Ολα μουντά και γεροντοκοριασμένα

Ολα μουντά και γεροντοκοριασμένα

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιώργος Σκούρτης

Οι ηθοποιοί

σκην.: Θόδωρος Γράμψας

Θέατρο: Τέχνης – Κάρολος Κουν

Σε ένα σημείο του έργου (Γιώργου Σκούρτη, «Οι Ηθοποιοί») ένα από τα κύρια πρόσωπα λέει: «Σήμερα ο Οιδίπους θα κυκλοφορούσε με χαρτοφύλακα και θα κουβαλούσε μέσα του ομόλογα και μετοχές». Κάτι τέτοιο έχει κιόλας συμβεί. Ηδη πριν από μερικά χρόνια η Σέρβα σκηνοθέτις Βίντα Ογκνιενόβιτς μάς παρουσίασε σε μια ξεχωριστή παράσταση με το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου έναν σύγχρονο πολιτικό Οιδίποδα, ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη δύναμη του χρήματος και των ΜΜΕ. Η παράσταση φιλοξενήθηκε πριν από δύο μήνες στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη. Εδώ κι ενάμιση μήνα η -διαρκώς ξεπουλημένη- ανάλογη παράσταση στο Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο (στην αίθουσα Ολιβιέ) είναι ένας εξίσου εκσυγχρονισμένος «Οιδίπους Τύραννος» με σύγχρονα κοστούμια και αναφορές στη πολιτική τού σήμερα – σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Κεντ με πρωταγωνιστή τον Ραλφ Φάινς.

Η τραγωδία του Σοφοκλή με τον μυθικό βασιλιά των Θηβών αντέχει κάπου 2.500 χρόνια. Αντίθετα, γραμμένοι πριν από λίγες -μόνο- δεκαετίες «Οι Ηθοποιοί» του Γιώργου Σκούρτη λυγίζουν από το βάρος μιας εποχής που δύσκολα αντέχει πλέον μεγαλοστομίες, περιπεπλεγμένα, μπαροκοειδή αισθηματο-ερωτικά συμπλέγματα και, το κυριότερο, την παντελή έλλειψη χιούμορ. Ιδού πώς ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει το -«κατ’ εξοχήν υπαρξιακό» όπως το χαρακτηρίζει- έργο του: «Εδώ, οι άνθρωποι -ως ήρωες πια του εαυτού τους- κατορθώνουν να αντισταθούν στα εξουσιαστικά εμφυτεύματα φτάνοντας στην αυτογνωσία κι από κει στην καινούργια ζωή, με εμπιστοσύνη και αγάπη ο ένας για τον άλλον».

Η πλοκή

Κι επειδή υποθέτω πως δεν καταλάβατε και πολλά πράγματα, θα επιχειρήσω να σας τα πω πιο απλά. Δύο άνδρες και μια γυναίκα που ζούνε στον χώρο του θεάτρου μπλέκονται σ’ ένα ερωτικό τρίγωνο. Ο ένας τους, «δάσκαλος» και σκηνοθέτης (Αγγελος Αντωνόπουλος), είναι μεγάλος στην ηλικία και καθοδηγεί τόσο τη νέα κι όμορφη ηθοποιό (Ελισάβετ Μουτάφη) με την οποία συνδέεται στενά, όσο και τον φέρελπι πρωταγωνιστή (Μάνο Ζαχαράκο) σε «εφιαλτικές στιγμές εσώψυχων αποκαλύψεων, με κίνδυνο να τιναχτούν όλοι στον αέρα…» για να προχωρήσω στα λόγια του συγγραφέα. Με δυο λόγια ο ώριμος σπρώχνει το νέο ζευγάρι σε ερωτική σχέση. Βέβαια, υπάρχει κι ένα παλιότερο μυστικό: Ο σκηνοθέτης τα είχε και με τη μητέρα του νεαρού, οπότε…

Τέλος πάντων. Μια πλοκή είναι μια πλοκή. Το ζήτημα είναι με τι τρόπο αφήγησης αυτή η πλοκή θα παρασταθεί στη σκηνή. Απλά και κατανοητά ή μήπως μέσα από μια προσπάθεια «…να αγγίξω την κόλαση της ψυχής των ηρώων μου με ειλικρίνεια και αγάπη, δείχνοντας πως ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη γαλήνη της ερωτικής και συντροφικής συνύπαρξης, παρ’ όλα τα «αγκάθια» της καθημερινής εγωιστικής ανταγωνιστικότητας». Χρησιμοποιώ πάλι τσιτάτα του συγγραφέα για να καταδείξω μια γλώσσα, μια νοοτροπία, μια κοσμο-φιλοσοφία την οποία προσωπικά τουλάχιστον θεωρώ φλύαρη και ξεπερασμένη, έτσι που είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με παλιές και χωνεμένες δεκαετίες. Ευτυχώς στο μεταξύ ο τρόπος σκέψης κι έκφρασης έγινε πιο σβέλτος, πιο απλός.

Ο χρόνος και η αντοχή του σ’ αυτόν είναι η μόνη μεζούρα για ν’ αντιληφθεί κανείς αν κάτι εξακολουθεί ν’ αναπνέει μετά από μεγάλα -ή ακόμα και μικρά- διαστήματα. Είναι κάτι που αντιλαμβάνεται κανείς ιδιαίτερα στον κινηματογράφο. Ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του Αλεν Ρενέ και κυρίως του Ζακ-Λικ Γκοντάρ είναι σήμερα αφόρητες. Μήπως το ίδιο δεν συνέβη προσφάτως και με την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου όταν προβλήθηκε πριν από δύο εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη; Κι από την άλλη μεριά υπάρχει βέβαια ο Ερνστ Λούμπιτς, ο Μπίλι Ουάιλντερ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, που δεν θα γεράσουν ποτέ ακόμα και μετά 100 χρόνια.

Ο Γιώργος Σκούρτης έγραψε το έργο αυτό για τον συγκεκριμένο σκηνικό και παρασκηνιακό χώρο του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης. Δεν πρόλαβε να το ανεβάσει ο Γιώργος Λαζάνης κι ανεβαίνει τώρα στη σκηνοθεσία ενός άλλου απογόνου, του Θόδωρου Γράμψα, ο οποίος τόνισε όλες τις γκρίζες -και σκονισμένες- αποχρώσεις του κειμένου. Με δυο λόγια: Μουντά και γεροντοκοριασμένα. Οχι! Η κληρονομιά που άφησε ξωπίσω του ο Κάρολος Κουν σίγουρα δεν μπορεί να θυμίζει τόσο έντονα την πρωτοπορία των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70.

Σωστός -επειδή στην ηλικία του μπορεί άνετα να υποδυθεί τον «ώριμο» καλλιτέχνη- ο Αγγελος Αντωνόπουλος. Λάθος ο διαρκώς αμήχανα κι ανέκφραστα συνοφρυωμένος Μάνος Ζαχαράκος. Κι από την Ελισάβετ Μουτάφη με εντυπωσίασαν τα ωραία κόκκινα μαλλιά της. Δίχως την παραμικρή έμπνευση τα θαμπά σκηνικά – κοστούμια της Κατερίνας Σωτηρίου και με επιμελημένη οικονομία στη ΔΕΗ οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή