, ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, ο Φρέντερικ Στάινερ κανόνισε να έρθουν εκεί η γυναίκα του και τα παιδιά του το 1940.

Αφού τέλειωσε το γαλλικό λύκειο στη Νέα Υόρκη, ο Στάινερ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και στο Χάρβαρντ, για να καταλήξει λέκτορας στην Οξφόρδη. «Ερωτεύτηκα την Αγγλία εκείνη την εποχή», λέει. Το 1952 άρχισε μια συνεργασία με το περιοδικό Economist που κράτησε τέσσερα χρόνια «από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου». Οταν τον έστειλαν να πάρει συνέντευξη από τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ στο Institute for Advanced Study του πανεπιστημίου του Πρίνστον, δέχτηκε να αναλάβει μια θέση στο διδακτικό προσωπικό. Γρήγορα όμως ήθελε να επιστρέψει στην Ευρώπη «ακόμα και με βάρκα αν χρειαζόταν» – και όταν του πρότειναν να διδάξει λογοτεχνία στο Κολέγιο Τσόρτσιλ του Κέμπριτζ πήγε τρέχοντας. Ηταν ήδη αρκετά γνωστός ως κριτικός, με βιβλία όπως τα «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (1958) και «Ο θάνατος της τραγωδίας» (1961), και στο Κέμπριτζ έγινε ένας πολύ δημοφιλής λέκτορας. Παράλληλα δημοσίευε συχνά σε λογοτεχνικά περιοδικά, βοηθώντας να γίνουν γνωστές στο βρετανικό κοινό φυσιογνωμίες όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Τεοντόρ Αντόρνο, ο Γκέοργκ Λούκακς, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Κλοντ Λεβί-Στρος.

Ιl Ρostino

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο Στάινερ απέκτησε σιγά-σιγά μια ξεχωριστή θέση στα ευρωπαϊκά γράμματα: ένας Εβραίος σοφός της Μεσευρώπης, ο μοντερνιστής διαλεκτικός που στηλίτευε τόσο τη σχολαστικότητα των Βρετανών λογίων όσο και τις ακροβασίες των Γάλλων θεωρητικών. Ανέβηκε στη στρατόσφαιρα του κυκλώματος των διαλέξεων, ενώ δημοσίευσε πολλά βιβλία, με πιο σημαντικό ίσως ανάμεσά τους το «Μετά τη Βαβέλ» (1975).

Δοκίμασε και τις δυνάμεις του στη λογοτεχνία -ποίηση και μυθιστόρημα- το αποτέλεσμα όμως δεν τον ικανοποίησε. «Οπως είπε ο Μπέκετ, θα μπορούσα να αποτύχω καλύτερα. Τι υπέροχη φράση!», λέει γελώντας. Και προσθέτει: «Εκτός κι αν είσαι πρώτης γραμμής λογοτέχνης -και πολύ λίγοι από μας είμαστε- τότε το λειτούργημα του γραμματοκομιστή, όπως το αποκαλώ, ή του δασκάλου, είναι ό,τι το καλύτερο. Το να υπηρετείς τα μεγάλα έργα, να στέλνεις επιστολές ελπίζοντας να βρουν καλό αποδέκτη, είναι νομίζω υπέροχο. Το πορτρέτο μου στη National Portrait Gallery επέμεινα να το ονομάσουν Il Postino, από εκείνο το ωραίο φιλμ για τον ταχυδρόμο του Νερούδα. Υπήρξα πολύ τυχερός, έχω σήμερα μαθητές μου σε έδρες στις πέντε ηπείρους».

Αμλετ χωρίς το Φάντασμα

Οι επιστολές του, πάντως, δεν είναι πάντα παρηγορητικές. «Καμιά κουλτούρα δεν έχει συμβόλαιο με την αιωνιότητα», λέει. «Οι συνθήκες που έκαναν δυνατή την ύπαρξη των γιγάντων στην ποιητική, αισθητική, φιλοσοφική παράδοση της Δύσης δεν υπάρχουν πια». Ο Στάινερ πιστεύει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει Αμλετ χωρίς το Φάντασμα, Missa Solemnis χωρίς τη λειτουργία».

Και αν νομίζεις ότι τα ζητήματα που αφορούν τη θρησκεία είναι «ανοησίες, ή παιδιάστικες κοινοτοπίες, ορισμένες διαστάσεις της τέχνης θα μείνουν απρόσιτες για σένα. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν η υπόθεση του αθεϊσμού υποστηρίζεται, ας μου επιτραπεί η έκφραση, με τόση χυδαιότητα». Τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα σήμερα, στη Βρετανία, «μου φαίνονται πολύ μινιμαλιστικά, πολύ στενά, χωρίς ανάληψη κανενός κινδύνου. Από τεχνική άποψη μπορεί ενίοτε να είναι αξιοθαύμαστα, αλλά πάει το μυαλό μου σ’ εκείνη τη φράση του Ρόι Κάμπελ, του Αυστραλού ποιητή: «Σε βλέπω να τραβάς τα χαλινάρια, αλλά πού στο διάβολο είναι το άλογο;»»

Ο Στάινερ, πάντως, έχει συνάψει ειρήνη με τον βρετανικό αντι-διανοουμενισμό. Από τη μια μεριά σκέφτεται ότι «είναι αξιοθρήνητο το γεγονός ότι τούτη η χώρα φέρεται τόσο άσχημα στην ιδεολογία και στην πνευματική συζήτηση. Ομως οφείλουμε πολλά στην ειρωνεία της. Στην ανοχή της.

Στην απόφασή της να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά πράγματα που για άλλες χώρες αποδείχτηκαν μοιραίες προκλήσεις. Είμαι σίγουρος ότι αν η απίθανη ρητορική δεινότητα του Χίτλερ είχε δοκιμαστεί στο Χάιντ Παρκ, ο κόσμος θα έλεγε «Βρε δεν μας παρατάς!» και θα έφευγε. Αυτό είναι κάτι πραγματικά θαυμάσιο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή