Αδύναμοι, ευάλωτοι, παιδιά…

Αδύναμοι, ευάλωτοι, παιδιά…

6' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σκηνή από κόμικ, όπου η κοπέλα εξομολογείται στο φίλο της: «Αυτοί οι τρεις μήνες που πέρασα μαζί σου ήταν φανταστικοί. Είσαι τόσο τρυφερός, στοργικός, υπομονετικός, ευαίσθητος και γεμάτος κατανόηση· τώρα όμως λέω να επιστρέψω στους άντρες». Η σκηνή αυτή μου ήρθε στο νου παρακολουθώντας την ταινία «Πεντακόσιες μέρες με τη Σάμερ»: ο τριαντάρης Τομ ζει πεπεισμένος ότι η ευτυχία θα έρθει μόνον όταν ερωτευθεί την ιδανική κοπέλα. Βρίσκει αυτό που ονειρεύεται στη Σάμερ, πλην όμως η τελευταία προτιμά κάτι «χαλαρό» διότι δεν πιστεύει στον έρωτα. Η σχέση τους κρατάει 500 ημέρες και χαλάει. Από τη Σάμερ φυσικά, η οποία, παρότι δεν πιστεύει στις σχέσεις, λίγο καιρό μετά παντρεύεται κάποιον άλλο. Στη σκηνή του χωρισμού, η Σάμερ παρομοιάζει τη σχέση τους με εκείνην του Σιντ Βίσιους και της Νάνσι. Ο Τομ εξανίσταται: «Ο Σιντ μαχαίρωσε τη Νάνσι, εγώ δεν είμαι έτσι». Η Σάμερ: «Δεν κατάλαβες: εγώ είμαι ο Σιντ». Κι ο Τομ: «Αρα εγώ είμαι η… Νάνσι;». Ακριβώς.

Ερώτηση: χωρίζοντας τον Τομ, η Σάμερ θέλει και αυτή να «επιστρέψει στους άνδρες», όπως η κοπέλα του κόμικ; Μα γιατί; Ο Τομ δεν είναι άνδρας; Αντί άλλης απάντησης, παραπέμπω σε μια σκηνή, όπου ο Τομ κλαψουρίζει σπάζοντας πιατικά επειδή τον άφησε η Σάμερ και ζητάει συμβουλές από τη μικρότερη, έφηβη αδελφή του. Στο διάλειμμα της προβολής της ταινίας, πλησίασα ένα ζευγάρι και ζήτησα τη γνώμη του. Εκείνος: «Εμένα μου αρέσει το soundtrack». Εκείνη: «Κοίτα, η Σάμερ είναι ξηγημένη. Αυτός πρέπει ν’ αποφασίσει τι θέλει». Δύο κυρίες συμφωνούν ότι ο Τομ «είναι πολύ γλυκό παιδί, αλλά μόνον αυτό: ένα παιδί. Τι να το κάνεις;» Ενας βαριεστημένος πενηντάρης μουρμουρίζει: «Αφού βρίσκει και τα κάνει η κοπελιά…» Ενδεικτικά και τα σχόλια στο YouTube: «Summer is a bitch» (Σκύλα η Σάμερ), «I feel sorry for the guy» (Τον λυπάμαι τον τύπο). Ενας φίλος σχολιάζει, βλέποντας την ταινία: «Αυτός ο Τομ είναι όνειδος για το ανδρικό φύλο».

Το «Πεντακόσιες ημέρες με τη Σάμερ» δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Ενα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το επίσης πρόσφατο «Ξεχνώντας τη Σάρα»: ο Πίτερ καταρρέει όταν τον αφήνει η Σάρα. Σε όλη την ταινία την κυνηγάει απελπισμένος, τελικά κάνει σεξ με μιαν άγνωστη αλλά ξεσπάει σε κλάματα μπροστά της, πανικοβάλλεται μήπως άρπαξε κάποιο αφροδίσιο και καταφεύγει στον… παιδίατρό του.

Γενικά, η σοδειά των τελευταίων ρομαντικών κομεντί του Χόλιγουντ παρουσιάζει γυναίκες που καθορίζουν το ερωτικό παιχνίδι αλλά παραμένουν ανικανοποίητες και άντρες που τρέμουν στη σκέψη της απώλειας, παιδιαρίζουν ή εμφανίζουν έντονα στοιχεία θηλυπρέπειας. Μήπως όμως δεν έχουν ζητήματα ανδροπρέπειας οι τρεις άνδρες στα τηλεοπτικά «Φιλαράκια»; Ο Ρος ονειρεύεται τον ιδανικό γάμο, ο Τσάντλερ φοβάται τις γυναίκες, ενώ ο Τζόι επιβεβαιώνει το στερεότυπο του γραφικού αρσενικού που κυνηγάει τον ποδόγυρο· όπως όμως η αντίστοιχη «χαζή ξανθιά» ή η «γυναίκα – γλάστρα», παρουσιάζεται κι αυτός απαλλαγμένος από τις συμφορές της νοημοσύνης.

Πού πήγαν οι «αληθινοί άνδρες»;

Γιατί το Χόλιγουντ προβάλλει λειψά, ευνουχισμένα ανδρικά πρότυπα; Ρώτησα επ’ αυτού έναν από τους κινηματογραφικούς κριτικούς της «Κ», τον Δημήτρη Μπούρα. «Δεν είναι κάτι νέο», λέει. «Αφού το Χόλιγουντ ξεζούμισε τις γυναίκες, έπιασε τώρα τους άνδρες. Το lifestyle προβάλλει όχι απαραίτητα τον ομοφυλόφιλο αλλά τον αδύναμο, ευάλωτο άνδρα, το «τρίτο» φύλο». Είναι κάτι πλασματικό, λοιπόν; «Οχι, ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα. Πιάνεις να διαβάσεις ένα περιοδικό για αυτοκίνητα και αντί για διαφημίσεις για αμορτισέρ, έχει κρέμες αντιγήρανης».

Αναφέροντας σε δύο τριαντάρες φίλες μια σοφιστεία από το «ευαγγέλιο» των σαμουράι, το «Χαγκακούρε», «Περπάτα με έναν αληθινό άνδρα εκατό γιάρδες και θα σου πει επτά ψέματα», η μία αναφώνησε: «Πού να τον βρεις τον αληθινό άνδρα;».

Τι σημαίνει όμως «αληθινός άνδρας»; Πρόκειται για ρευστή έννοια που αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Στις προ-sixties εποχές κυριαρχούσε το αρρενωπό μοντέλο, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο Κλαρκ Γκέιμπλ της θρυλικής ατάκας «Ειλικρινά, καλή μου, δεν δίνω δεκάρα» και οι άνδρες των φιλμ νουάρ: λιγομίλητοι, μοναχικοί, αγέρωχοι, ακόμα κι όταν πέφτουν θύματα της femme fatale. Ο,τι εξέφραζε η μεγάλη οθόνη ήταν αντανάκλαση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι οι άνδρες του ’40 και του ’50 καταπίεζαν την εσωτερική τους αλήθεια προκειμένου να υπηρετήσουν έναν κοινωνικό ρόλο, ζούσαν μιαν αλήθεια έξω από αυτούς. Κι όμως, τον «νουάρ άνδρα» μοιάζουν να ψάχνουν πολλές γυναίκες σήμερα, τον «αληθινό άνδρα» που ψάχνει η φίλη. Πού πήγε;

Η απάντηση μόνο εύκολη δεν είναι. Με το γυναικείο κίνημα, η έννοια του ανδρισμού δαιμονοποιήθηκε ως σύμβολο καταπίεσης. Αυτό πέρασε και στις ανδρικές συνειδήσεις. Επαψαν οι δεσμευτικοί κοινωνικοί ρόλοι, μα τα βαρίδια του παρελθόντος επιβίωσαν. Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς πολλές νέες, απελευθερωμένες ή και «ευνουχιστικές» γυναίκες νοσταλγούν τους «άνδρες παλαιάς κοπής». Στην ουσία, νοσταλγούν τον τύπο του άνδρα που ήξερε να επιβάλλεται, κάτι που ίσχυε σε μια κλειστή κοινωνία που δεν υπάρχει πια όπως και ο συγκεκριμένος ανδρικός τύπος.

Οι άνδρες απαλλάχτηκαν από αυτό το φορτίο, όμως σήμερα τρεκλίζουν ανάμεσα στην καρικατούρα του ρηχού αρσενικού που νοιάζεται μόνο για τις χαμηλές απολαύσεις και στη θηλυπρέπεια του ακίνδυνου μετροσέξουαλ. Είναι λες και μετά τη δεκαετία του ’60, οι άνδρες να παραχώρησαν προνόμια που διεκδίκησαν οι γυναίκες, αλλά που δεν ήταν έτοιμες ή δεν ήθελαν κατά βάθος να έχουν. Αυτό που φαίνεται να επιζητούν οι γυναίκες που μιλούν για «αληθινούς άνδρες» είναι ένα μόρφωμα του παρελθόντος, σε μια εποχή μάλιστα που δεν τη χαρακτηρίζει η αποφασιστικότητα, «το ναι ή το όχι» των φιλμ νουάρ, αλλά το «το ναι και το όχι»: στην εποχή μας συζητάμε οτιδήποτε αενάως, οι απαντήσεις μας είναι πάντα «ίσως» και αυτό είναι οριστικό.

Μέσα από τηλεοπτικές σειρές, όπως τα «Φιλαράκια», είδαμε αυτές τις ατέρμονες φλυαρίες να έχουν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό: τον ψυχαναγκασμό της εξομολόγησης. Από τα ’90s και μετά, ΟΛΑ λέγονται και τίποτα δεν μένει κρυφό. Αυτό δείχνει πόσο έχουμε διαστρεβλώσει τον ρόλο της ψυχανάλυσης: το να πρέπει να μιλάει κάποιος ελεύθερα στη συνεδρία δεν σημαίνει ότι αυτό οφείλει να κάνει και με τους γύρω του. Ο Τομ, στις «Πεντακόσιες μέρες με τη Σάμερ», δεν μπορεί να συγκρατηθεί και λέει στο αντικείμενο του έρωτά του ό,τι του κατεβαίνει, με καταστροφικά αποτελέσματα.

Η απελπισία του ανδρισμού

Στο κλασικό του βιβλίο «Φόβος και τρόμος» ο Δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίργκεκορ ξεχωρίζει δύο είδη απελπισίας. Η πρώτη είναι η απελπισία την οποία ονομάζει «απελπισία της θηλυκότητας»: η «απελπισία του να μη θέλεις να είσαι ο εαυτός σου», όταν δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με τον ίδιο σου τον εαυτό, όταν αισθάνεσαι «ξένος» απέναντι στον εαυτό σου. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος απελπισίας που ο Κίρκεγκορ ονομάζει «απελπισία του ανδρισμού»: «το να θέλεις απελπισμένα να είσαι ο εαυτός σου. Είναι η απελπισία για το ότι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα ο εαυτός μας».

Ισως το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, να είναι αυτό: ποια είναι τα όρια του εαυτού, της ταυτότητας. Παλαιότερα, τα όρια έθεταν διάφορες κοινωνικές επιταγές, σήμερα πρέπει κανείς να τα ορίσει μόνος του. Δημιουργώντας όμως τα όρια του εαυτού, μπορεί να τα ξεπεράσει κανείς: τα όρια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της ατομικής ελευθερίας, έχουν να κάνουν με την αυτοσυνείδηση, με τον αυτοπροσδιορισμό και όχι με την αφοσίωση ή την υποταγή σε ένα ιδανικό πρόσωπο.

Οταν ο Κίρκεγκορ μιλάει για την «απελπισία του ανδρισμού», η έννοια της απελπισίας έγκειται στο εξής: «Ο κόσμος θέλει να είμαι κάποιος άλλος, επομένως, για να μείνω ο εαυτός μου πρέπει να απορρίψω τον κόσμο». Πώς η πρώιμη «υπαρξιακή» φιλοσοφία του Κίρκεγκορ περνάει σε μια κωμωδιούλα του Χόλιγουντ; Στην περίπτωση του «500 μέρες με τη Σάμερ», για τον Τομ -τον άνδρα της διπλανής πόρτας- ο «κόσμος» είναι το αντικείμενο της επιθυμίας του, δηλαδή η Σάμερ, η γυναίκα που ερωτεύεται. Ετσι, ο «ευνουχισμένος» άνδρας της σήμερον προτιμά να μην είναι ο εαυτός του, αλλά κάποιος άλλος, κάτι άλλο (η απελπισία της θηλυκότητας) ώστε να συμπεριληφθεί στον κόσμο της (κάθε) Σάμερ. Δεν αντέχει να «απορρίψει τον κόσμο», δηλαδή τη Σάμερ, διότι δεν διαθέτει αυτό που ορίζεται ως «μηχανισμός κατάφασης της απώλειας»: να είσαι δηλαδή έτοιμος να χάσεις αυτό που ποθείς για να μη χάσεις τον εαυτό σου. Πέρα από τη δική του, εγγενή αδυναμία, γνωρίζει στο βάθος ότι κανένας από τους φίλους του δεν θα τον στηρίξει σε μια ενδεχόμενη κατάφαση της απώλειας, για έναν απλούστατο λόγο: τους είναι ακατανόητη. Γιατί; Διότι με μια τέτοια επιλογή ο (κάθε) Τομ θα διατηρήσει μεν την ακεραιότητά του αλλά θα πληγωθεί. Και σήμερα ζούμε στην εποχή της επιβεβλημένης ευτυχίας, επιβάλλεται «να περνάμε καλά» – με κάθε κόστος, ακόμα και της αυτοσυνείδησης.

Ο μεγάλος Δανός το λέει ξεκάθαρα: «Είναι μια απόγνωση χωρίς ελπίδα, αγιάτρευτη και απόλυτα μοναχική». Κάτι ήξερε όταν ο απολαυστικός, σύγχρονος Αγγλος συγγραφέας Χάουαρντ Τζέικομπσον (εκδ. Πόλις) έλεγε σε μια συνέντευξή του: «Γράφω για τη μελαγχολία τού να είσαι άνδρας σήμερα»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή