Παλεύοντας μόνη με την απώλεια…

Παλεύοντας μόνη με την απώλεια…

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«I am a big big girl in a big big world». Ηταν ο «άνθρωπός» μου. Η μοναδική που μπορούσε να διακρίνει από τη χροιά της φωνής μου τη διάθεσή μου, από την έκφραση των ματιών μου τα συναισθήματά μου. Ηταν πάντοτε «εκεί» για μένα. Συχνά προτού καν το υποψιαστώ. Η μαμά μου. Και εγώ το «κοριτσάκι της», ακόμα και όταν την έφτασα στο ύψος.

Ενα πρωινό του Σεπτέμβρη μου ζητήθηκε να την αποχαιρετίσω. Το τελετουργικό της κηδείας απαιτούσε να υπερβώ τις αντοχές μου. Ημουν έξαλλη και πονούσα παντού. Ηθελα, όμως, να «φτάσω» μέχρι τέλος. Δεν πήρα ούτε ηρεμιστικά ούτε κατευναστικά. Εχανα όλο μου τον κόσμο- ήθελα διάολε να το νιώσω στο πετσί μου… Ηταν όλοι παρόντες. Κι εγώ παρέπαια ανάμεσα σε ξένες αγκαλιές και βλέμματα γεμάτα οίκτο. Δεν καταλάβαινα, τι δουλειά είχα εγώ μαζί με τόσους ξένους, όταν έχανα το πιο οικείο και αγαπημένο μου πρόσωπο; Οσα μου ψιθύριζαν ηχούσαν αφελή- δεν ήθελα να με βλέπει από «ψηλά», την ήθελα πλάι μου για τουλάχιστον άλλα είκοσι χρόνια. Από τους συμπενθούντες, άκουσα τα πάντα: με ρωτούσαν πόσο χρόνων είμαι, αν ήμουν ακόμη φοιτήτρια, μου επισήμαιναν ότι ήμουν ανύπαντρη, άτεκνη, άνεργη (τα περίφημα τρία «Α») και με προέτρεπαν να παντρευτώ άμεσα!

Υπόσχονταν ότι θα ήταν όλοι συμπαραστάτες μου, άξιοι «συνεχιστές της μαμάς» – δεν έφταναν όμως ούτε στο μικρό της δακτυλάκι. Ωστόσο, όλοι, μικροί – μεγάλοι εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους ότι θα τα «καταφέρω», γιατί ήμουν δυνατή. Θα είχε νόημα να κλονίσω τη σιγουριά τους, απαντώντας ότι ήθελα να πεθάνω μαζί με εκείνην;

Η πρώτη αλλαγή

Οταν τέλειωσε το μαρτύριο της κηδείας, ένιωσα ανακούφιση, λες και η ζωή μου θα επανερχόταν στην παλιά της ρότα. Τότε όμως ξεκινούσαν όλα. Καλούμην στα 25 να «κερδίσω» τη ζωή μου -μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ελεγαν πάντοτε ότι της έμοιαζα πολύ. Με το που έφυγε, άρχισα και εγώ να διαπιστώνω απόλυτη ομοιότητα -στις κινήσεις, στη φωνή, στο λεξιλόγιο. Στο μεταξύ άθελά μας και εγώ και η αδερφή μου «μπήκαμε» στα παπούτσια της μαμάς. Αναλάβαμε αμήχανα όλες τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της, και έτσι αντιληφθήκαμε τα ζόρια που περνούσε -και που απέφευγε να μας διηγηθεί. Είχαμε να κουμαντάρουμε ένα νοικοκυριό, να συμπαραστεκόμαστε στις γιαγιάδες μας και προπάντων να πολεμήσουμε το θηρίο της γραφειοκρατίας! Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχω καταφέρει το τελευταίο -και αμφιβάλλω, αν θα αξιωθώ ποτέ. Στις δημόσιες υπηρεσίες – εκτός των άλλων – αρέσκονται να με αποκαλούν «κόρη της νεκρής»!

Λένε, ότι ο χρόνος βοηθάει. Εγώ, όμως, διαπίστωνα το αντίθετο. Οσο κυλούσαν οι βδομάδες, τόσο συνειδητοποιούσα ότι ο αποχωρισμός ήταν παντοτινός. Δεν είχα κανένα κίνητρο να σηκωθώ από το κρεβάτι. Αλλωστε, κοιμώμενη είχα πάντοτε την ελπίδα να «συνδιαλεχθώ» μαζί της. Η μαμά μου – «βλέποντας» μάλλον την απελπισία μου – με επισκεπτόταν συνεχώς στα όνειρά μου. Με καθησύχαζε, μου πρότεινε λύσεις, με ενθάρρυνε, αλλά και με κατακεραύνωνε για τα μαύρα ρούχα. Δεν ήταν προφανώς τα μαύρα που την ανησυχούσαν, αλλά μια γενικότερη «μετάλλαξη» του εαυτού μου που και η ίδια διαπίστωνα. Για πρώτη φορά ζήλευα! Βλέποντας γυναίκες στην ηλικία της, μαμάδες με κόρες, μια απέραντη θλίψη με κατέκλυζε. Γιατί;;; Οσο πιο πολύ σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ πονούσα.

Την ίδια εποχή ανακάλυπτα την έννοια της μοναξιάς. Μέχρι τότε πίστευα ότι ήμουν μόνη όταν ήμουν μακριά, όταν δεν είχα φίλους ή σχέση. Ακόμα όμως και όταν ζούσα μίλια μακριά, εκείνη με συντρόφευε συναισθηματικά -αλλά και πρακτικά. Τώρα έπρεπε να «καταπίνω» σχόλια, σκέψεις και παράπονα που παλιά θα μοιραζόμουν μαζί της. Και το χειρότερο, ακόμα και αν προσπαθούσα να τα εκφράσω σε άλλους, ένιωθα ότι δεν με καταλάβαιναν -ή έστω όχι όπως η μαμά. Μέχρι και σήμερα, πολλές φορές «πιάνω» τον εαυτό μου να περιμένει ένα της τηλεφώνημα, ένα σινιάλο.

Πέρα όμως από την υπαρξιακή μοναξιά, βίωσα και την κοινωνική μοναξιά. Το πένθος δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό. Ο μαυροφορεμένος απομακρύνει σαν λεπρός τον περισσότερο κόσμο από κοντά του. «Δεν ήξερα, αν έπρεπε να τηλεφωνήσω! Δεν θέλω να σε ενοχλώ» άκουγα συχνά πυκνά από αγαπημένα χείλη! Πάρε εσύ, και αν ενοχλείς, δεν θα σηκώσω το ακουστικό! Υστερα από ενάμιση χρόνο πένθους πολλά ονόματα του τηλεφωνικού μου καταλόγου σβήστηκαν διά παντός -και άλλα ξαναγράφτηκαν με πιο μεγάλα γράμματα.

Είχα μεγαλώσει με την επωδό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μού είχαν «αδυναμία». Ημουν η «αγαπημένη» καθηγητών, φίλων, συγγενών! Χάνοντας τη μαμά, έφυγε και όλη αυτή η χρυσόσκονη από πάνω μου, λες και όλη η δημοφιλία δεν ήταν παρά προβολή της δικής της αγάπης. Συνειδητοποίησα, ότι υπήρξα αγαπητή μόνο και μόνο επειδή ήμουν ευχάριστη. Πενθώντας όμως έπαψα να μιλώ με το ίδιο τέμπο, να διηγούμαι τόσο όμορφα, να λάμπω και να γελώ. Σε όσους, δε, γνώριζα τώρα, περνούσα τελείως αδιάφορη. Δε με αναγνώριζα ούτε εγώ. Ενας πολύ βαρετός άνθρωπος. Οταν με ρωτούσαν «τι νέα;» εγώ απαντούσα «τα ίδια». Και ενώ η κοινωνικότητά μου «χτυπούσε» κόκκινο, το σώμα μου εμφάνιζε συνεχώς νέα – ψυχοσωματικά – συμπτώματα και τα κιλά μου αυξάνονταν επικίνδυνα, εγώ προσπαθούσα να πείσω εργοδότες, ότι ήμουν μια «καλή περίπτωση».

Στο σημείο «μηδέν»

Είχα φτάσει πλέον σε ένα σημείο που δεν είχα επιλογές. Η βιολογία και η ψυχολογία περιγράφουν ότι σε στιγμές κινδύνου ο άνθρωπος για να επιβιώσει αντιδρά με δύο τρόπους, «fight or flight». Εγώ, τελικά, διάλεξα τον πρώτο. Ισως επειδή και εκείνη αυτό θα ήθελε. Προσπάθησα, άλλωστε, πολλάκις να δραπετεύσω, χωρίς όμως καμιά επιτυχία. Αναρωτήθηκα, επομένως, για ποιον λόγο άξιζε να αγωνιστώ.

Εκλεισα τα μάτια μου και έψαξα τις μυρωδιές και τις εικόνες που από παιδί με συγκινούσαν. Θυμήθηκα όσα ανέκαθεν μου άρεσε να κάνω: να βλέπω ταινίες, να γράφω ιστορίες και να μαγειρεύω. Δεν ήμουν δα και τόσο μεγάλη, θα προλάβαινα ίσως με λίγη τύχη να γίνω ένας ξακουστός σεφ ή έστω ένας μέτριος παραμυθάς. Ανασκουμπώθηκα, επομένως, ελπίζοντας κατά βάθος ότι η ζωή μού «όφειλε». Σκέφτηκα τι θα με συμβούλευε εκείνη, αν ακόμα ήταν εδώ -να είμαι ο εαυτός μου. Καθώς λοιπόν ένα καλοκαιρινό πρωινό ετοιμαζόμουν μπροστά στον καθρέφτη για τη συνέντευξη «της ζωής μου», είδα μια γνώριμη φιγούρα… και διαπίστωσα πως όταν χαμογελούσα της έμοιαζα πιο πολύ! Η μαμά κατόρθωνε με έναν πρωτοφανή τρόπο να είναι πολύ περισσότερα απ’ ό,τι μια μάνα. Ηταν φίλη και δασκάλα και συμπαραστάτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή