Ο,τι κι αν σας πάρουν, μένουν τα όνειρα

Ο,τι κι αν σας πάρουν, μένουν τα όνειρα

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα δέντρο με κλαδιά από σύρμα και λαμπερά φύλλα από διάφανο χαρτί φωτισμένο απαλά σ’ έναν μικροσκοπικό, ζεστό χώρο. Μια κάμπια που βγάζει φτερά και γίνεται πεταλούδα χωρίς κανένα απολύτως εφέ: αρκετή από μόνη της να παρασύρει τα παιδιά σε ενθουσιώδη ξεφωνητά. Πόσο απλά πράγματα τελικά χρειάζεσαι για να πλάσεις την αληθινή μαγεία. Την εβδομάδα που πέρασε, οι παιδικές σκηνές της Αθήνας άνοιξαν δειλά δειλά τις πόρτες τους υπό την σκιά της νέας γρίπης. Δεν είναι και λίγο να έχεις μια ολόκληρη εγκύκλιο από το υπουργείο Υγείας να φοβίζει γονείς και εκπαιδευτικούς πως η παραμονή ομάδων παιδιών σε κλειστούς χώρους θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Παρ’ όλα αυτά, τα θέατρα γεμίζουν. Με γονείς που ψάχνουν εναλλακτικούς τρόπους ψυχαγωγίας και παιδιά (ακόμη και βρεφικής ηλικίας) που μυούνται στον κόσμο του θεάτρου. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους παραστάσεις. Ως προς τον χώρο, την ακρίβεια της παραγωγής, τον τρόπο προσέγγισης ενός σεναρίου και τον τρόπο παρουσίασής του. Τι είναι αυτό που τελικά χαρακτηρίζει το καλό παιδικό θέατρο; Πώς μπορείς να βρεις αυτό που όχι μόνο θα τραβήξει την προσοχή ενός παιδιού, αλλά θα του μεταφέρει παράλληλα πολύτιμα μηνύματα για τη ζωή του;

Σκηνή πρώτη

Στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου, ένα πρωινό μέσα στην εβδομάδα δίπλα στους μαθητές και καθηγητές δύο σχολείων που δεν φοβήθηκαν τη νέα γρίπη. Για φέτος ο Ευγένιος Τριβιζάς, στην πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό, διασκεύασε ο ίδιος το βραβευμένο του μυθιστόρημα «Τα μαγικά μαξιλάρια». Από μόνο του το σενάριο του έργου θα μπορούσε να είναι το «κλειδί» για την επιτυχία του. Σε αντίθεση με πολλά παιδικά έργα που ήρωές τους είναι ιππότες, πρίγκιπες και βασιλιάδες, κεντρικός ήρωας στα «Μαγικά μαξιλάρια» είναι ο δάσκαλος ενός υποβαθμισμένου σχολείου. Οπως σημειώνει ο ίδιος ο Τριβιζάς: «Στην εποχή μας, εποχή απαξίωσης των εκπαιδευτικών, υποβάθμισης του λειτουργήματός τους, αδιαφορίας από πάσης πλευράς και απελπιστικής ρουτίνας της καθημερινότητάς τους, ξεχνάμε συχνά ότι οι δάσκαλοι, πέρα από τη μετάδοση γνώσεων, έχουν τη δυνατότητα να διαγράφουν το μέλλον, να αλλάζουν ζωές προσφέροντας οράματα, στόχους και όνειρα. Και όταν το επιτυγχάνουν, καθίστανται ηρωικότεροι από ατρόμητους ιππότες, ωραίους πρίγκιπες και μεγαλόπρεπους βασιλιάδες». Το θέμα είναι πράγματι επίκαιρο. Μέχρι κι εγώ ταυτίζομαι με την ομάδα των παιδιών που τους απαγορεύεται να χαλαρώσουν, να κάνουν πάρτι ή να ονειρεύονται. «Εγώ ο Αρπατίλαος ο Πρώτος, άρχοντας της Ουρανούπολης, αποφασίζω, διατάζω, περιορίζω και ορίζω ότι από σήμερα το πρωί… καταργούνται οι Απόκριες, τα πάρτι των γενεθλίων και όλες ανεξαιρέτως οι Κυριακές. Από σήμερα οι Κυριακές αλλάζουν όνομα. Θα λέγονται Προδευτέρες…».

«Το κάθε όμως θεατρικό έργο είναι ένα λουλούδι που το φυτεύει ο συγγραφέας σε ένα γλαστράκι, το φροντίζει όσο μπορεί και το προσφέρει στον σκηνοθέτη» είναι τα λόγια του Ευγένιου Τριβιζά. Κι αν από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Γιάννης Κακλέας) φεύγεις σιγοτραγουδώντας το «Ο, τι κι αν σας πάρουν, πάντα κάτι μένει, μένουνε τα όνειρά σας» (στίχοι του Τριβιζά σε μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού), την ίδια ώρα αναρωτιέσαι γιατί μια ακριβή παραγωγή όπως αυτή, γεμάτη με οπτικά εφέ, ευρήματα σκηνογραφικά, οθόνες και βιντεοπροβολές, μπορεί να είναι τόσο κακόγουστη και επιτηδευμένη. Ολοι οι άντρες της παράστασης μιλούν με ψιλές φωνές μιμούμενοι τα παιδιά, τα κοστούμια του βασιλιά Αρπατίλαου και της αυλής του, καθώς και οι ερμηνείες θυμίζουν μια κακή εκδοχή της Cruella de Ville, ενώ η οθόνη που κάθε τόσο προβάλλει κάτι, αισθάνεσαι πως υπάρχει μόνο για να εντυπωσιάσει και για να καλύψει το κενό που σου μένει. Αντί για τα όνειρα…

Δεύτερη εικόνα

Μια βροχερή Κυριακή στη Μικρή Σκηνή του Θεάτρου Χώρα στην Κυψέλη, όπου η Ιρίνα Μπόικο έχει στήσει τρεις παραστάσεις για παιδιά ηλικίας 2,5 έως 5 ετών. Και οι τρεις, υπέροχες. Η βραβευμένη σκηνοθέτις από την Ουκρανία η οποία έχει ασχοληθεί κυρίως με τον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια ερευνά με μεγάλη επιτυχία τον χώρο του παιδικού θεάτρου. Με πολύ απλά υλικά, με φρέσκιες ιδέες και με μεγάλη αγάπη για τη δουλειά, αλλά και για το κοινό της. Σίγουρα η ηλικία των παιδιών στα οποία απευθύνεται απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, όμως η Ιρίνα Μπόικο δεν καταφεύγει σε περιττά τεχνάσματα. Φτιάχνει μερικές κούκλες, ένα Μαμουθάκι (σαν μικρό ελεφαντάκι), δύο μαϊμούδες, πιγκουινάκια και μία ελεφαντίνα, ένα απλό ξύλινο τελάρο που το κινεί η ίδια με τη συνεργάτιδά της Πέπυ Μοσχοβάκου και δημιουργεί μια τόσο φρέσκια παράσταση («Μαμά για το Μαμουθάκι») που όχι μόνο αρέσει στα παιδιά (και όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις ήσυχο στο θέατρο ένα τρίχρονο παιδί) αλλά περνάει με έναν πολύ τρυφερό τρόπο, μια διαφορετική, πιο προχωρημένη εκδοχή πάνω στην έννοια Μαμά… Στη δεύτερη παράστασή της «Πέτα, Λούδα!» δίνει σποράκια στα παιδιά για να φτιάξουν τη Λουλουδούπολη και παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα την τεχνική Sand Art, ζωγραφική με άμμο πάνω σε τραπέζι με φωτισμένη γυάλινη επιφάνεια την οποία στο τέλος του έργου διδάσκει σε μικρούς και μεγάλους. Τόσο απλά… Φεύγοντας, όλοι κρατάμε μια πεταλούδα από χαρτί στα χέρια μας. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά που οδηγούν στη Μικρή Σκηνή τα οποία η Ιρίνα Μπόικο έχει διακοσμήσει με κούκλες και λουλούδια, σαν είσοδο στον κόσμο των παραμυθιών. Και των ονείρων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή