Γράφω εύκολα μουσικές, σαν να πίνω νερό

Γράφω εύκολα μουσικές, σαν να πίνω νερό

6' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι φίλοι του τον λένε «τρελοκομείο». Είναι ο Λάκης Παπαδόπουλος, Αποστόλης το όνομά του κανονικά, που για το κέφι αλλά και την εφορία στα νιάτα του το άλλαξε σε «Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ». Τραγουδοποιός ορισμένων από τα πιο ετερόκλητα και δημοφιλή τραγούδια της τελευταίας 25ετίας, έχει ταυτιστεί με το ελληνικό ροκ, αν και ο ίδιος δηλώνει οπαδός του ροκ εν’ ρολ. Είναι το ίδιο πρόσωπο που έγραψε τον «Κουρσάρο» σε στίχους Παύλου Μάτεσι, το τραγούδι που άλλαξε την καριέρα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου καθιερώνοντάς τον από εκφραστή του πολιτικού τραγουδιού σε αμετανόητο ροκά, αλλά και το «Για να σ’ εκδικηθώ» που έκανε σουξέ ο Δημήτρης Μητροπάνος. Το «Πάρε πασά μου» με την Ελένη Δήμου, την πολυτραγουδισμένη «Σερενάτα» και το «Batida De Coco» που σημάδεψε η Αρλέτα, τη «Γυριστρούλα» και τη «Μενεξεδιά». Δεν είναι μόνο η ικανότητα που έχει ο Λάκης Παπαδόπουλος να πηγαίνει από το ένα είδος στο άλλο, η όρεξη για μουσικά παιχνίδια και κόντρα συνεργασίες, αλλά και το διαβολεμένο κέφι που τον χαρακτηρίζει. Στα 58 πια, κι ας μην του φαίνεται καθόλου, έχει το ίδιο ψύχραιμο και σοβαρό ύφος όταν μιλάει, με τις ατάκες μόνο να προδίδουν κατά διαστήματα το υποδόριο χιούμορ του. Κι όταν του επισημαίνεις πως έχει γράψει ωραία λαϊκά, δηλώνει δυτικόπαιδο στη μουσική κουλτούρα. Ο δίσκος «Της νύχτας τα ηχεία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα με επανεκτελέσεις και ελάχιστο καινούργιο υλικό, περιέχει σε δύο cd τις επιτυχίες του. Και το ομώνυμο τραγούδι, που έδωσε τον τίτλο του δίσκου σε στίχους του Γιώργου Βρούβα με τη φωνή του Μητροπάνου. Μοιάζει με ψυχογράφημα του Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ, ένας απολογισμός της δουλειάς και της καριέρας του.

Δεν χρειάζεται μάθημα μουσικής αλλά ακρόασης

Νομίζουν ότι είμαι ένας ιδιόμορφος ροκάς. Για να πω την αλήθεια, εμένα το ροκ εν’ ρολ μού άρεσε. Στα χρόνια που ξεκίνησα ήταν η ποπ. Η εποχή που έβγαλα πολλά 45άρια. Τη δεκαετία του ’80 έκανα το πρώτο άλμπουμ. Σήμερα, παρότι η δισκογραφία είναι στριμωγμένη, για μένα είναι καλή εποχή. Γράφω και για νέα παιδιά, νιώθω ότι έχω ιδέες, ότι δεν έχω στερέψει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της δισκογραφίας είναι η μεγάλη προσφορά και η μικρή ζήτηση. Κάθε μέτριος που έχει ένα λαϊκό ηχόχρωμα στη φωνή του κάνει δίσκο. Υπάρχουν δεκάδες τέτοια παιδιά με όνειρα να γίνουν αστέρες της λαϊκοπόπ, και λίγους μήνες μετά την έκδοση του πολυπόθητου δίσκου τους, δυστυχούν. Παίζω σε διαφορετικά ταμπλό και μου αρέσει. Είμαι ικανός και για φασόν. Επαγγελματίας συνθέτης είμαι, λειτουργώ σαν ράφτης. Μπορώ να κόψω και να ράψω στα μέτρα του καθενός.

-Δεν θέλω να γράφω λαϊκά. Δεν τα αγαπάω. Μου αρέσει το λαϊκό του Τσιτσάνη ή του Μητσάκη, όχι όμως του Ζαμπέτα. Θα λένε όλοι «τι λέει αυτός τώρα;». Αλλά αν προτιμώ τον Μητσάκη, είναι επειδή κρύβει και νησιώτικο χρώμα.

-Ο «Κουρσάρος» γράφτηκε κατά παραγγελία. Ηταν πριν από 26 χρόνια. Ο αδερφός μου ήταν και παραμένει φίλος με τον Παύλο Μάτεσι. Του είπε: «Γράψε κάτι για μηχανή για τον αδερφό μου» και έτσι το δέσαμε. Τώρα το δισκογράφησα πρώτη φορά με τη δική μου φωνή. Εχω ευκολία να γράφω μουσικές. Σαν να πίνω νερό. Πολλά τα ξεχνάω όταν περνάει ο καιρός. «Εγώ το έγραψα;», το έχω πει κι αυτό. Εγραψα μουσική για στίχο του Μάνου Ελευθερίου και ένα χρόνο μετά, όταν με ρώτησε ο Κουμπιός αν μου άρεσε το αποτέλεσμα, δεν θυμόμουν ότι ήταν δικό μου.

Μου αρέσουν οι ερμηνεύτριες που τραγουδούν ανδρικά. Η ανδρική στιβαρότητα της Βέμπο ή της Μοσχολιού. Αλλά και οι φωνές των Αμπα που είναι κοριτσίστικες. Επίσης η βραχνάδα της Τζόπλιν. Γενικά θέλω να είναι είτε αρκετά αυστηρές είτε έντονα θηλυκές. Το ενδιάμεσο δεν το μπορώ. Η ανδρική φωνή θέλω να έχει γρέζι μέσα της για να μου αρέσει. Τρελαίνομαι ωστόσο για τον Ρόμπι Ουίλιαμς. Είναι ο καλύτερος ερμηνευτής της εποχής μας.

-Εχω δώσει σε πολλούς. Αρλέτα, Μητροπάνο, Δάντη, Ζορμπαλά, Κατσιμίχα, Μητσιά, Μπάμπαλη, Πλιάτσικα, Πουλικάκο, Στόκα, Ρουβά, Μαργαρίτη, Χατζηγιάννη, Λεονάρδου κ.ά. Εχω δουλέψει με πολλούς. Και πολλοί καινούργιοι έχουν καλές φωνές. Στα τραγούδια υστερούμε. Ολοι παίρνουν ένα κομπιούτερ, την τράπεζα ήχων, και γράφουν δανεικά. Ψάχνουν τη φωνή του Τζο Κόκερ, το πιάνο του Τσικ Κορία, το μπάσο του Στάνλεϊ Κλαρκ και γράφουν τραγούδια.

-Γεννήθηκα στην Αθήνα από γονείς νησιώτες. Από τη Λέσβο και την Κέα. Η ιδιότητά μου δεν είναι συνθέτης αλλά ακροατής. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος – δημοσιογράφος και ψάλτης. Εψελνε στον Αγιο Ισίδωρο και στον Αϊ-Γιώργη στον Λυκαβηττό. Ο παππούς ήταν κι αυτός ψάλτης στον Αγιο Θωμά. Παρότι στο σπίτι ακουγόταν η βυζαντινή μουσική, εγώ δεν ήθελα ούτε να την ακούσω. Αυτό που με επηρέασε και με γοήτευε ως παιδί ήταν το ελαφρύ τραγούδι.

-Πλακατζής. Μαθητής, με το ζόρι περνούσα τις τάξεις. Χαμηλών τόνων αλλά πειραχτήρι. Και με τους καθηγητές. Ομως δεν μου έδειχναν σκληρότητα. Ημουν βλέπεις καλό παιδί. Δεν κάπνιζα, γελούσα μόνο.

Κάναμε ένα συγκρότημα στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ημουν 11-12 ετών. Αγαπούσα πολύ τη μουσική σαν ακροατής. Στον δρόμο μας βρήκαμε ένα άλλο μικρό παιδί, τον Γιώργο Καρατζαφέρη. Εκανε τον παραγωγό μας. Εφηβικά πράγματα με τη χαρά της εποχή μας. Θα μπορούσαν να το κάνουν και τα παιδιά μας που φοβούνται να περάσουν τον δρόμο.

-Επαγγελματίας δεν είμαι ούτε τώρα. Στην ουσία κάνω το παιδικό μου κέφι. Πήρα σύνταξη απ’ την ΕΡΤ όπου δούλευα παραγωγός – είχα βέβαια ένσημα και από άλλες δουλειές. Λινοτύπης, σερβιτόρος -σε ένα νοσοκομείο, προκειμένου να αγοράσω την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα- και άλλα. Είχα περάσει στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με ένα τραγούδι που είχε πει ο Γιάννης Δημητράς με τίτλο: «Ο κυρ Μαθιός ο θυρωρός». Γύρισα όμως και τον μισό κόσμο με κρουαζιερόπλοια στα οποία δούλευα ως μουσικός. Αρχισα να φαίνομαι μετά τους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι, όπου διακρίθηκα με το «Και θα χαθώ». Πολλοί νομίζουν ότι άκουγα ροκ. Ροκεντρολιάρης ήμουν, όχι ροκ. Ο Σιδηρόπουλος, ο Ασιμος, οι Φατμέ δεν μου άρεσαν ποτέ. Ακόμη και τώρα τρελαίνομαι ακούγοντας Γούναρη, Αττίκ, Μωράκη, Γεωργιάδη, Σουγιούλ…

-Τα αγαπημένα μου ελληνικά. «Να με παίρνανε τα σύννεφα» με τη Βέμπο, «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις», «Η νησιώτισσα» με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, «Χαρά μου», «Εκείνον» με τη Νάντια Κωνσταντοπούλου. Μου αρέσει και ο Γιάννης Βογιατζής, που άγεται και φέρεται στα πρωινάδικα και κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει για το τραγούδι. Για μένα πάνω από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι είναι ο Τσιτσάνης. Μετά ο Θεοδωράκης γιατί έχει μέσα του τον Χατζιδάκι και τρίτος ο Χατζιδάκις γιατί δεν έχει μέσα του τον Θεοδωράκη. Υστερα είναι οι ριγμένοι ελαφροί δημιουργοί.

-Αφήνω τον γιο μου να πάει με τη μόδα για να μη γίνει δυστυχισμένος. Η δεξαμενή των παιδιών είναι άδεια. Ο,τι της ρίξεις μέσα το θυμούνται σε όλη τη ζωή τους. Εχει σημασία τι θα ρίξεις. Από το σχολείο αρχίζουν όλα. Δεν χρειάζεται μάθημα μουσικής αλλά ώρα ακρόασης. Από το προνήπιο. Βάλτε στα παιδιά να ακούσουν Χατζιδάκι, Τσιτσάνη, Μπιτλς, Ξυλούρη, Σαββόπουλο, Μούτση, Κατσιμιχαίους, Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, νησιώτικα, τζαζ. Η μουσική είναι θέμα παιδείας και ακρόασης. Οταν το παιδί έρθει στο σπίτι κι ακούσει το σκυλάδικο, θα ζητήσει μόνο του από τον μπαμπά του το καλό. Τα παιδιά σήμερα παγιδεύονται. Θα ‘θελα να προτείνω στο υπουργείο Παιδείας να υπάρχει μια τέτοια ώρα. Ωρα ακρόασης στα σχολεία.

-Θαρραλέος και θρασύς. Πήρα μια μπομπίνα και χωρίς να ξέρω καλά αγγλικά πήγα στο Λονδίνο στον διευθυντή της Decca. Πήγα να πουλήσω τη δουλειά μου. Σήμερα το μάρκετινγκ και τα κόνσεπτ προλαβαίνουν τα πάντα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή