«Απρόσκλητοι επισκέπτες οι ταινίες μου»

«Απρόσκλητοι επισκέπτες οι ταινίες μου»

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θα περάσει αρκετός καιρός για να ατονήσει η παρουσία του Βέρνερ Χέρτσογκ μέσα μας. Φυσική και καλλιτεχνική. Δεν ήταν μόνο το πέρασμά του από τη Θεσσαλονίκη (τιμώμενος του 50ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου) και την Αθήνα (αφιερώματα στο Γκαίτε και στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης), τα masterclass που παρέδωσε, η σύντομη συνάντηση που είχαμε μαζί του την προτελευταία μέρα του Φεστιβάλ, οι ταινίες του που παρακολουθήσαμε σε μια πλήρη ρετροσπεκτίβα στο έργο του. Ηταν, κυρίως, η άρρηκτη σχέση του δημιουργού με την τέχνη του. Το αποτύπωμα ενός 67χρονου χειρώνακτος που κινείται με περισσή άνεση στην ψηφιακή εποχή, γνωρίζοντας όλη τη διαδικασία βήμα βήμα, κάθε στάδιο αυτής της μετάβασης από το σελιλόιντ («μητέρα όλων των μαχών») στην μικρή κάμερα που κρατάς με το ένα χέρι. Που μιλάει για «τοπία ψυχής», που προτιμάει να ταξιδεύει με τα πόδια, που θεωρεί τον μαζικό τουρισμό κάτι σαν επιδημία, που διαβάζει πολύ, που δεν προτείνει «συνταγές»: «Δεν απαντώ ποτέ στο ερώτημα πώς μπορείς να γίνεις σκηνοθέτης. Είναι ανάλογο με το πώς μπορείς να γίνεις ποιητής. Το μόνο που διδάσκεται είναι πώς να χειρίζεται κανείς τη γραφομηχανή».

Ασφαλώς ένας σκηνοθέτης με περισσότερες από πενήντα ταινίες στη φιλμογραφία του, ο οποίος σκαρφαλώνει στις Ανδεις για να γυρίσει το «Αγκίρε, η οργή του Θεού», στήνει το σκηνικό του «Φιτζκαράλντο» στην καρδιά του Αμαζονίου ή φτάνει ώς την Ανταρκτική (πριν από δύο χρόνια αυτό) για να καταγράψει μια κοινότητα ανθρώπων αφοσιωμένων στις επιστημονικές τους έρευνες, στις «Συναντήσεις στο τέλος του κόσμου», είναι απρόβλεπτος και «ακατάτακτος». Ακροβατεί διαρκώς στα όρια της ζωής και του βλέμματος, αναζητεί με επιμονή να δοκιμάσει ακραίες συνθήκες για να κατανοήσει την ουσία τους. Αρχέτυπο μοναχικού δημιουργού, είναι ένας από τους πιο οραματικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Και όπως σημειώνει ο θεωρητικός Αλμπέρτο Μπαρμπέρα (στην εξαιρετικά εμπεριστατωμένη μονογραφία για τον Χέρτσογκ που επιμελήθηκε ο Θωμάς Λιναράς): «Κάθε του έργο είναι ένας ριζοσπαστικός προβληματισμός πάνω στη δύναμη του κινηματογράφου, μια εξαντλητική έρευνα πάνω στη γλώσσα του και στα εκφραστικά του μέσα».

Η συνάντησή μας με τον Χέρτσογκ έγινε στο μέσον μιας εξαντλητικής μέρας στη διάρκεια της οποίας έπρεπε να ανταποκριθεί σε πολλές υποχρεώσεις (masterclass, συνεντεύξεις με Ελληνες και ξένους δημοσιογράφους, τιμητική εκδήλωση στο «Ολύμπιον»). Δεν δυσανασχέτησε ούτε στιγμή και ο επαγγελματισμός του, χωρίς καμιά δυστροπία, τους άφησε όλους εντυπωσιασμένους.

Ηρθε στο ραντεβού ευχαριστημένος και ευδιάθετος από το masterclass που είχε προηγηθεί. Αλλά και ελαφρώς καταπονημένος. Οι απαντήσεις του, λακωνικές:

– Μιλήσατε αρκετά για την πεζοπορία. Η έννοια του «ταξιδεύοντας με τα πόδια» είναι συγγενής με τον flaneur, τον περιπλανώμενο του 19ου αιώνα;

– Οχι δεν έχει καμία σχέση με τον flaneur ο πεζοπόρος. Οταν διανύεις 2.000 χλμ. δεν είσαι περιηγητής. Ο flaneur παύει να υφίσταται μετά τα 10 χλμ.! Η κατασκευή μας ως ανθρώπινα όντα είναι για να ταξιδεύουμε με τα πόδια. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει εντελώς αδρανήσει αυτή η τάση.

– Τι κερδίσατε ως περιπατητής;

– Περπατώντας, βρίσκομαι σε ένα φανταστικό κόσμο. Σαν να ονειρεύομαι. Αλλά και σαν να πορεύομαι μέσα σε ένα κείμενο. Παρατηρώ γύρω μου. Το μεγάλο κέρδος είναι ότι βλέπεις τον κόσμο όπως ακριβώς είναι. Ο κόσμος αποκαλύπτεται στον περιπατητή.

– Τι σας οδηγεί σε απομακρυσμένους τόπους και πολιτισμούς; Οι σύγχρονες πόλεις με την τόσο διαφορετική σύνθεση πληθυσμού μοιάζει να μη σας ενδιαφέρουν.

– Ας πούμε ότι δεν είμαι άνθρωπος της πόλης. Μεγάλωσα στο βουνό, σε ένα πολύ μικρό, απόμακρο μέρος, δεν αισθάνομαι άνετα σε μια μεγάλη πόλη. Μπορώ να τα βγάλω πέρα με το Λος Αντζελες ή τη Νέα Υόρκη ή στη Ν. Ορλεάνη όπου γύρισα πρόσφατα μια ταινία (σ.σ.: «Διαφθορά στη Ν. Ορλεάνη με τον Νίκολας Κέιτζ), αλλά δεν θα ήθελα να ταφώ εκεί. Οταν με θάψετε, να με θάψετε κάπου αλλού. Οχι σε μια μεγάλη πόλη.

– Μεγάλα, σύγχρονα θέματα, όπως η μετανάστευση, για παράδειγμα, σας ενδιαφέρουν;

– Είναι θέματα για τις εφημερίδες και την τηλεόραση. Ποτέ δεν λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο. Δεν κάθομαι να σκεφτώ: να κάνω ένα φιλμ για την Καθολική Εκκλησία ή για τη μετανάστευση ή για τη μαφία ή για την οικολογία. Οι ταινίες μου έρχονται πάντα σαν απρόσκλητοι επισκέπτες. Προκύπτουν τα θέματα. Είναι εγκατεστημένα μέσα μου.

– Στο ντοκιμαντέρ σας «Συναντήσεις στο τέλος του κόσμου» σχολιάζετε ότι ασχολούμαστε με οικολογικές ευαισθησίες (τη διάσωση της φάλαινας ή ενός σπάνιου είδους δέντρου) αλλά αδιαφορούμε για τον τελευταίο άνθρωπο που διατηρεί ζωντανή μια γλώσσα. Σκέψη που μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις…

– Μακάρι! Φανταστείτε έναν κόσμο από νεκρές γλώσσες και πολιτισμούς. Φανταστείτε να είστε εσείς ο τελευταίος άνθρωπος που χρησιμοποιεί ελληνικά. Να μην υπάρχουν πια Ελληνες συγγραφείς, ελληνικός πολιτισμός, ελληνική κουζίνα, ελληνική μουσική. Να εξαφανίζονταν όλα! Υπάρχουν ήδη δεκάδες γλώσσες που έχουν πεθάνει.

– Τι συμβαίνει αν χαθεί μια γλώσσα;

– Είναι περισσότερο από ένα θάνατο. Ο θάνατος είναι ένα ατομικό γεγονός. Σκεφτείτε όμως έναν κόσμο χωρίς ρωσικά. Χωρίς τη λογοτεχνία, το σινεμά, τη μουσική αυτής της χώρας…

– «Η αλήθεια δεν συλλαμβάνεται ποτέ», έχετε πει…

– Ας τα αφήσουμε αυτά για τους φιλόσοφους και τους μαθηματικούς. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η αναζήτηση της αλήθειας είναι αξία από μόνη της και φωτίζει, νοηματοδοτεί μια ταινία.

– Διαχωρίζετε τον ταξιδιώτη από τον τουρίστα. Θεωρείτε τον τουρίστα καταστροφή.

– Ναι. Ο μαζικός τουρισμός καταστρέφει τον πολιτισμό. Είναι σαν θανάσιμο αμάρτημα. Ο ταξιδιώτης είναι αρετή.

– Η διαφορά ανάμεσα σε έναν ευαισθητοποιημένο τουρίστα και έναν ευαίσθητο σκηνοθέτη;

– Δεν υπάρχει ευαίσθητος τουρίστας. Ο τουρισμός έχει μια πολύ σκοτεινή πλευρά. Θα χρησιμοποιήσω ένα δραστικό παράδειγμα για να σας δώσω να καταλάβετε τι εννοώ: Μας απασχολεί αν ένας δήμιος είναι ευαίσθητος ή όχι; Αν γράφει ποίηση;

Εχει κάτι από Ελλάδα

Αυτήν την ιστορία την αφηγήθηκε πολλές φορές ο Βέρνερ Χέρτσογκ: «Οταν ήμουν 15 χρόνων είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη έπειτα από ολονύχτιο ταξίδι με οτοστόπ. Ενώ βρισκόμουν στην παραλία, ξαφνικά άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου. Μια κυρία που έμενε σε κοντινό διαμέρισμα με είδε, ήρθε τρέχοντας, μου έφερε μια πετσέτα για να σταματήσει η ρινορραγία, με περιέθαλψε και μου πρόσφερε καφέ. Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση από την Ελλάδα και από τη Θεσσαλονίκη».

Ο παππούς του, αρχαιολόγος, έκανε ανασκαφές στο Ασκληπιείο στην Κω. Ο Χέρτσογκ γύρισε μία από τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, τα «Σημάδια ζωής» (1968), στην Κω και στην Κρήτη. «Μιλούσα ελληνικά πολύ καλά, αλλά εδώ και 40 χρόνια δεν έχω καμία επαφή με τη γλώσσα. Τα έχω ξεχάσει». Ο μεγαλύτερος γιος του παντρεύτηκε Ελληνίδα και τώρα, όπως λέει ο ίδιος, έχει και μια «ελληνική» οικογένεια. «Η Ελλάδα σήμαινε πάντα κάτι πολύ καλό για μένα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή