Θέατρο με δεύτερες δουλειές και χρέη

Θέατρο με δεύτερες δουλειές και χρέη

8' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι κλισέ, αλλά ισχύει. Η Αθήνα έχει περισσότερες θεατρικές σκηνές από το Λονδίνο. Ούτε η μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική κρίση δεν στάθηκε εμπόδιο στον ακατάπαυστο πολλαπλασιασμό των θεατρικών παραστάσεων, των ομάδων, των χώρων που φιλοξενούν θέατρο κάθε βράδυ στην Αθήνα. Οχι μόνο Παρασκευοσαββατοκύριακα αλλά και καθημερινές, με τα Δευτερότριτα να διεκδικούν τα τελευταία χρόνια το δικό τους μεγάλο μερίδιο κι ένα πιο εναλλακτικό κοινό. Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου παραπονιούνται για τα άθλια οικονομικά των θιάσων τους, κατηγορούν (δικαίως) τις κατά καιρούς ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού για τη συστηματικά καθυστερημένη εκταμίευση των πενιχρών ετήσιων επιχορηγήσεων.

Κάπως έτσι, προκύπτει αυθόρμητα το ερώτημα: Αν πράγματι η κατάσταση είναι τόσο ασφυκτική, με χρεωμένους επικεφαλής θεατρικών ομάδων, απλήρωτους ηθοποιούς και ουρές στο ταμείο ανεργίας, γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι δέχονται πρόθυμα να μεγαλώσουν αυτό το γαϊτανάκι δημιουργικής απόγνωσης; Τι φέρνει χιλιάδες νέους ανθρώπους κάθε Σεπτέμβριο στο κατώφλι δεκάδων σχολών υποκριτικής; Και το πιο παράδοξο: Εκεί που παρατηρείται αυτή η πρωτοφανής άνθηση είναι στο λεγόμενο μη-εμπορικό θέατρο, εκεί δηλαδή που τα χρήματα είναι ελάχιστα και οι αγωνίες, κατατρώνε τη δημιουργική φλόγα πολλών νέων ανθρώπων. Η «Κ» δίνει το λόγο σε πέντε ανθρώπους του θεάτρου. Ολοι εμπλέκονται σε θεατρικές ομάδες της Αθήνας, άλλες με μικρότερη κι άλλες με μεγαλύτερη ιστορία. Τους απευθύναμε το πολύ θεμελιώδες ερώτημα: «Πώς τα βγάζετε πέρα;» Μας προσφέρουν τη δική τους ματιά πάνω σε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα αντίφαση, ανάμεσα στη θεατρική έκρηξη της Αθήνας και τα ασφυκτικά οικονομικά των ανθρώπων του θεάτρου.

Β. Κανελλόπουλος

Δουλεύουμε χωρίς να πληρωνόμαστε

Ο Βασίλης Κανελλόπουλος είναι ταυτισμένος με τη θεατρική ομάδα «Σχεδία». Η «Σχεδία» πλέον δεν έχει μόνιμη στέγη, η τελευταία της παραγωγή «Venus Flytrap» ανέβηκε σε ένα γκαράζ στο Γκάζι. «Για να κάνεις θέατρο πρέπει να έχεις τους κατάλληλους φίλους ή οικονομικές πλάτες». Ο Βασίλης Κανελλόπουλος έχει μια πολύ προσωπική ματιά στα θεατρικά μας πράγματα. «Για την ελληνική κοινωνία, αυτό που κάνουμε δεν είναι παραγωγική διαδικασία. Αν εστιάσουμε στις τέχνες, έχουμε ένα σύστημα που οδηγεί τους ανθρώπους να φέρονται σαν «γλείφτες», να κρέμονται με πνιγηρό τρόπο ο ένας απ’ τον άλλον, δηλαδή άλλη μια στρατιά φοβισμένων ανθρώπων. Πολλές φορές, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα πάνω στη σκηνή είναι προϊόν της δικής τους απελπισίας. Δείτε τη στάση των ηθοποιών, τη γλώσσα του σώματος πάνω στη σκηνή· μικρή σημασία έχει η ίδια η υποκριτική, ο τρόπος που παίζουν αποτυπώνει το βάρος που κουβαλάνε, την απέλπιδα κατάσταση. Πολλοί νεαροί ηθοποιοί μου έχουν πει ότι «δεν αντέχουν άλλο». Αντιλαμβάνομαι ότι το να κάνω θέατρο στη χώρα είναι σαν να είμαι άρρωστος. Πολύ θα ήθελα να μου έκαναν μια ένεση και να έφευγα από αυτήν την ιστορία. Με τη επιχορήγηση δεν φτάνει να κάνεις τίποτα. Τις περισσότερες φορές δουλεύουμε χωρίς να πληρωνόμαστε, χειρότερα και από τους μετανάστες».

Αλλά αν είναι όλα τόσο μαύρα, γιατί έχουμε αυτήν την έκρηξη στη θεατρική Αθήνα; «Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι θέλουν να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν. Υπάρχει τεράστια ανάγκη για πραγματική έκφραση». Δίπλα σ’ αυτό, τα μίντια συνεχίζουν να λένε ότι πρέπει να γίνουμε ωραίοι και διάσημοι. Σας πληροφορώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί χωρίς να έχουν δει ούτε μισή παράσταση».

Ιωάννα Ρεμεδιάκη

Μόνο στο θέατρο νιώθω ζωντανή

«Δεν έχω κάνει ποτέ τηλεόραση», λέει ήρεμα η Ιωάννα Ρεμεδιάκη, ηθοποιός και σκηνοθέτις, η οποία τον περασμένο Δεκέμβριο έκανε αίσθηση με τον «Χώρο Αμλετ», μια δοκιμή παράστασης ή ανοιχτή πρόβα, αν προτιμάτε. Η ιδέα προέκυψε από ένα σεμινάριο πάνω στον Αμλετ του Σαίξπηρ, που γινόταν τις μέρες της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου και όσων ακολούθησαν στους δρόμους της Αθήνας. Δεν θέλει να παρεξηγηθεί, μήπως κάποιοι από τους συναδέλφους της τής καταλογίσουν υπεροψία. «Δεν υποτιμώ καθόλου όσους κάνουν τηλεόραση. Το αντίθετο. Είναι τόσο δύσκολη δουλειά. Στο εξωτερικό, οι περισσότεροι μεγάλοι ηθοποιοί είναι στην τηλεόραση». Απλά η τηλεόραση δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν αρχίζοντας το θέατρο. Ενα θέατρο διαδραστικό, με κοινωνικές και πολιτικές αναφορές, ένα θέατρο που τις περισσότερες φορές παίζεται έξω, στους δρόμους και στις πλατείες, στη λογική της ανάκτησης των δημόσιων χώρων. Στις παραστάσεις της Ιωάννας Ρεμεδιάκη και των συνοδοιπόρων της δεν υπάρχει εισιτήριο. Το κοινό μπορεί να αφήσει ό, τι θέλει μετά το τέλος της παράστασης σε ένα μικρό κουτί. Τη βασανίζει αυτό το θέμα, των χρημάτων. Συμφωνεί ότι το θέατρο είναι κι αυτό μια δουλειά που θα πρέπει να πληρώνεις για να τη δεις. Ωστόσο, δυσκολεύεται να ορίσει ένα «κανονικό» εισιτήριο, ανάλογο των περισσότερων αθηναϊκών σκηνών. «Δεν ζεις από αυτή τη δουλειά. Γίνονται παραστάσεις με την αυτοθυσία των ηθοποιών, οι οποίοι μπορεί να παίζουν γνωρίζοντας ότι ίσως δεν πληρωθούν ποτέ». Για την ίδια, ούτε λόγος. Βάζει από την τσέπη της. Παράλληλα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο, κάνει σεμινάρια. Στην ομάδα της έχει ένα γιατρό και μία συμβολαιογράφο. Δεν βαρυγκομάει. Το αντίθετο. «Για να είσαι και να αντέξεις στο θέατρο πρέπει να είσαι απόλυτα αποφασισμένος. Προσωπικά, μόνο στο θέατρο νιώθω εντελώς ζωντανή».

Δημήτρης Μαύρος

Δεν θα πάρεις καινούργιο Ι.Χ.

Μια ενδιαφέρουσα αντίφαση επισημαίνει ο ηθοποιός Δημήτρης Μαύρος. Ενώ κάθε χρόνο αυξάνονται οι αθηναϊκές σκηνές, μειώνονται τα θέατρα που απασχολούν ηθοποιούς, καταβάλλοντας τα προβλεπόμενα από το νόμο. «Οπότε οικονομικά δεν έχει ιδιαίτερη διαφορά για ένα νέο ηθοποιό η ενασχόλησή του με μια ομάδα. Αν ληφθεί δε υπόψη το πόσο δημιουργικός νιώθει μέσα σε αυτήν, και η δυνατότητα που του δίνεται να αποκτήσει φωνή η όποια καλλιτεχνική του ανησυχία, καταλαβαίνει κανείς γιατί πολλά νέα παιδιά αποφασίζουν να προχωρήσουν στην παραγωγή μιας θεατρικής παράστασης. Αν δίπλα σε αυτές τις ομάδες βάλεις κι αυτές που τα τελευταία χρόνια έχουν μια σταθερή παρουσία στο θεατρικό γίγνεσθαι, συμπληρώσεις κι αυτές που δημιουργούνται ως φυσική συνέπεια καλλιτεχνικής αναζήτησης έχεις έναν μεγάλο αριθμό παραγωγών. Η δυνατότητα που δόθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών σε νέους ανθρώπους, από το Εθνικό Θέατρο και την πολιτική του ΕΚΕΘΕΧ με το άνοιγμα των επιχορηγήσεων σε πολλούς μικρούς θιάσους, έχει συμβάλει σε αυτήν την έκρηξη. Σίγουρο είναι ότι δεν καθορίζεται η ποιότητα από την ποσότητα των παραστάσεων. Μπορεί να έχεις κακή ποιότητα και με μικρή ποσότητα παραστάσεων. Το θέατρο δεν κινδυνεύει από αυτήν την έκρηξη. Η αντίφαση που αναφέρατε στην αρχή παύει να υφίσταται, αν δούμε ότι η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση είναι ανεξάρτητη από τις οικονομικές δυσκολίες».

Ο ίδιος κατόρθωσε να επιβιώσει οικονομικά με τη συνεχόμενη συμμετοχή σε παραστάσεις. «Μειώνεις και κάθε καταναλωτική σου διάθεση και προχωράς. Στην πραγματικότητα, επιβιώνεις οικονομικά στο θέατρο κάνοντας τηλεόραση, διαφημίσεις, σπικάζ, δουλειά σε μπαρ, βάψιμο σπιτιών… Α… ξέχασα… και δεν προσπαθείς να αποκτήσεις καινούργιο αυτοκίνητο».

Γιάννης Αναστασάκης

Ξέρουμε ότι πάμε να χρεωθούμε

Η παράσταση «Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα!», βασισμένη στο αυτοβιογραφικό κείμενο του Φιλύρα «Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον», κατέβηκε πριν από ακριβώς μια εβδομάδα. Οχι γιατί δεν πήγαινε καλά, αλλά γιατί ο παραγωγός της παράστασης, η θεατρική ομάδα «Στιγμή», δεν διαθέτει ιδιόκτητη έδρα και δεν θα άντεχε να πληρώσει ενοίκιο για δεύτερο συνεχή μήνα. Ο Γιάννης Αναστασάκης, σκηνοθέτης της παράστασης και ένας από τους ιδρυτές της ομάδας το 1996, βιώνει για άλλη μια χρονιά την ίδια ιστορία. Η ετήσια επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού, της τάξης των 20.000 ευρώ, δεν έφτασε ξανά στην ώρα της. Συνήθως εκταμιεύεται ένα χρόνο μετά. «Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, αρχίζοντας μια καινούργια παραγωγή, τα πάντα θα πρέπει να πληρωθούν από εμάς. Η επιχορήγηση, εξαιρετικά πολύτιμη γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να υπάρξουμε, καλύπτει ένα 55% – 60% των εξόδων». Και το υπόλοιπο 40%; «Δάνεια από τράπεζες, φίλους και, φυσικά, χρέη. Ξέρουμε ότι πάμε να χρεωθούμε». Και αν η κάθε νέα χρονιά προσθέτει χρέη στην επόμενη; «Κοιτάξτε, πάντα έτσι ήταν τα πράγματα στο θέατρο, δύσκολα. Ο σκηνοθέτης δεν θα πάρει χρήματα, οι συντελεστές βοηθούν κι αυτοί με τη σειρά τους, προσπαθούμε ευλαβικά να τηρούμε τις υποχρεώσεις μας με τους ηθοποιούς. Προσωπικά, προσπαθώ να κάνω κι άλλες δουλειές, σκηνοθεσίες κυρίως. Ετσι μπορώ να ξεχρεώνω και να πηγαίνω στην επόμενη παραγωγή της ομάδας. Οχι πάντα. Πέρυσι τα βάλαμε κάτω και δεν βγαίναμε. Οπότε δεν ανεβάσαμε τίποτα. Αλλά οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν κάτι και αντλούν ικανοποίηση από αυτό. Κάποιοι κουράστηκαν, αποστρατεύθηκαν. Αλλοι επιμένουν. Και να σας πω κάτι; Προσωπικά χαίρομαι για όλα αυτά τα θέατρα. Γιατί, διαφορετικά θα καταλήξουμε σαν τα πέντε μεγάλα σούπερ μάρκετ που ελέγχουν όλη την αγορά. Προτιμώ τα πολλά και μικρά μπακάλικα».

Γιάννα Καφέ

Από επάγγελμα, έγινε χόμπι

«Δεν είναι πια επάγγελμα», το λέει και το εννοεί η Γιάννα Καφέ, η οποία υπογράφει σκηνοθετικά την παράσταση «Αναζητώντας τον μπαμπά μου», κάθε Δευτέρα και Τρίτη στη «Μικρή Χώρα». «Και δεν είναι επάγγελμα από τη στιγμή που δεν μπορείς να βιοποριστείς». Ηθοποιός και η ίδια, ξέρει από πρώτο χέρι την ελληνική πραγματικότητα. «Οι πρόβες συνήθως δεν πληρώνονται. Θα πληρωθείς για το δίμηνο των παραστάσεων και μετά στο ταμείο ανεργίας. Υπάρχει όμως σοβαρή περίπτωση να μην πληρωθείς κανονικά αν το θέατρο στο οποίο θα παίξεις δεν είναι επιχορηγούμενο. Ή δεν θα πληρωθείς καθόλου, τροφοδοτώντας απλά την ματαιοδοξία σου ή θα κάνεις μια συμφωνία για ποσοστά ή ένα μικρό μισθό. Ετσι, αυτό στο οποίο ελπίζεις είναι να σε πληρώσουν τον βασικό μισθό ή λίγο πιο πάνω από αυτό ανάμεσα στα 1.000 και στα 1.200 ευρώ». Είναι φυσικό λοιπόν ο ηθοποιός να κάνει ένα σωρό άλλες δουλειές για να τα φέρει βόλτα. «Προσωπικά έχω κάνει το μοντέλο, έχω μοιράσει φυλλάδια, υπήρξα ταμίας σε θέατρο, δουλειές του ποδαριού, δηλαδή. Αν είσαι στο θέατρο, θα κάνεις αυτού του είδους τις δουλειές, γιατί δεν μπορείς να δεσμευτείς με κάτι πιο σταθερό γιατί μπορεί να προκύψει τους επόμενους μήνες μια καλή δουλειά και να τη χάσεις». Οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου, ακόμα και τα πιο μεγάλα ονόματα, μας λέει η Γιάννα Καφέ, έχουν απορροφηθεί από την θεατρική εκπαίδευση και τις σχολές που ξεπετιούνται κάθε χρόνο. «Ακόμα και οι ομάδες δεν είναι συνήθως προϊόντα ενός μεγαλόπνοου οράματος αλλά συνασπισμοί απελπισίας. Γι’ αυτό και οι περισσότερες είναι βραχύβιες. Σε μια χώρα που δεν υπάρχουν συγκροτημένοι θεσμοί που θα βοηθήσουν τους πιο άξιους, περιμένεις να σε προσέξει «κάποιος» μήπως και συμβεί κάτι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή