Τρεις μεγάλοι ποιητές του μοντερνισμού

Τρεις μεγάλοι ποιητές του μοντερνισμού

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρθούρος ΡεμπώΜια εποχή στην κόλασημετ. Χριστόφορος ΛιοντάκηςΤο μεθυσμένο καράβιΕκλάμψειςεισ. – μετ. Στρατής Πασχάληςεκδ. ΓαβριηλίδηςΓκυγιώμ Απολλιναίρ Σαλτιμπάγκοι και άλλα ποιήματαμετ. Χριστόφορος Λιοντάκης εκδ. ΓαβριηλίδηςΟσιπ ΜαντελστάμΣτην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλιμετ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλοςεκδ. Ελληνικά Γράμματα

Το τελευταίο διάστημα, έχουμε στα ελληνικά μεταφράσεις τριών μεγάλων του μοντερνισμού, που και οι τρεις πέθαναν νέοι, του Αρθούρου Ρεμπώ, του Γκυγιώμ Απολλιναίρ και του μεγάλου Ρώσου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ.

Αρθούρος Ρεμπώ

«Κομμωτής κομητών»

Ο Ρεμπώ (1854-1891) υπήρξε ένας «κομμωτής κομητών», ένας διάττων της ποίησης, που έδωσε στη σιωπή το νόημα του ειπωμένου, όπως λέει τον Χάιντεγκερ. Η ζωή και το έργο του είχαν πάντα τον χαρακτήρα του επείγοντος. Οι πρώτοι στίχοι του γραμμένοι στα δεκατέσσερα χρόνια του, οι τελευταίοι στα εικοσιένα. Βίος και έργο αναπόσπαστα συνδεδεμένα, μια φλεγόμενη τροχιά στον ουρανό της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ρεμπώ είναι αίνιγμα, μύθος διαχρονικός, προφήτης λαμπερών και δύσθυμων καιρών, πρόδρομος της μοντέρνας ευαισθησίας, απελευθερωτής του στίχου από τα δεσμά της παράδοσης, επινοητής μιας νέας γλώσσας που δυσκολεύεται κι αυτή ακόμα να χωρέσει τα οράματά του.

Παραδομένος στην «απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» που θα τον φέρει κοντά στο άγνωστο, τον ύψιστο στόχο του, είναι ποιητής επειδή πασχίζει να γίνει προφήτης και να αποκοπεί από τον ίδιο του τον εαυτό, να κάνει την ποίηση να προηγείται της πράξης. Ενα μόνο έργο εξέδωσε ο ίδιος, με δικά του έξοδα, το «Μια εποχή στην κόλαση». Από την έκδοση αυτή παρέλαβε γύρω στα δέκα αντίτυπα και τα υπόλοιπα τα εγκατέλειψε στο τυπογραφείο, για να βρεθούν μετά από χρόνια, ημικατεστραμμένα, σε ένα υπόγειο των Βρυξελλών.

Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Χριστόφορος Λιοντάκης αναμετρήθηκε με το απόλυτο του έργου αυτού και παρέδωσε στο ελληνικό κοινό ένα κείμενο αριστουργηματικό, μια μετάφραση σεβαστική προς το έργο και τη σκοτεινότητά του αλλά και τα αιτήματα μιας σύγχρονης ανάγνωσης. Σε αυτή τη μετάφραση επανέρχεται, αναθεωρώντας, τελειοποιώντας τη μετά και την εμπειρία του θεατρικού της ανεβάσματος. Πλάι του, άλλος δεξιοτέχνης του λόγου, ο Στρατής Πασχάλης κρατά την παραδοσιακή φόρμα του «Μεθυσμένου καραβιού» σε μια μετάφραση όλο μουσικότητα και ευαισθησία και προσεγγίζει ευρηματικά το παρανάλωμα των «Εκλάμψεων» (σε δική του μετάφραση, επανεκδίδεται άλλωστε και το «Ενα ποίημα και πέντε επιστολές»).

Αποχαιρετώντας την ποίηση, στο «Μια εποχή στην κόλαση», ο Ρεμπώ καλωσορίζει μια αμείλικτη εποχή για τη ζωή του και τον κόσμο. Τις τελευταίες του στιγμές, όλα όσα απώθησε κι αρνήθηκε, η βιωμένη ποίηση, ξαναγυρνούν, όπως μαρτυρεί η αδελφή του, στο παραλήρημά του: Βλέπει στύλους από αμέθυστο και μαρμάρινους και ξύλινους αγγέλους, χλωρίδες και τοπία πρωτόγνωρα και τα περιγράφει με λέξεις θεσπέσιες. Εκτός σχολών, εκτός μέτρου, ο Ρεμπώ είναι το σύμβολο του απόλυτου. Οι στίχοι του, που ευτύχησαν στα χέρια των δύο ποιητών, περιμένουν τις αναγνώσεις των νεοτέρων, στους οποίους προσέβλεπε ο Ρεμπώ: «Ο ποιητής (…) κι αν κομματιαστεί, μες στην εκτίναξή του, από τ’ ανήκουστα και τ’ ακατανόμαστα, θα ‘ρθουν άλλοι τρομεροί εργάτες ν’ αρχίσουν απ’ τους ορίζοντες όπου εκείνος θα ‘χει βυθιστεί».

Γκυγιώμ Απολλιναίρ

Ποιητική ανανέωση

Ενα μικρό τομίδιο είναι οι νέες αυτές μεταφράσεις του Γκυγιώμ Απολλιναίρ (1880-1918), αλλά τόσο χαρακτηριστικές του «νέου πνεύματος» που έφερε στην ποίηση η εμβληματική αυτή μορφή των απαρχών του μοντερνισμού – της κρίσιμης στιγμής της μετάβασης από την καινοτομία του συμβολισμού στα κινήματα της πρωτοπορίας. Χωρίς να ανήκει σε καμία σχολή και σε κανένα ρεύμα, ο Απολλιναίρ εξέφρασε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον το αίτημα της εποχής για μια ποιητική ανανέωση, μια νέα ποιητική γλώσσα, εξερευνώντας τον συνδυασμό της γραφής, της ποίησης με τις άλλες τέχνες.

Ο Απολλιναίρ έλεγε ότι όταν ο άνθρωπος θέλησε να προσομοιώσει την κίνηση, επινόησε τον τροχό και όχι μηχανικά πόδια. Ετσι και στην τέχνη, η αναλογία είναι αυτή που πρέπει να κυριαρχεί, δημιουργώντας μια «υπερπραγματικότητα», και όχι η νατουραλιστική μίμηση του πραγματικού. Είναι λοιπόν ο επινοητής του όρου «υπερρεαλισμός» γι’ αυτούς που θα ακολουθήσουν. Φίλος του Πικάσο, του Μπρακ, του Ντεραίν και όλων των μεγάλων εικαστικών των αρχών του αιώνα, θεωρητικός του κυβισμού, κατανόησε πολύ νωρίς τη σημασία των τεχνολογικών καινοτομιών της εποχής, του φωνογράφου, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου και τον αντίκτυπο που είχαν στον ίδιο τον τρόπο αντίληψης της γραφής. Ο ίδιος πειραματίστηκε συστηματικά με την εικονικότητα του κειμένου – και όχι μόνο στα γνωστά «λυρικά του ιδεογράμματα», τα «Καλλιγράμματα/Καλλιγραφήματα». Ποτέ όμως δεν ήρθε σε ρήξη με την παράδοση – και στην «Ωραία κοκκινομάλλα» κρίνει αυτή τη διαμάχη «της παράδοσης με την επινόηση» με όρους συμφιλιωτικούς.

Η μετάφραση του Χριστόφορου Λιοντάκη μεταφέρει ατόφια τη μουσικότητα των ποιημάτων, την ποικιλία της έμπνευσής τους, την «ελεύθερη ελευθερία» τους, για να επανέλθουμε στον Ρεμπώ, μέσα στην παράδοση και έξω από αυτήν, σε μια νέα ποιητική που δεν προαναγγέλλει αλλά σφραγίζει τον μοντερνισμό.

Οσιπ Μαντελστάμ

Ανυποχώρητος σε όλα

«Ισιο δεν είχε τίποτα απάνω του, / ένα στραβάδι ήταν και στο χαρακτήρα». Μ’ αυτά τα λόγια περιγράφει τον εαυτό του ένας πολύ σπουδαίος ποιητής του 20ού αιώνα, ο Οσιπ Μαντελστάμ (1891-1938), σύγχρονος του Μαγιακόφσκι που τον εκτιμούσε πολύ, ο οποίος τα έβαλε με τον Στάλιν («Ζούμε χωρίς να νιώθουμε τη χώρα κάτω από τα βήματά μας, / πέρα από τα δέκα πάσα δεν ακούγεται η μιλιά μας / κι όπου μια κουβέντα φτάνει / μνημονεύει του Κρεμλίνου τον τσοπάνη») και το πλήρωσε με τη ζωή του

Υπήρξε ένας δύσκολος άνθρωπος, το λέει ο ίδιος, το λένε και όσοι τον γνώρισαν. Το έργο του ήταν όλη του η ζωή, η ποίηση το μοναδικό πράγμα που τον αφορούσε, τον διακινούσε και τον έτρεφε. Με του ρυθμού την έμφυτη ροή ξεπερνούσε την έμφυτη ζαβάδα του, όπως ίδιος λέει. Ακμεϊστής, μαζί με την Αχμάτοβα και τον Γκουμιλιόφ, όριζε με δικό του τρόπο την «ακμή», ως «νοσταλγία του παγκόσμιου πολιτισμού». Ελληνολάτρης, γλωσσομαθής, θαυμαστής του Φρανσουά Βιγιόν, ο Μαντελστάμ παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τα ποιητικά πράγματα εντός και εκτός Ρωσίας, προσεγγίζοντας τον ακμεϊσμό μέσα από μια πιο κλασική οπτική, εισάγοντας στην τέχνη  «εκείνες τις στιγμές που μπορούν να είναι αιώνιες». O Μαντελστάμ ήταν ανυποχώρητος όταν επρόκειτο τόσο για το έργο του, στο οποίο κυριαρχούσε η μουσικότητα και ο ρυθμός, όσο και για τις ιδέες και τις αξίες του. Στην κορύφωση των σταλινικών διώξεων, την ώρα που οι καλύτεροι της γενιάς του πέθαιναν και εξορίζονταν, φουτουριστές κι ακμεϊστές, όλη η ρωσική πρωτοπορία που αγκάλιασε και στήριξε την επανάσταση, ο Μαντελστάμ, από τα νιάτα του στο πλευρό των μπολσεβίκων, φίλος του Μπουχάριν, τα έβαλε με τον ίδιο τον Στάλιν. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα απαγγέλλει τα φωτεινά ποιήματα του Πετράρχη στους συγκρατούμενούς του, που αγκιστρώνονταν στη ζωή μέσα από την ποίηση.

Η ποίησή του της εποχής εκείνης αλλάζει, χρωματίζεται από οργή κι απελπισία, διατηρώντας όμως την αμφισημία και την υπαινικτικότητά της. Η ευαίσθητη υγεία του θα υπονομευθεί και η δεύτερη εκτόπισή του, στο Βλαδιβοστόκ, θα αποβεί μοιραία. Το έργο του θα διασωθεί επειδή η γυναίκα του το απομνημονεύει και το καταγράφει στη συνέχεια.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, που τόσα του χρωστάμε για τους Ρώσους συγγραφείς και ποιητές που μας γνώρισε και έφυγε πρόσφατα από κοντά μας, μετέφρασε τα ποιήματα του Μαντελστάμ αποδίδοντας την πολυπλοκότητα αλλά και τη μουσικότητά τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή