«Είμαστε όλοι μας κανίβαλοι»

«Είμαστε όλοι μας κανίβαλοι»

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα μικροσκοπικό πλάσμα σαν ξωτικό, που έκρυβε μέσα του μια γυναίκα ασυμβίβαστη. Δύσκολη, απόμακρη, με μια ευαισθησία τόσο βαθιά που φοβόσουν να την πλησιάσεις. Ετσι, με έναν σχεδόν ποιητικό τρόπο έβλεπα πάντα την Αγγελική Στελλάτου. Τη χορεύτρια, από τις πιο αξιόλογες της γενιάς της, η οποία για τον περισσότερο κόσμο έγινε γνωστή από τη συνεργασία της με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου ως συνιδρύτρια της Ομάδας Εδάφους (1986), πρωταγωνίστρια σε όλα του τα έργα και επικεφαλής χορογράφος στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων.

Για κάποιον περίεργο λόγο δεν μου έφτανε να τη βλέπω να λάμπει στο πλευρό του. Ηθελα να τη δώ να χορογραφεί κάτι εντελώς δικό της, να αξιοποιεί τα πολύ ιδιαίτερα χαρίσματά της, που είχαν ξεχωρίσει από τον καιρό που αποφοιτούσε από την Κρατική Σχολή Χορού και πήγαινε στη Νέα Υόρκη να σπουδάσει. Το γύρισμα του χρόνου ήρθε και η Αγγελική Στελλάτου αποφάσισε να ακολουθήσει τη δική της πορεία με όλα τα αντιφατικά αισθήματα που προκάλεσε αυτό, τόσο σ’ εκείνην όσο και στους φαν της Ομάδας Εδάφους που παρακολουθούσαν παραστάσεις της μόνο και μόνο για να τη βλέπουν να χορεύει.

Στράφηκε στο θέατρο, σκηνοθέτησε, έφτιαξε τη δική της ομάδα, με την οποία για μια ακόμη εβδομάδα (έως τις 27 του μήνα) στο Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζει την καινούργια της χοροθεατρική δουλειά με τίτλο «Κανίβ.αλοι». Ηταν η αφορμή να μιλήσει στην «Κ» γι’ αυτή τη νέα εποχή στη ζωή της.

– Μιλήστε μας λίγο για τη νέα χοροθεατρική δουλειά σας. Ποια ήταν η έμπνευση, τι περιγράφετε, πώς δουλέψατε με τους ερμηνευτές;

– Αφορμή ήταν σκέψεις που κυκλοφορούν καιρό μέσα στο κεφάλι μου κι έχουν να κάνουν με την επιθετικότητα των άλλων προς εμένα, τη δική μου προς τους άλλους, όλων μας προς τη ζωή, μαζί με την επιθυμία να φτιάξω μια παράσταση. Εφερα τις ιδέες που είχα, πρόσθεσαν οι ερμηνευτές (Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Τάσος Καραχάλιος, Σάνια Στριμπάκου, Ειρήνη Τζανετουλάκου και Κατερίνα Φωτιάδη) τις δικές τους και δουλέψαμε αυτοσχεδιαστικά πάνω σε αυτές. Από το υλικό που προέκυψε, υπήρξαν πράγματα που έδειξαν από την αρχή ότι είναι χρήσιμα για την παράσταση, άλλα ότι είναι είτε άχρηστα είτε ότι δεν μπορούσα να τα επεξεργαστώ και η χειρότερη περίπτωση αυτά που δεν ήταν ούτε τόσο καλά ούτε τόσο κακά και παιδευτήκαμε πολύ για να βρεθεί η θέση τους μέσα στην παράσταση. Τόσο οι ερμηνευτές όσο και οι Σταύρος Γασπαράτος (μουσική), Γιώργος Λυντζέρης (σκηνικά – κοστούμια) και Σάκης Μπιρμπίλης (σχεδιασμός φωτισμών) έφεραν τον πλούσιο κόσμο τους και με μεγάλη γενναιοδωρία τον προσέφεραν για να φτιάξουμε αυτή την παράσταση. Ελπίζω ότι αυτές οι σκέψεις μετασχηματίστηκαν σε κινητικές και θεατρικές δράσεις, σε ατμόσφαιρες που μπορούν να επικοινωνήσουν με τους θεατές.

– Ποιοι θεωρείτε πως είναι οι Κανίβαλοι στη ζωή και στην καθημερινότητά μας;

– Νομίζω ότι είμαστε όλοι μας κανίβαλοι. Ζούμε σε έναν πολιτισμό που απαιτεί να είμαστε οι δυνατότεροι, οι καλύτεροι, οι εξυπνότεροι, οι ικανότεροι, κι αυτό μας κάνει τρομερά ανταγωνιστικούς και επιθετικούς. Μοιάζει σαν οι αδύναμοι να μην έχουν θέση και τελικά αυτοί με τα λιγότερα εφόδια είναι εκείνοι που πρέπει να παλέψουν σκληρότερα.

– Εχετε στραφεί στο χώρο του θεάτρου και της σκηνοθεσίας. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό το άνοιγμα, που συμπεριλαμβάνει πάντα μέσα του το χορό;

– Δουλεύω σε θεατρικές παραστάσεις σχεδόν 15 χρόνια, μέσα σ’ αυτά τα χρόνια υπήρξαν σκηνοθέτες που μου επέτρεψαν να δοκιμάσω ιδέες μου και πέρα από την επιμέλεια της κίνησης που ήταν το καθαρό πεδίο μου. Αρχισα να γοητεύομαι και από αυτήν τη διαδικασία κι έτσι βρέθηκα σε αυτόν το χώρο. Οπως όταν μαθαίνεις να κολυμπάς, ξεκίνησα δειλά δειλά στα ρηχά και με τον καιρό ξεθάρρεψα και δοκιμάζω στα βαθιά νερά.

– Εχοντας δουλέψει στο χώρο του χορού, πώς σας φαίνεται ο χώρος του θεάτρου, οι συνεργασίες κ.λπ. Υπάρχουν διαφορές;

– Και στους δύο χώρους συνεργάζεσαι με άλλους ανθρώπους και αυτό φέρνει όλη τη χαρά και τα προβλήματα που μπορεί να έχει η επαφή με άλλους. Οι χορευτές, εξαιτίας της φύσης της εργασίας τους, ασκούνται συνεχώς για να έχουν το σώμα τους έτοιμο να ανταποκριθεί και αυτό νομίζω τους κάνει πιο πειθαρχημένους. Ομως, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι πόσο είναι κανείς διαθέσιμος κι αυτό είναι ανεξάρτητο από το χώρο από όπου προέρχεται κάποιος.

– Πώς αποφασίσατε να στραφείτε στη σκηνοθεσία;

– Δεν το αποφάσισα ποτέ. Ευτυχώς για μένα, ο καλός μου φίλος Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ο οποίος μας παραχώρησε το Θέατρο του Νέου Κόσμου για τις πρόβες και τις παραστάσεις μας, πριν από 8 χρόνια με έσπρωξε στην πρώτη μου σκηνοθεσία, στο έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη «Στο δρόμο μου ένας άγγελος» με τη Μαρία Κατσανδρή και τον Διονύση Μαλλούχο. Το 2006 ο Θέμης Μουμουλίδης μου ζήτησε ένα έργο για το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας για την Πάτρα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και προέκυψε το «Λίγο πριν ( ) λίγο μετά». Οι «Καν.ίβ.αλοι» είναι το πρώτο έργο που η ίδια έσπρωξα τον εαυτό μου.

– Τι θα λέγατε εάν κάποιος περιέγραφε αυτή την περίοδο της καλλιτεχνικής σας πορείας ως τη μετά Παπαϊωάννου εποχή;

– Ανάλογα με τη διάθεσή μου. Στις καλές μου μέρες θα το έβρισκα λογικό, γιατί η δουλειά με την Ομάδα Εδάφους ήταν πολύ σημαντική για μένα· στις κακές μου μέρες, θα θύμωνα που με συνδέουν με τον Δημήτρη και θα σκεφτόμουν ότι δεν αναγνωρίζεται η προσωπική μου κατάθεση. Σε κάθε περίπτωση, θα έλεγα ότι τουλάχιστον παρακολουθούν την καλλιτεχνική μου πορεία.

– Μιλήστε μας για την εποχή που δουλεύατε με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τι έχει μείνει από τότε, τι έχει χαθεί, τι συνεχίζει να υπάρχει;

– Εχει μείνει ό,τι φτιάξαμε και ζήσαμε μαζί, έχει χαθεί η αναγκαιότητα της παρουσίας του ενός στη ζωή του άλλου, συνεχίζει να υπάρχει εκτίμηση και αγάπη.

Οι χορευτές δεν έχουν ευκαιρίες

– Ποιες είναι οι απόψεις σας για τον σύγχρονο χορό στην Ελλάδα;

– Οι άνθρωποι του χορού παλεύουν πολύ σκληρά και, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, αξίζουν το θαυμασμό μου. Εχουμε εξαιρετικούς χορευτές και χορογράφους, που θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη περισσότερο αν είχαν την ευκαιρία να εξαντλήσουν τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες. Ενας εικαστικός εξελίσσεται φτιάχνοντας έργα, το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που ασχολούνται με το χορό, χρειάζεται να κάνουν παραστάσεις για να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους. Ομως, για να φτιαχτεί μια παράσταση, απαιτούνται η εργασία περισσότερων ανθρώπων, ειδικός χώρος, τόσο για τις παραστάσεις όσο και για τις πρόβες, εξοπλισμός κ.τ.λ. Ολοι εξαντλούνται δουλεύοντας με πολύ λίγα χρήματα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή