Συμπύκνωμα έσχατης γνώσης

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τασος Χατζητατσης

Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί

εκδ. Πόλις, 2009

Στις 7/11/2008 πέθανε στη Θεσσαλονίκη ο πεζογράφος Τάσος Χατζητάτσης. Ενα χρόνο μετά, πριν από λίγες μέρες, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το νέο του βιβλίο, «Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί». Νέο. Συνώνυμο: καινούργιο, πρόσφατο ή κάτι τελευταίο. Την αμείλικτη αυτή κλιμάκωση των σημασιών ακολουθεί και η διάθεση του αναγνώστη. Καθώς περνάει από την έκπληξη και τη χαρά του καινούργιου στην αίσθηση μιας παιγνιώδους διάθεσης και στον κόσμο της λεπτολόγου ειρωνείας του Χατζητάτση, που στέλνει τα νέα του απ’ το επέκεινα κάνοντας μόνος του τον απολογισμό, μόνος του το λογοτεχνικό μνημόσυνο, όχι σαν σούμα, όχι στρογγυλεύοντας και ωραιοποιώντας, αλλά δυναμικά, ρίχνοντας στην αρένα της κυκλοφορίας και της κριτικής ένα βιβλίο ολόσωμο.

Ενα χρόνο μετά, ο αναγνώστης βιώνει μια παρουσία. Μέχρι το πικρό μέλι των τελευταίων σελίδων του να στάξει και να φτάσει στο απόσταγμα του caf της Ναυαρίνου – οριστικά ημιτελούς, χωρίς ποτέ να χάνονται οι δύο πρώτες σημασίες, κατακάθεται και η τρίτη. Τελευταίο, ύστερο και έσχατο φέρνει στο φως της αυθεντικής ζωής τη μεταξένια πεταλούδα της έσχατης γνώσης που δεν καίγεται επειδή στο μεταξύ έχει μετασχηματιστεί σε λογοτεχνία. Αυτό συμβαίνει. Ο Τάσος Χατζητάτσης καταφέρνει να διασπάσει τη σιωπή και το σκοτάδι του θανάτου που τον ακολουθεί κατά βήμα με λόγο και φως, να εκμεταλλευτεί τα κενά που ξεκλέβει στην εξαντλητική κούρσα με τον ακούραστο αντίπαλο δρομέα για να μας μαρτυρήσει κάποια μυστικά του.

Το επερχόμενο τέλος

Και προλαβαίνει. Καταγράφει μέσα στο γνώριμο από τα άλλα βιβλία του πολυφωνικό σύμπαν, με την ισχυρή παρουσία της Ιστορίας και της Μνήμης -προσωπικής και συλλογικής- του Ερωτα και της απώλειάς του, του χρόνου και της φθοράς των γηρατειών, της χαμένης αθωότητας και των σπασμένων ονείρων, καταγράφει, τη συνεχή, την ταυτόχρονη παρουσία του θανάτου, την τραγική επίγνωση του σίγουρα και σύντομα επερχόμενου τέλους ως συμπύκνωμα -ακριβοπληρωμένης- έσχατης γνώσης. «Αυτήν την τακτική ακολουθώ και τώρα. Ανακαλύπτω τον πόνο της πληγής στα τρυπημένα δάχτυλα. Δεν είναι πάντα εύκολο[…] Αναγκάζομαι να δημιουργώ την ασχήμια. Συχνά με προλαβαίνει ο δρομέας που προηγείται».

Ως γνήσιος δημιουργός που είναι, δέχεται το στοίχημα να γίνει το υλικό της γραφής του.

«Κανένας δε γνωρίζει πόσοι γύροι ακόμα, τι απομένει, πόσοι γύροι μέχρι τον τερματισμό. Το μεσημέρι κρύβεται στη σκιά της σφενδόνης[…] Ποιος είναι αυτός που τρέχει μπροστά, δίπλα μου, ακούραστος σαν να βγήκε τώρα απ’ τα αποδυτήρια με την αναπνοή σφριγηλή, χωρίς κράμπες στα γόνατα κι έγινε η σκιά μου; Πώς να δημιουργήσω την απόσταση ασφαλείας; Αδικα».

Με το χέρι στα πλήκτρα του ηλεκτρονικού υπολογιστή παίζει με τον δρομέα-κέρσορα, υπηρέτη και δαμόκλειο σπάθη των ψηφίδων του κειμένου. Τι να μείνει; Τι να σβηστεί; Γράφει τον ίδιο του τον θάνατο μέχρι τέλους για να μας παραδώσει μια δική του εικόνα για την κατάσταση των πραγμάτων (Stand der Dinge).

Οι «Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί» κλείνουν αυτοαναφορικά τον κύκλο που άνοιξαν οι «Εντεκα Σικελικοί Εσπερινοί» το 1997. Τα οκτώ (8) πεζά του τόμου βρίθουν, άλλωστε, αναφορών στο προγενέστερο έργο του συγγραφέα κρατώντας σταθερά τη γλώσσα και την ατμόσφαιρα όπως τη γνωρίσαμε. Εκτός από ένα χρώμα ευσπλαχνίας, ήδη νοσταλγικής από τον μακρύ αποχαιρετισμό, που κόβει τις οξύαιχμες άκρες τις κριτικής του αλλά όχι και του αυτοσαρκασμού του, και από την επιτακτική ανάγκη καταγραφής της Ιστορίας πάνω στις ιστορίες του, την ανάγκη να προλάβει να τα πει όλα για μια πόλη (την πόλη του) που τα κουβάλησε κάποτε και όλα στα σπλάχνα της.

Οι ήρωές του μπλέκονται στους παράξενους συνδυασμούς που η μοίρα αυτού του τόπου τους υποβάλλει. Ο γιος του ανυπόταχτου ξενόγλωσσου σύντροφου κτίζει το αυθαίρετο, έξω από την Καλλικράτεια, του έμπιστου στελέχους του Πολιτικού Γραφείου από τη Θεσσαλονίκη που καταδίωξε τον πατέρα του. Το νεαρό εβραιόπουλο ζει τον αταίριαστο έρωτά του με την αδερφή του δωσίλογου. Εύκολα σχήματα δεν προκρίνονται. Καθαρές γραμμές, διχασμοί και δυϊσμοί δεν συνάδουν με την πολυπλοκότητα της ζωής. Αυτή η ίδια με τα παιχνίδια και τα γυρίσματά της, το αστάθμητο των συναντήσεων και των συμπτώσεων αναδεικνύει αφ’ ενός την πολλαπλότητα των χαρακτήρων και την παντοδυναμία της αφ’ ετέρου.

Πολλαπλό λοιπόν, πολυπρισματικό σύμπαν και μέσα σ’ αυτό τελευταία αντήχηση -σαν εσπερινή καμπάνα- στην πρωινή λιακάδα της Ναυαρίνου:

«Κλαις, όμως, αγάπη μου τα βράδια; Μην μου πεις πάλι ψέματα. Κλαις για την απώλεια που έρχεται;»

«Καμιά φορά, όταν αργεί να ξημερώσει. Λυπάμαι για τα χρώματα που δε θα ξαναδώ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή