Τραγούδια στην εποχή της μουγγαμάρας

Τραγούδια στην εποχή της μουγγαμάρας

8' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει πάρει την κατηφόρα το ελληνικό τραγούδι; Η ερώτηση δεν είναι ρητορική. Η κατακόρυφη πτώση στις πωλήσεις δίσκων, η γκρίνια για το ότι δεν βγαίνουν καλά και πρωτότυπα πράγματα, η στροφή σε μελωδίες από το εξωτερικό, οι οποίες ντύνονται με ελληνικούς στίχους, και ο βομβαρδισμός από μεγάλη μερίδα των ραδιοφωνικών σταθμών και της τηλεόρασης με αναλώσιμα λαϊκοπόπ σουξέ, προβληματίζουν. Αρκετοί κάνουν λόγο για έλλειψη έμπνευσης ακόμη και από συνθέτες που μας έχουν χαρίσει διαμάντια στο παρελθόν. Στέρεψε η πηγή; Και αν πράγματι η παλιά γενιά περνάει την κρίση της «τρίτης ηλικίας» τι γίνεται με τους νέους; Σίγουρα η θέση τους δεν είναι εύκολη σε ένα περιβάλλον που κυρίως, λόγω του Διαδικτύου, αλλάζει δραματικά. Οι δισκογραφικές εταιρείες επενδύουν σε σίγουρα χαρτιά, έστω και αν αυτά καίγονται γρήγορα και φυσικά τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες μουσικών σκηνών και νυχτερινών κέντρων. Τελικά, υπάρχουν τραγουδοποιοί ή τελείωσε το ταλέντο; Οι συνθέτες Θάνος Στ. Μικρούτσικος και Γιώργος Ανδρέου και ο ραδιοφωνικός παραγωγός και στιχουργός Οδυσσέας Ιωάννου δίνουν απαντήσεις και θέτουν εκ νέου ερωτήματα, σε μία προσπάθεια να ξεδιαλύνουν το νέφος που έχει σκεπάσει την πιο δημοφιλή μορφή τέχνης της Ελλάδας.

Οδυσσέας Ιωάννου

Αντί να βάλουν πλάτη, το βάζουν στα πόδια

Εχουμε τραγουδήσει πολλές ξένες μελωδίες με ελληνικούς στίχους στα ογδόντα χρόνια του νεοελληνικού τραγουδιού. Θα τολμούσα να πω πως ξεκινήσαμε έτσι, αν ανατρέξουμε στους «ευρωπαϊκούς» ρυθμούς και στις γνωστές για την εποχή μελωδίες που μας έρχονταν από τα σαλόνια της Ευρώπης, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Ο τρόπος που γινόταν τότε ήταν μια καθαρή έκφραση επαρχιωτισμού, όταν η καλή κοινωνία της Αθήνας έπρεπε να βρει για τις βεγγέρες της ένα πιστοποιημένο από τις δυτικές χώρες μουσικό περιβάλλον. Ευτυχώς, τα επόμενα χρόνια, απελευθερώθηκε όλος ο μελωδικός ποταμός αυτής της χώρας και το ελληνικό τραγούδι έφτασε στις μέρες μας να είναι το ανθεκτικότερο -από άποψη χρονικής διάρκειας- εθνικό τραγούδι της Ευρώπης, εξαιρουμένου του αγγλοσαξονικού.

Μία τόσο δυνατή σχολή, με τέτοιους πατέρες, δεν έχει λόγο να φοβηθεί την «ανταλλαγή» υλικών για το φτιάξιμο των τραγουδιών. Τίποτα το μεμπτό στα δάνεια ξένων αγαπημένων μελωδιών, παρά το γεγονός πως τα τραγούδια είναι προϊόντα «ιδανικών» συνθηκών και μοναδικών στιγμών και κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους αλλάζουμε την γλώσσα, ας γράψουμε καινούργια. Εχουν βέβαια προκύψει και εξαιρετικά τραγούδια στο παρελθόν, ακολουθώντας αυτήν τη διαδικασία.

Εχω την εντύπωση όμως πως αυτό είναι πολύ διαφορετικό από τη μόδα των τελευταίων χρόνων στο ελληνικό τραγούδι. Νομίζω πως έχει στηθεί μία φάμπρικα που απαξιώνει -όχι το ελληνικό τραγούδι βέβαια- αλλά όσους την εφαρμόζουν. Καταξιωμένες και μη τραγουδίστριες και τραγουδιστές, μέσα στον πανικό της ανεύρεσης σουξέ, παίρνουν επί τούτου hot μελωδίες του εξωτερικού, τους φοράνε δύο εύκολα αισθηματικά λογάκια και βγάζουν κανά χρόνο ακόμα στο air play των ραδιοφώνων.

Φυσικά παίρνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί -το έχω κάνει κι εγώ δύο φορές στο παρελθόν με τον Γιώργο Νταλάρα στο Con te partiro και με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο «Σ’ αγαπάω ακόμα»- και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από κάτι που πια το θεωρώ από γραφική έκφραση επαρχιωτισμού έως καθαρή παραδοχή της ανεπάρκειάς μας. Ουσιαστικά το βάζουν στα πόδια άνθρωποι που θα περίμενες -δεν ξέρω γιατί- να βάλουν πλάτη. Είναι κρίμα γιατί ορισμένα σου αφήνουν τη γεύση μεταγλωττίσεων βραζιλιάνικων σίριαλ… Και δεν τα λέω αυτά ορμώμενος από καμιά «εθνική» στενοχώρια – κάθε άλλο. Αν το μελωδικό μας ποτάμι στέρεψε, στέρεψε και το τραγούδι μας, δεν ξαναγεμίζει με νεροπίστολα, και περιμένω κι εγώ να δω τι υπάρχει παρακάτω.

Θάνος Στ. Μικρούτσικος

Και ταλέντο υπάρχει και σπουδαία τραγούδια

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίζει να διαφαίνεται μια κρίση που διαπερνά καθέτως την ελληνική (αλλά και την ευρωπαϊκή) κοινωνία, η οποία σήμερα έχει βαθύνει τόσο πολύ ώστε να μιλάμε για μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν ρωγμές και να οδηγούνται σε κατάρρευση τμήματα του εποικοδομήματος όπως είναι η τέχνη και ο πολιτισμός. Τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης και αυτής της νέας πραγματικότητας φαίνονται πια καθαρά πάνω στο σώμα του έντεχνου νεοελληνικού τραγουδιού.

Σε μια κοινωνία βάρβαρου καπιταλισμού, που αντικατέστησε το Εμείς με το Εγώ, τα ΜΜΕ και κυρίως ο ηλεκτρονικός Τύπος -που λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο του κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού- πριμοδοτεί επί 24ώρου βάσεως το ευτελές – life style τραγούδι, αφού αυτό συμβάλλει στην εμπέδωση του τρόπου ζωής που απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποσιωπώντας κυριολεκτικά το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι και κυρίως τους νεότερους εκπροσώπους του.

Το ενδιαφέρον των νέων για την κάλυψη του ελεύθερου χρόνου τους μετατοπίστηκε στο Διαδίκτυο -το οποίο βεβαίως είναι σημαντική ανακάλυψη εφ’ όσον χρησιμοποιηθεί σωστά- όχι όμως για κάθετη βουτιά στη γνώση αλλά για οριζόντια -άρα επιδερμική- ανάγνωση και παιχνίδι.

Η απαράδεκτη στάση της πολιτείας για την πάταξη της πειρατείας που συνεχώς μεγαλώνει, αλλά και η λαϊκίστικη συμπεριφορά εκπροσώπων της και άλλων φορέων που θεωρούν ότι το τραγούδι μας πρέπει να ακούγεται δωρεάν! Και βεβαίως η πειρατεία στο Διαδίκτυο.

Η κατάρρευση της δισκογραφικής βιομηχανίας έγινε όχι μόνο λόγω της φύσης της -η δισκογραφική βιομηχανία ποτέ δεν επέβαλε το γούστο της στην κοινωνία, ακολουθούσε πειθήνια κελεύσματα άλλων, όπως στις τωρινές συνθήκες τη γραμμή της ιδιωτικής τηλεόρασης- αλλά και από δικά της λάθη. Ξεπούλησε μέσα σε λίγα χρόνια σημαντικά τραγούδια και ολοκληρωμένα μουσικά έργα, με στόχο οι ετήσιοι ισολογισμοί να έχουν θετικό πρόσημο, «ξεγελώντας» τη μαμά εταιρεία ότι είναι ακόμα κερδοφόρα. Οι executives που έκαναν αυτό για το μικροσυμφέρον τους -έτσι και αλλιώς άσχετοι με τη μουσική οι περισσότεροι στην τελευταία δεκαετία- συνέβαλαν με αυτόν τον τρόπο στην κατάρρευση της δισκογραφικής βιομηχανίας.

Σημαντικός ακόμη παράγων που μαζί με τους άλλους δίνει τη χαριστική βολή στο τραγούδι μας είναι η τεράστια ακρίβεια ακόμα και στα βασικά αγαθά διατροφής που ισχύει σήμερα. Μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ως εκ τούτου περιορίζεται δραματικά το αγοραστικό κοινό για το ελληνικό τραγούδι.

Και ενώ υπάρχουν όλοι αυτοί οι παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στη δραστική μείωση της επιρροής του έντεχνου νεοελληνικού τραγουδιού, ακούμε, βλέπουμε και διαβάζουμε κάποιες «αναλύσεις» για το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι από δημοσιογράφους, ραδιοφωνικούς παραγωγούς, ακόμη και τηλεπαρουσιαστές(!), στις οποίες η κύρια αιτία για την κρίση έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια σημαντικοί συνθέτες και οι νεότεροι τραγουδοποιοί έχουν περιορισμένο ταλέντο, με άλλα λόγια ότι δεν βγαίνουν τραγούδια. Οπότε αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα, από αυτές τις «αναλύσεις», τι να κάνουμε κι εμείς, προβάλλουμε τα λαμπερά της άλλης πλευράς.

Ισχυρισμοί είτε αφελείς και ανόητοι είτε εκ του πονηρού. Διότι μπερδεύουν -και αυτοί ακόμη που έχουν αγαθές προθέσεις- το ταλέντο με τη λειτουργία της τέχνης του τραγουδιού στη σημερινή κοινωνία.

Κυρίες και κύριοι των Μέσων, οι νεότεροι από εμένα τραγουδοποιοί και συνθέτες έχουν ισχυρότατο ταλέντο και παράγουν σπουδαία τραγούδια. Και είναι τυχερή η γενιά μου, γιατί αν είχε εφευρεθεί το ταλεντόμετρο, θα βρισκόμαστε προ εκπλήξεων. Αφήστε λοιπόν όσοι έχετε καλές προθέσεις τις βαρύγδουπες «αναλύσεις» και προσπαθήστε να συμβάλετε στη διάσωση και την προστασία του τραγουδιού.

Αλλά βεβαίως το μεγάλο βάρος πρέπει να το αναλάβει η πολιτεία και θεσμοί που εξαρτώνται από αυτήν. Το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος, έτσι όπως -έστω ελλιπώς- γίνεται με τον σοβαρό κινηματογράφο, το σοβαρό θέατρο, τα μουσεία, την πολιτιστική κληρονομιά γενικότερα. Γιατί μόνο έτσι το τραγούδι μας μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και η γενιά του 2000 όπως και οι επόμενες να συμβάλλουν στην ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνσή του.

Καθ’ ότι, με όλο τον σεβασμό στο αποτύπωμα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Φειδία, του Αριστοτέλη, του Ρωμανού του Μελωδού, τα αποτυπώματα του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, όπως βεβαίως και του Σκαλκώτα και του Χρήστου και όσων έρχονται μετά, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα.

Γιώργος Ανδρέου

Η πειρατεία πλήττει πιο πολύ τον νέο δημιουργό

Μερικές πικρές αλήθειες: Το CD στην Ελλάδα ευτελίστηκε πολύ περισσότερο απ’ όσο στις παγκόσμιες αγορές. Ευθύνονται ιδιαίτερα γι’ αυτό η πειρατεία, καθώς και το καρκίνωμα που ονομάζεται premium. Σε κανένα μέρος του πολιτισμένου κόσμου δεν διανοήθηκε κανείς να προσφέρει ως δώρο (ή σε χαμηλή τιμή αγοράς) ολοκληρωμένο μουσικό έργο ή σύνολο εργογραφίας σημαντικού δημιουργού ή εκτελεστή. Η τακτική αυτή κατέστρεψε το κύρος του μέσου (CD), αφού το ίδιο μέσο εμφανίζεται στην αγορά σε εξωφρενικά διαφοροποιημένες τιμές. Φανταστείτε πχ μια… Μercedes να πωλείται στη μια αντιπροσωπεία 100.000 ευρώ και στην άλλη 50.000 ευρώ!

Εξαιρώ το Διαδίκτυο, όχι επειδή δεν πιστεύω πως κι εκεί πρέπει να μπουν κάποιοι κανόνες, αλλά επειδή το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σύνθετο και χρειάζεται εξειδικευμένη και σε βάθος συζήτηση. Μπορώ να πω ενδεικτικά πως η επιπόλαιη ιδέα που υποστηρίζεται με αναλύσεις διαφόρων, ότι δήθεν ο καλλιτέχνης οφείλει να αμείβεται από τις ζωντανές του εμφανίσεις και να «χαρίζει» την ηχογραφημένη μουσική του δημιουργία, αγνοεί βασικές παραμέτρους: Πώς θα αμειφθεί φερ’ ειπείν ο δημιουργός που δεν τραγουδάει ούτε παίζει ικανοποιητικά κάποιο όργανο; Θα τον ανεβάσουν στη σκηνή ως ντεκόρ; Ωστόσο, το κεντρικό πρόβλημα σήμερα για ένα νέο άνθρωπο που γράφει τραγούδια ή ερμηνεύει (ή όλα μαζί) είναι ποιος θα πληρώσει τα έξοδα ηχογράφησης του έργου και τα διαφημιστικά κόστη κοινοποίησης της έκδοσης.

Οσοι πανηγύριζαν για την πειρατεία που χτυπάει δήθεν τις «κακές» δισκογραφικές, δεν σκέφτηκαν πως σε μια μικρή αγορά όπως η Ελλάδα η πειρατεία πλήττει περισσότερο τον νέο Ελληνα δημιουργό, αφού για τις εταιρείες είναι πανεύκολο να σταματήσουν τις ασύμφορες εκδόσεις (ποιοτικών) ελληνικών μουσικών προϊόντων και να κάνουν αυτό που ξέρουν πολύ καλά – να εισάγουν ξένους δίσκους, τροφοδοτώντας τη νεανική αγορά κυρίως και διαστρεβλώνοντας μια σχέση πολλών χρόνων, ιστορικά φορτισμένη, του ελληνικού τραγουδιού με το εθνικό του ακροατήριο. Οι λύσεις για τους νέους είναι, φοβάμαι, όλες οδυνηρές και πολύπλοκες. Το Διαδίκτυο είναι ένας τόπος όπου συνωθούνται χιλιάδες χιλιάδων, για να ευνοηθούν στο τέλος της μέρας ελάχιστοι.

Αλλά και το τοπίο της ζωντανής μουσικής είναι θολό: υπάρχουν κάποιοι χώροι, πολύ λίγοι σε σχέση με το μέγεθος του κοινού, αλλά και τον αριθμό των νέων καλλιτεχνών που επιζητούν να εμφανιστούν επί σκηνής. Η ενίσχυση και η διαφήμιση τους από σοβαρά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης θα βοηθούσε σημαντικά τους νέους δημιουργούς. Ισως να έχει φτάσει πια και η ώρα του κράτους: Ας προστεθεί στο Κέντρο Κινηματογράφου και στις κρατικές θεατρικές επιχορηγήσεις και ένα ίδρυμα ελληνικού τραγουδιού και ελληνικής μουσικής, με στόχο του τη χρηματοδότηση και ενίσχυση της μουσικής δημιουργίας των νέων ανθρώπων. Αλλά και η κρατική ραδιοφωνία και ραδιοτηλεόραση υποχρεούται (ως κρατική) στην αναζήτηση τρόπου ενίσχυσης των νέων καλλιτεχνών της μουσικής – ένα Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης μια φορά το χρόνο δεν φτάνει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή