Μια κοιλάδα γεμάτη διαβόλους

Μια κοιλάδα γεμάτη διαβόλους

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τσέσλαβ Μίλος

Η κοιλάδα του Ισσα

μετ.- επιμ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

εκδ. Καστανιώτη

«Πάντοτε πίστευα ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ανήκει σε μια […] ιδεώδη λιθουανική λογοτεχνία. Στη λογοτεχνία αυτή, […] έχουμε αυτούς τους χαρακτήρες και αυτά τα μοτίβα, αυτά τα τοπία και αυτές τις εποχές, αλλά, δυστυχώς, δεν έχουμε κανένα μυθιστόρημα που να τα συναιρεί όλα σε ένα τόσο ολοκληρωμένο και όμορφο έργο. Το εν λόγω μυθιστόρημα ανήκει στην πολωνική λογοτεχνία. Υπό μία έννοια όμως, αυτό δεν έχει τελικά καμία σημασία».

Η περιγραφή της «Κοιλάδας του Ισσα» από τον φίλο του Τσέσλαβ Μίλος, Λιθουανό ποιητή Τομάς Βενκλόβα μας εισάγει κατευθείαν στην ιδιαιτερότητα του έργου: ο Πολωνός νομπελίστας Μίλος, σημαδεμένος από την ξενότητα και την εξορία, έγραψε ένα αριστουργηματικό πολωνικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ακρογωνιαίος λίθος της λιθουανικής μυθιστοριογραφίας. Γεννημένος στη Λιθουανία, που απ’ όταν έπαψε να είναι ένα «απάτητο δάσος που το επισκέπτονταν λιγοστά πλοία των Βίκινγκς και μόνο» δεν σταμάτησε να αλλάζει χέρια. Εζησε στην Πολωνία, υπηρέτησε αρχικά ως διπλωμάτης το κομμουνιστικό καθεστώς και στη συνέχεια ζήτησε πολιτικό άσυλο στο Παρίσι (1951). Το 1960, μετακόμισε στις ΗΠΑ. Γύρισε στην Πολωνία μετά το Νόμπελ του 1980 και όταν πια τα έργα του κυκλοφορούσαν ελεύθερα, όπου και πέθανε.

Αντιφρονών, όχι ως λαμπρό πνεύμα αλλά ως ευαίσθητο στομάχι όπως έλεγε, συγγραφέας ενός θρυλικού δοκιμίου για τον ολοκληρωτισμό («Η αιχμάλωτη σκέψη», Ευρωεκδοτική), ο Μίλος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του καιρού μας, καθώς εντάσσει την Ιστορία σε μια ποίηση έντονα μεταφυσική, όσο και ριζωμένη στα πράγματα καθαυτά, τα οποία μεταμορφώνει. Αρνήθηκε τη λειτουργία της «υγιούς» σοσιαλιστικής τέχνης, διεκδικώντας το δικαίωμα της τέχνης στην πλάνη και προείπε τα κακά του πολέμου, αλλά και την πτώση του ολοκληρωτισμού – την ώρα που «εκατομμύρια οπαδοί της Νέας Πίστης θα στραφούν εναντίον της».

Πολιτική κριτική

Ενα από τα σημαντικότερα έργα του, η «Κοιλάδα του Ισσα», γραμμένη στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και δημοσιευμένη το 1955, μιλάει για τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Λιθουανία, μακριά από τους γονείς του, στο σπίτι των παππούδων του. Από το έργο δεν λείπει η πολιτική σκέψη και κριτική, όπως στην πραγμάτευση της σχέσης αφεντάδων – χωρικών· ή στη θαυμάσια παρωδία με τη συνέλευση των διαβόλων που ενημερώνονται από την Κεντρική Επιτροπή τους για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς τους: «λήγουν τα χοροπηδητά στα δάση και στους αγρούς» […], η πρόοδος τους εγκλωβίζει σε ζοφερές γωνιές της γης». Είναι οι πάμπολλοι διάβολοι που αποτελούν το πλέον διακριτικό γνώρισμα του Ισσα και της κοιλάδας του και κάνουν τον συγγραφέα να αναρωτιέται: «πώς να ξεχωρίσει κανείς τα όντα που ήρθαν στην περιοχή με την εμφάνιση του Χριστιανισμού από τα άλλα τα αρχαιότερα;».

Δεν λείπει ο μεταφυσικός προβληματισμός, συχνά από πρόσωπα απροσδόκητα, όπως ο νεαρός νταής Ντόμτσιο, πρότυπο για τον Τόμας, που συναρτά την περί Θεού ανάλυσή του με την κοινωνική αδικία· αλλά και ο «αιρετικός και προδότης» μακρινός πρόγονος του Τόμας με τις θεολογικές ανησυχίες. Πανταχού παρόν το χιούμορ, η χαρακτηριστική λεπτή ειρωνεία του, χρωματισμένη συχνά με τρυφερότητα. Ενώ η αντίληψή του για το απρόσφορο των ειδολογικών διακρίσεων, που τόσο ωραία καταγράφει στο ποίημα του «Ars poetica»: «Πρόσβλεψα πάντα σ’ ένα σχήμα πιο άνετο, / ελεύθερο από τις απαιτήσεις της ποίησης ή της πρόζας, / που θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον δίχως να εκθέτει / τον ποιητή ή τον αναγνώστη σε υπέρτατες αγωνίες», βρίσκει εδώ λαμπρή εφαρμογή.

Αυτό που δίνει όμως τον τόνο στο κείμενο, είναι η νοσταλγία που επενδύει την αναρώτηση για την ταυτότητα, για τον ορισμό του προσωπικού μέσα από το συλλογικό, όπως την εκφράζει ο ίδιος ο μικρός Τόμας που, όπως ωραία το θέτει η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου στο εμπεριστατωμένο επίμετρό της, είναι και δεν είναι ο Μίλος: «πώς συμβαίνει να είμαστε αυτοί που είμαστε; Από τι εξαρτάται; Και ποιος θα ήταν αν είχε γίνει κάποιος άλλος;».

Ποιητικό μυθιστόρημα μαθητείας, η «Κοιλάδα του Ισσα» μιλάει για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και από τον προπτωτικό, φυσικό παράδεισο στο άστυ. Το μυθιστόρημα έχει παραλληλιστεί με το «Ουόλντεν» του Χένρι Ντέιβιντ Θορό, την «Παιδική ηλικία» του Τολστόι και πολλά άλλα. Ο Ελληνας αναγνώστης, όμως, εύκολα αντιλαμβάνεται μια πολύ πιο οικεία, όσο και αναπάντεχη, συγγένεια: αυτήν με τον Παπαδιαμάντη. Σαν τη Σκιάθο, η Λιθουανία είναι ένας τόπος εκτός χρόνου -παρόλο τον απόηχο της Ιστορίας-, μια Εδέμ όπου κανείς μπορεί να προσεγγίσει την ευτυχία μέσα από την αθωότητα. Ο καθολικισμός του Μίλος, σαν την ορθοδοξία του Παπαδιαμάντη, δεν αποκλείει τον παγανισμό και τον πανθεϊσμό. Το κείμενο, περισσότερο βιωματικό παρά αμιγώς αυτοβιογραφικό, όπως και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, έχει χαλαρή πλοκή, κάτι που ορισμένοι κριτικοί του έχουν προσάψει ως μειονέκτημα.

Σκηνές της καθημερινότητας

Ο Μίλος περιγράφει πολλές σκηνές της καθημερινής ζωής, όπως και ανθρώπινους τύπους με το γνωστό του χιούμορ, σε μια κοινωνία οργανικά συνδεδεμένη με τη Φύση. Οι παππούδες του Τόμας, οι περιπέτειές του με τις πρώτες φιλίες του, η εξωτερική πραγματικότητα που εισβάλλει υπό μορφή χειροβομβίδας στο δωμάτιό του, που ευτυχώς δεν σκάει, τα παιχνίδια, ο έρωτας και ο θάνατος μέσα από τις ζωές των ανθρώπων του χωριού, τα δέντρα, τα φυτά, τα πουλιά, τα ζώα, όλα παρουσιάζονται με έναν ποιητικό ρεαλισμό που δημιουργεί μοναδική ατμόσφαιρα. Και μέσα από τη μελέτη των ηθών, την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού με αναγωγή στις ρίζες, στη γη την ίδια, τα μαύρα χώματα του Ισσα, τίθενται ερωτήματα καίρια, για την έννοια του εθνικού, του ταξικού, το νόημα της θρησκείας, το νόημα της ίδιας τη ζωής.

Το νερό, ο σκοτεινός ποταμός που επηρεάζει τους ανθρώπους, η άνοιξη, τα φαντάσματα που δεν αφήνουν σε χλωρό κλαρί τους ζωντανούς, οι νεροφίδες και τα μελίσσια, οι μεταπτώσεις μιας παιδικής συνείδησης ενοχικής και εφεκτικής για λόγους κληρονομικούς, κατά τη μία γιαγιά που έζησε στην πόλη, η συνοίκηση καθώς ορίζεται από το εθνικό και το ταξικό, όλα εντυπώνονται ανεπαισθήτως στον αναγνώστη. Διότι ο Μίλος γράφει ένα «πρωτόγονο» μυθιστόρημα, με την έννοια που χρησιμοποίησε ο ίδιος τον χαρακτηρισμό για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο»: τα πράγματα κυριαρχούν σε μια αχρονία που δεν εμποδίζει την εισβολή του πραγματικού και της ιστορίας, αλλά τα επανερμηνεύει με όρους «αιώνιας μνήμης». Ενα κλασικό μυθιστόρημα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή