Το πάρτι τελείωσε στην Αθήνα

Το πάρτι τελείωσε στην Αθήνα

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βγαίνοντας ένα Σαββατόβραδο στις αθηναϊκές πιάτσες της διασκέδασης, η τελευταία λέξη που σου έρχεται στο μυαλό είναι αυτή που δεν κουραζόμαστε να ακούμε όλες τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας: κρίση. Κοσμοπλημμύρα παντού: στα σινεμά, στα θέατρα, στα εστιατόρια, στις ταβέρνες, στα μπαρ. Μα, τι μας λένε τα δελτία ειδήσεων;

Δεν έχουμε περάσει ξανά τόσο σφοδρή οικονομική κρίση, ώστε να ξέρουμε ότι τα Σαββατόβραδα είναι ο πιο παραπλανητικός δείκτης αν θέλουμε να μετρήσουμε τις αντοχές του κόσμου, αλλά και τις αντοχές της αχανούς αγοράς της ψυχαγωγίας, των θεαμάτων, της νυχτερινής διασκέδασης. Το Σάββατο θα βγούμε σχεδόν όλοι (;), τις άλλες μέρες τι γίνεται; Κι αν το κουβάρι της εγχώριας κρίσης μόλις τώρα αρχίζει να ξετυλίγεται, πού βρισκόμαστε σήμερα και τι έχουμε να περιμένουμε αύριο; Μιλήσαμε με ανθρώπους της αγοράς αλλά και Αθηναίους και Αθηναίες, καταναλωτές θεαμάτων και ψυχαγωγίας. Η κρίση έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια της, αλλά είναι περισσότερο προϊόν κακής ψυχολογίας. Ο κόσμος εμφανίζεται ανήσυχος, αλλά επ’ ουδενί έτοιμος να αποκηρύξει καθημερινές του συνήθειες: σινεμά, θέατρο, ταβέρνα, μπαρ. Αυτή τη φορά, όμως, θα ψάξει δέκα φορές περισσότερο για το πού θα διαθέσει τα χρήματά του. Αυτό φαίνεται να το γνωρίζουν και οι επαγγελματίες του χώρου, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι τους επόμενους μήνες θα δοθούν πραγματικές μάχες επιβίωσης.

Οι σινεφίλ αντέχουν

Για έναν αιθουσάρχη της Αθήνας η λέξη «κρίση» είναι παλιός φίλος. Ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου, ιδιοκτήτης δύο ανεξάρτητων κινηματογραφικών αιθουσών στην οδό Πατησίων, του «Τριανόν» και του «Ιλιον», παρακολουθεί τα τελευταία πολλά χρόνια μια παραδοσιακή κινηματογραφική πιάτσα της πρωτεύουσας να αποψιλώνεται. «Εμείς ζούμε σε καθεστώς κρίσης εδώ και πολλά χρόνια, αλλά για εμάς, για τις δύο αίθουσες που εκπροσωπούμε, η φετινή σεζόν αποδείχθηκε μια αναπάντεχα καλή χρονιά». Ετσι είναι: το γειτονικό «Φιλίπ» καταγράφει άνοδο της τάξης του 20% και το «Τριανόν» βρίσκεται πάνω κατά ένα 5%. «Νομίζω ότι το φαινόμενο είναι ευρύτερο. Οσο μπορώ να ξέρω, κι άλλες αίθουσες με παρόμοιο προσανατολισμό, όπως ο «Δαναός» και το «Αστυ», παρουσιάζουν φέτος άνοδο. Το σινεφιλικό προϊόν φέτος δούλεψε καλά». Η εξήγηση για τον κ. Παπαγεωργίου έχει περισσότερο σχέση με την τύχη. «Σταθήκαμε τυχεροί με μερικές ταινίες που πήγαν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περιμέναμε. Οπως για παράδειγμα ο περσινός Χρυσός Φοίνικας των Καννών, το «Ανάμεσα στους Τοίχους»».

Ο ιδιοκτήτης των δύο αθηναϊκών κινηματογράφων πιστεύει ότι οι σινεφίλ αίθουσες θα εμφανίσουν περισσότερες αντοχές την περίοδο της κρίσης. «Το κοινό που θα έρθει σε εμάς είναι κατά τεκμήριο ένα πιο πιστό κοινό. Με την έννοια ότι δεν έχει τις εναλλακτικές του κοινού που επιλέγει ένα μούλτιπλεξ. Ο σινεφίλ θεατής δεν θα συμβιβαστεί εύκολα με τον καναπέ και την τηλεόραση». Σε προσωπικό επίπεδο, ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου έχει ήδη αναπροσαρμόσει το εξοδολόγιό του, όχι λόγω κρίσης, αλλά γιατί πολύ σύντομα θα γίνει πατέρας για δεύτερη φορά. «Ούτως ή άλλως ένας αιθουσάρχης περνάει ένα μεγάλο μέρος της ημέρας του στην αίθουσα, σε επαφή με πολλούς από τους πελάτες, οι οποίοι παραμένουν σταθεροί για χρόνια. Συχνά αναπτύσσονται στενοί δεσμοί με τους πελάτες μας κι αυτό είναι κανονική κοινωνική ζωή».

Ολοι βγαίνουν Σάββατο

Ο Θανάσης Βασίλαινας είναι ιδιοκτήτης του ιστορικού εστιατορίου «Βασίλαινας» στον Πειραιά. Κύριο μέλημά του ήταν πάντα η σχέση ποιότητας τιμής και σ’ αυτήν επενδύει και τώρα που η κρίση πλησιάζει απειλητικά. «Προς το παρόν υπάρχει κυρίως ψυχολογική κρίση», επισημαίνει. «Την ουσιαστική κρίση θα τη δούμε τον Σεπτέμβρη, εφόσον δεν δουλέψει η βιομηχανία του τουρισμού. Ακόμη και ο ψυχολογικός παράγοντας, όμως, έχει επηρεάσει την κίνηση. Ο κόσμος βγαίνει μόνο το Σάββατο. Αν είχα τέσσερα μαγαζιά, το Σάββατο θα τα γέμιζα και τα τέσσερα. Η Παρασκευή έχει μεγάλη πτώση και τις καθημερινές δεν δουλεύουμε. Ο κόσμος που βγαίνει το Σάββατο είναι πολύ μετρημένος σε σχέση με πέρυσι, υπάρχει αισθητή ποιοτική διαφορά. Παίρνουν μια μερίδα στη μέση, δεν πίνουν κρασί, επιλέγουν τα πιο φθηνά πιάτα του καταλόγου, είναι γενικώς πολύ μαζεμένοι. Είναι γεγονός ότι το φαγητό στην Ελλάδα είναι απίστευτα ακριβό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Και στον χώρο της εστίασης έχει αρχίσει να γίνεται μεγάλο ξεκαθάρισμα. Ποιος θα αντέξει, δεν ξέρω. Εγώ επενδύω στο value for money, προσπαθώντας να προσελκύσω περισσότερο κόσμο, μαζεύομαι από τις τράπεζες και όσο μπορώ δουλεύω με μετρητά και όχι με επιταγές, επενδύω στην προσωπική σχέση με τον πελάτη -θέλω να αισθάνεται άνετα και ζεστά όποιος έρχεται στο μαγαζί- αναβαθμίζω τις υπηρεσίες που παρέχω μέσω Ιντερνετ, κάνω μεγάλο ξεκαθάρισμα στους προμηθευτές μου. Βρίσκω τα ίδια υλικά αισθητά πιο φθηνά σε σχέση με τρεις τέσσερις μήνες πριν. Και επίσης, μέσα σε όλη αυτήν την κρίση, επενδύω ακόμη περισσότερο στην ποιότητα».

Τιμολόγηση με λογική

Ο Γιάννης Καϋμενάκης εγκαινίασε πριν από ένα μήνα περίπου στο Παγκράτι το καινούργιο του εστιατόριο «Cucina Povera». «Φτωχική κουζίνα» δηλαδή. Μαγειρεύει μεσογειακά, απλά, ακολουθεί τις εποχές και προσέχει την τσέπη των πελατών του. Ποια είναι η φιλοσοφία του; «Αν σε οτιδήποτε κάνουμε, πάρουμε ως οδηγό το πεδίο τιμής, θα καταλήξουμε σε μια μετριότητα. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να είμαστε συνειδητοί πλέον στο πώς καταναλώνουμε και στο πώς τιμολογούμε», υποστηρίζει.

«Επισκέφθηκα περισσότερους από εκατό χώρους για να καταλήξω σ’ αυτόν που μου επιτρέπει να έχω ένα πεδίο τιμής χαμηλό και να το εξαργυρώνω θετικά προς τον πελάτη. Μου ζητούσαν ενοίκια αστρονομικά. Η υπεραξία δεν υπάρχει μόνο από τον εστιάτορα προς τον πελάτη, υπάρχει από πριν. Από κει και πέρα η τιμολόγηση πρέπει να είναι με γνώμονα τη λογική. Δεν ζούμε πια στον καιρό του Χρηματιστηρίου, να βγαίνουμε έξω και να σκορπάμε λεφτά. Πρέπει σε όλους να πρυτανεύσει η λογική. Οσο για την ποιότητα μπορεί κανείς να τη διατηρήσει, λειτουργώντας όπως λειτουργούν οι μαμάδες μας, που επιστρέφουν από τη λαϊκή και λένε «βρήκα τα φασόλια τρία ευρώ και δεν τα αγόρασα». Ετσι κι εμείς, πάμε στην αγορά και επιλέγουμε τι θα αγοράσουμε. Επίσης, υπάρχουν κρασιά που υπεραγαπώ αλλά η τιμή τους δεν μου επιτρέπει να τα έχω. Οπότε θα δουλέψω με άλλα τοπωνύμια που μπορεί να μην είναι «το Χόλιγουντ του κρασιού», αλλά αντανακλούν ουσία. Ευτυχώς, ο κόσμος καταλαβαίνει, συγκρίνει, αποδέχεται και επιβραβεύει τέτοιου είδους προσπάθειες».

Δεν κόβουν τον πολιτισμό

Τι αντίκτυπο έχει στην καθημερινότητα και στο πεδίο της διασκέδασης η οικονομική κρίση; Τρεις καταναλωτές εξηγούν τι έχει αλλάξει, τι τους ενοχλεί και τι έχουν «κόψει».

– Η Μαρία Πετάμη ανήκει στους τυχερούς μιας κατά τα άλλα «κακής» χρονιάς. Πήρε προαγωγή στη δουλειά της και είδε τα οικονομικά της να βελτιώνονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξοδεύει όπως ξόδευε. «Μπορεί σήμερα να μην έχω καταλάβει την κρίση σε προσωπικό επίπεδο, αλλά την βλέπω γύρω μου. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί ξαφνικά να βρεθώ χωρίς δουλειά. Εχω κόψει λοιπόν αυτά που αποκαλώ εγώ «χαζά» έξοδα: ψώνια χωρίς ουσιαστικό λόγο ή περιττές πολυτέλειες. Επίσης, έχω περιορίσει το φαγητό απέξω, το γνωστό «ντιλίβερι». Και τα χρήματα που γλιτώνω, προτιμώ να τα αποταμιεύσω. Αντίθετα δεν έχω κόψει απολύτως τίποτα από αυτά που θεωρώ ουσιαστικά: τον κινηματογράφο, το θέατρο, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, και την έξοδο για φαγητό ή σ’ ένα μπαρ γιατί δουλεύοντας 12 ώρες τη μέρα η έξοδος εντάσσεται αυτόματα στα πολύ ουσιαστικά».

– Ο Γιάννης Πανδής είναι γραφίστας. Ζει και εργάζεται στο κέντρο, και τους τελευταίους μήνες έχει δει την καθημερινότητά του να αλλάζει αισθητά. Οχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης. «Εχει σχέση και με ό,τι συνέβη το τελευταίο διάστημα. Ο τρόπος που αισθανόμαστε το κέντρο, και η αίσθησή μας για το δημόσιο χώρο έχουν αλλάξει. Οπως και ο τρόπος που κυκλοφορούμε στην πόλη. Ως καταναλωτής, τώρα, σκέφτομαι διαφορετικά. Σε επίπεδο διασκέδασης, βγαίνω μια με δύο φορές την εβδομάδα και επιλέγω τα μέρη που πήγαινα και παλιά, εκεί που νιώθω ότι με σέβονται και με προσέχουν. Δεν πειραματίζομαι με καινούργια πράγματα. Στην Αθήνα οι τιμές είναι πολύ υψηλές σε σχέση με την Ευρώπη και, ίσως, είναι καλή ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και από τις δύο πλευρές: οι επαγγελματίες να δείξουν ότι καταλαβαίνουν πως ο κόσμος είναι περιορισμένος και να κάνουν χειρονομίες καλής θέλησης, με έξυπνες κινήσεις που θα προσεγγίσουν τον κόσμο. Σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις τα αντανακλαστικά των επαγγελματιών λειτούργησαν ακαριαία, εδώ νομίζω ότι βρίσκονται σε στάση αναμονής. Περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταστη. Από την άλλη πλευρά και ο κόσμος πρέπει να είναι πιο επιλεκτικός. Εχω την εντύπωση ότι αν και συζητάμε το θέμα της ακρίβειας πολύ έντονα πια, θα πάμε -ίσως όχι με την ίδια συχνότητα όπως στο παρελθόν- σε μια καφετέρια όπου ο καφές κοστίζει 6 ευρώ. Εμείς στηρίζουμε έναν ακριβό, υπερτιμολογημένο καφέ».

– Η Κωνσταντίνα Τηγάνη ξέρει την κρίση από πρώτο χέρι. Εργάζεται σε dvd club του Παγκρατίου. Η ενοικίαση dvd περνάει δύσκολους καιρούς όχι εξαιτίας μόνο της κρίσης, αλλά κυρίως λόγω του παράνομου downloading από το Ιντερνετ. «Ακόμα και άνθρωποι άσχετοι με την τεχνολογία έχουν εκπαιδευθεί στο κατέβασμα ταινιών, με αποτέλεσμα να βλέπουν ταινίες πριν καν προβληθούν στις αίθουσες». Η μια κρίση μάς πηγαίνει στην άλλη και για την Κωνσταντίνα το πρόβλημα είναι κατ’ αρχάς θέμα ρευστότητας. Ο αντίκτυπος στην καθημερινότητά της ήδη σημαντικός. «Σήμερα τα υπολογίζω όλα. Ακόμα και τα τσιγάρα μου. Πόσω μάλλον το πού θα βγω και πού θα πάω». Γιατί η Κωνσταντίνα δεν σκέφτεται να κόψει κάτι. «Προσανατολίζομαι σε περισσότερο οικονομικές εξόδους, ψάχνω περισσότερο τη σχέση ποιότητας – τιμής. Νομίζω εκεί θα παιχτούν τα πράγματα. Δεν πρόκειται να πάω σε μπαρ που έχει είσοδο 20 ευρώ. Αυτό είναι το εξωφρενικό στην Ελλάδα: πράγματα που θα μπορούσαν να είναι φτηνά, δεν είναι. Ετσι, χωρίς λόγο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή