Ταξίδια φωτός από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη

Ταξίδια φωτός από την Αθήνα στη Νέα Υόρκη

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αν και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εικαστικούς φωτογράφους της δεκαετίας του 1970, ο Τοντ Παπατζόρτζ υπήρξε απών από τις γκαλερί της Νέας Υόρκης για περίπου είκοσι χρόνια. Παρ’ όλα αυτά οι φωτογραφίες του, ειδικά οι «φελινικές» 35 mm απεικονίσεις του Σέντραλ Παρκ, το οποίο απαθανάτισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως το 1992, έχουν αποτελέσει βάση μελέτης για τη συγκεκριμένη περίοδο της αμερικανικής φωτογραφίας. Παράλληλα με υποτροφία του Γκουγκενχάιμ αποφάσισε να καταγράψει τη «δημόσια αγωνία» για τον πόλεμο του Βιετνάμ μέσα από τα αμερικανικά σπορ. Από το 1979, ως διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος φωτογραφίας του πανεπιστημίου του Γέιλ, καθοδήγησε μερικούς από τους σημαντικότερους σύγχρονους εικαστικούς, τον Φίλιπ – Λόρκα ΝτιΚόρτσια, τον Γκρέγκορι Κριούντσον, την Ανα Γκασκέλ.

Συνάντησα τον Τοντ Παπατζόρτζ στην παρουσίαση του βιβλίου του, «American Sports, 1970: ή πώς περάσαμε τον Πόλεμο του Βιετνάμ» σε μια αίθουσα του φωτογραφικού οργανισμού Aperture στη Νέα Υόρκη. Σε έναν καταιγισμό εικόνων και λέξεων μου εξήγησε πώς σε ένα ποίημα του Ελιοτ μπορεί να αντικρίσει κανείς δεκάδες φωτογραφίες.

Στην πρώτη του έκθεση στη χώρα μας, στην γκαλερί Xippas πραγματοποιεί μια αναδρομή της δουλειάς του στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης και στην Ακρόπολη.

«Αντιπαραθέτω το γρασίδι με την πέτρα και ξεδιπλώνω τον τρόπο με τον οποίο ο ήλιος εκθέτει το Μανχάταν και την Αθήνα με ένα τόσο διαφορετικό ύφος. Το θέμα της έκθεσης είναι πως η φωτογραφία μετέτρεψε δύο διαφορετικούς, αλλά ισχυρούς χώρους, σε σκηνικό για αυτό που ελπίζω ότι είναι μια σειρά από ποιητικές ανακαλύψεις. Εκανα τη μέγιστη προσπάθεια για να περιγράψω με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια την ομορφιά του φωτός και να αποτυπώσω όσο καλύτερα γινόταν τις λεπτομέρειες των ρούχων, της υφής και του δέρματος».

– Την Ελλάδα πότε την φωτογραφήσατε;

– Παρ’ όλο που δεν έχω επισκεφθεί την Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, πήγαινα συχνά παλιότερα, το 1983 και το 1984, για να φωτογραφίσω την Ακρόπολη. Αυτό που έχω κληρονομήσει και θεωρώ ότι είναι πολύ ελληνικό, είναι ότι είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ομορφιά του ελληνικού τοπίου, καθώς και στα μεγάλα επιτεύγματα της ελληνικής τέχνης.

Παιδικά χρόνια

Ο Τoντ Παπατζόρτζ γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ του Νέου Χάμσαϊρ. Εκτός από ένα καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη, πέρασε τα πρώτα 21 χρόνια της ζωής του στη μικρή επαρχία του Νότιου Χάμσαϊρ. Οι πρόγονοί του ωστόσο είχαν ήδη κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Οι γονείς της μητέρας του είχαν μεταναστεύσει στη γη της επαγγελίας από την Ιρλανδία, οι γονείς του πατέρα του από την Ελλάδα.

«Οι παππούδες μου ήταν από την πόλη Βαλέρα στην Πελοπόννησο. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα, ο πατέρας μου είχε ένα εστιατόριο. Δεν είχα καλλιτεχνική φλέβα. Τη φωτογραφία την ανακάλυψα μέσα από τη μουσική και την ποίηση. Διάβαζα ακατάπαυστα και απολάμβανα τη μουσική». Ξεκίνησε να φωτογραφίζει στο τελευταίο εξάμηνο του Πανεπιστημίου, όταν αποφάσισε να παρακολουθήσει ένα μάθημα φωτογραφίας.

– Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε σοβαρά με τη φωτογραφία;

– Περίπου ένα μήνα αφού ξεκίνησα το μάθημα, είδα σε ένα περιοδικό δύο φωτογραφίες του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν. Ηταν μία αποκάλυψη για μένα, και αποφάσισα αμέσως να γίνω φωτογράφος.

– Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα για το αν η φωτογραφία είναι τέχνη. Ο Ρίτσαρντ Αβεντον, είχε πει πως δεν θα γίνει ποτέ ένας Γκογκέν.

– Ισως ο Αβεντον εννοούσε ότι δεν θα γινόταν ποτέ τραπεζίτης, όπως ήταν ο Γκογκέν στα νιάτα του ή ότι δεν θα κολλούσε ποτέ σύφιλη όπως ο Γκογκέν. Αλλά πιθανότερα να εννοούσε ότι οι φωτογραφίες του δεν θα συγκρίνονταν ποτέ με εικόνες ζωγραφισμένες από τον Γκογκέν. Το να συγκρίνει κανείς τη φωτογραφία με τη ζωγραφική είναι σαν να συγκρίνει μήλα με πορτοκάλια: είναι και τα δύο μορφές δημιουργίας εικόνων φυσικά, αλλά η μηχανική δυνατότητα της φωτογραφίας να εντοπίσει τις πραγματικές επιφάνειες σχεδόν στιγμιαία ξεχωρίζει αυτήν και την αισθητική της από κάθε άλλο μέσο που υπήρχε πριν από την εφεύρεσή της. Αυτό είναι καλό κατά τη γνώμη μου, ειδικά όταν βλέπουμε στη δουλειά καλών φωτογράφων, τη δυνατότητα της φωτογραφικής μηχανής να δημιουργήσει μνήμη που περικλείει όλες τις λεπτομέρειες να μετατρέπεται σε μια μονοδιάστατη ποιητική εξιστόρηση της αλήθειας.

Αναζητώντας έμπνευση

Πρωταγωνιστής της καλλιτεχνικής σκηνής του 1960 ο Παπατζόρτζ, ακολούθησε τα βήματα των πρώτων «φωτογράφων του δρόμου», όπως ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν και ο Ρομπέρ Ντουανό. Και εκείνοι όπως ο Παπατζόρτζ, αναζήτησαν την έμπνευσή τους στη λογοτεχνία, στα ποιήματα του Μποντλέρ και του Σουπό. Την εποχή που ο Παπατζόρτζ πειραματιζόταν με την Leica του, το Μανχάταν έβραζε από την οργή του πολέμου στο Βιετνάμ.

«Ημασταν όλοι θυμωμένοι, σχεδόν υστερικοί. Η ίδια η Νέα Υόρκη ήταν για την κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, μη-αμερικανική και μη-πατριωτική. Ηταν πολύ απελευθερωτικό αυτό βέβαια με μία ενέργεια που άγγιξε όλες τις πλευρές του καλλιτεχνικού κόσμου της Νέας Υόρκης. Αν και πρέπει να πω, πως στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής δεν συμπεριλαμβανόταν η φωτογραφία και οι φωτογράφοι.

– Πώς αποφασίσατε να δουλέψετε πάνω στο θέμα που αργότερα έγινε το βιβλίο «Αμερικανικά Σπορ, 1970 ή Πώς περάσαμε τον Πόλεμο του Βιετνάμ;

– Σκόπευα να φωτογραφίσω σπορ με πολλούς θεατές κατά μήκος της Αμερικής, αλλά λίγο μετά αφού ξεκίνησα να δουλεύω η Εθνική Φρουρά πυροβόλησε και σκότωσε αρκετούς φοιτητές του Πανεπιστημίου του Κεντ σε μια διαδήλωση διαμαρτυρίας. Το αντιπολεμικό κίνημα ξεσηκώθηκε κι εγώ άρχισα να βλέπω το εγχείρημά μου λιγότερο σαν ντοκουμέντο για τα σπορ και περισσότερο σαν ένα χρονογράφημα της Αμερικής σε μία τρομακτική στιγμή της ιστορίας της.

– Εκτός από τον πόλεμο τι σας εμπνέει;

– Η σπουδαία τέχνη: οι όπερες του Μότσαρτ, τα έργα του Σαίξπηρ, το ελληνικό δράμα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο το ότι ανακαλώ αυτά τα αθάνατα έργα όταν αναφέρομαι σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αλλά η αλήθεια είναι πως φιλοδοξώ οι φωτογραφίες μου να φτάσουν τουλάχιστον σε ένα σημείο συναισθηματικής έντασης, που να μοιάζει με ό,τι αντικρίζω σε αυτά τα έργα.

– Εμπνέεστε από την Ελλάδα;

– Ολο και περισσότερο, καθώς διαβάζω τους Ελληνες κλασικούς, και σκέφτομαι τα εκπληκτικά, επιτεύγματα του ελληνικού νου.

– Μπορεί κάποιος να γίνει καλλιτέχνης χωρίς να ταξιδέψει;

– Ναι. Μάλιστα κάποιοι φωτογράφοι φίλοι μου υποστηρίζουν πως το ταξίδι αποσπά από την προσπάθεια να γίνει κανείς καλός φωτογράφος.

– Σκεφτήκατε ποτέ ένα ρητό από κάποιον Ελληνα φιλόσοφο όταν φωτογραφίζατε;

– «Κρίτων πρέπει να προσφέρουμε στον Ασκληπιό έναν κόκορα. Φρόντισέ το και μην το ξεχάσεις». (Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη από τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα).

Ιnfo

-Η έκθεση στην γκαλερί Xippas (Σοφοκλέους 53 Δ) θα διαρκέσει ώς τις 20 Νοεμβρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή