Το ναυάγιο της αθηναϊκής νύχτας

Το ναυάγιο της αθηναϊκής νύχτας

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η νυχτερινή ζωή της Αθήνας βουλιάζει. Εδώ και τρία – τέσσερα χρόνια οι έξοδοι των Αθηναίων έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, και, φέτος, με την οικονομική κρίση να έχει περάσει από το ψυχολογικό στο πραγματικό επίπεδο, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη και οδηγεί τον κόσμο έστω και άθελά του να «πάρει το αίμα του πίσω». Το κοινό ψευτοδιασκεδάζει τα Σαββατόβραδα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο στην τηλεόραση και οι επιχειρηματίες αγωνιούν. Τα τετραήμερα έγιναν τριήμερα, μετά διήμερα, και αρκετά σχήματα θα κατέβουν πριν την ώρα τους. Ενδεικτικό του «θρήνου» στη νύχτα είναι ότι λαοφιλές όνομα της ελληνικής μουσικής σκηνής, που κάποτε γέμιζε στάδια, τώρα με το ζόρι προσελκύει τριακόσια άτομα σε αίθουσα χωρητικότητας χιλίων. Την ίδια ώρα, δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο θέλουν το μεγαθήριο «Αθηνών Αρένα» -το μεγαλύτερο διασκεδαστήριο των Βαλκανίων, όπως μας συστήθηκε στην έναρξή του- να γίνεται σούπερ μάρκετ μετά το τελευταίο ανκόρ της Αννας Βίσση. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, στην Ιερά Οδό, ο επιχειρηματίας Ηλ. Μαροσούλης, ιδιοκτήτης αρκετών νυχτερινών μαγαζιών, χτίζει ένα νέο ναό διασκέδασης σε αμπαλάζ πολυχώρου, που όταν ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο «θα παραμιλήσει ο κόσμος»!

Πολλά χρόνια τώρα η διασκέδαση λειτουργεί με όρους χρηματιστηριακής φούσκας και απίστευτης προχειρότητας: υπέρογκες αμοιβές για τους καλλιτέχνες πρώτης γραμμής, μαγαζιά τα οποία συχνά στερούνται άδειας ή διαθέτουν άδεια για παραδοσιακό καφενείο (!), εξωφρενικές τιμές για τη φιάλη ουίσκι, από 170 έως 220 ευρώ, και 80-90 ευρώ για ένα κρασί που κοστίζει 8-10 ευρώ στο σούπερ μάρκετ, κακογουστιά, ελλιπέστατα μέτρα ασφαλείας και πυροπροστασίας, μπαγιάτικα φιστίκια, λουλουδούδες, στριμωξίδι -για να πας στην τουαλέτα πρέπει να σηκωθεί όλο το μαγαζί- και 15 ευρώ για να σου παρκάρουν το αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο και γυρίζοντας να το βρεις με κλήση από την Τροχαία. Μόνο το περασμένο Σαββατοκύριακο και την Παρασκευή, η Τροχαία «έκοψε» 1.239 κλήσεις για παράνομη στάθμευση σε κεντρικές οδούς της ευρύτερης περιοχής του νομού Αττικής, αφαίρεσε τις πινακίδες από 221 οχήματα και συνέλαβε τέσσερις υπευθύνους και έξι παρκαδόρους καταστημάτων για αυθαίρετη κατάληψη οδών και πεζοδρομίων. Ο καθένας έχει να διηγηθεί μια ιστορία τρέλας από έξοδό του σε κάποια αθηναϊκή πίστα.

Φυσικά, υπάρχουν και σοβαροί επιχειρηματίες που φτιάχνουν χώρους υψηλής αισθητικής και αναζητούν σχήματα με φρέσκες προτάσεις. Ούτε όλα τα προβλήματα πηγάζουν από τον επιχειρηματία. Ας σκεφτούμε πως όταν ένας καλλιτέχνης με το σχήμα του, λ.χ., θέλει 10 ευρώ τη βραδιά, για να καταφέρει να ανταποκριθεί ο επιχειρηματίας χρειάζεται τουλάχιστον τριπλάσια είσπραξη. Για αμοιβές προσωπικού, διαφήμιση, εφορία, μηχανήματα κ.ά. Και, βέβαια, για το ενοίκιο.

Ο Λεωνίδας Ιωαννίδης είναι ιδιοκτήτης της ιστορικής μπουάτ Ζυγός στην Πλάκα. Ποια είναι η γνώμη του για όλα αυτά; «Μην πυροβολείτε τους επιχειρηματίες. Εχουν αλλάξει οι εποχές που μέσα σε ένα χρόνο ο ιδιοκτήτης ενός νυχτερινού κέντρου γινόταν πλούσιος. Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 τα λεφτά τα έπαιρναν οι επιχειρηματίες. Τώρα τα παίρνουν οι καλλιτέχνες, τα πρώτα ονόματα. Ο κόσμος έχει δίκιο να παραπονιέται για τις τιμές. Και οι πηγές του κακού είναι πολλές. Μία απ’ αυτές είναι ότι υπάρχουν εκατό μαγαζιά και κάθε καλλιτέχνης εμφανίζεται μόνος του. Στον Ζυγό οι Αγαμοι Θύται, που είχαμε μέχρι πριν από λίγες μέρες, ήταν ένα πολυσυλλεκτικό σχήμα και γι’ αυτό ο κόσμος το αγκάλιασε. Και τώρα εμφανίζονται ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γιάννης Κότσιρας, τα Κίτρινα Ποδήλατα, η Αφροδίτη Μάνου. Πλούσιο σχήμα και αυτό. Οταν, λοιπόν, για να παρακολουθήσεις σε τρισδιάστατη αίθουσα προβολής το Avatar πληρώνεις 13 ευρώ εισιτήριο, δεν νομίζω ότι είναι εξωφρενικό να δώσεις 40-50 ευρώ το άτομο και να παρακολουθήσεις ένα τρίωρο πρόγραμμα καθισμένος στο τραπέζι σου και πίνοντας το ποτό σου. Από την άλλη πλευρά, όταν αποφασίσουν να υποχωρήσουν στις οικονομικές απαιτήσεις τους οι «μεγάλοι» καλλιτέχνες, θα ρίξουν τις τιμές και οι επιχειρηματίες. Το κόστος ενός μαγαζιού δεν είναι ο σερβιτόρος και ο λαντζέρης. Είναι ο τραγουδιστής. Και απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ελάχιστοι τραγουδιστές -μιλάω φυσικά για τα μεγάλα ονόματα- έχουν μειώσει τις αμοιβές τους, κι αυτοί σε ποσοστό γύρω στο 10%. Προκύπτει, λοιπόν, μια αλυσίδα και στο τέλος την πληρώνει ο πελάτης».

«Ολοι ψαχνόμαστε. Και οι καλλιτέχνες και οι επιχειρηματίες», λέει ο Γιώργος Τσατσούλης, ιδιοκτήτης της μουσικής σκηνής Μετρό, όπου αυτήν την περίοδο εμφανίζεται η Μάρθα Φριντζήλα (κάθε Δευτέρα και Τρίτη) και σε λίγες ημέρες θα ξεκινήσει παραστάσεις ο Φοίβος Δεληβοριάς (κάθε Παρασκευή και Σάββατο). «Αυτή είναι η χειρότερή μας χρονιά. Ο κόσμος έχει στριμωχτεί πολύ, κάνει μετρημένες εξόδους κι εμείς δουλεύουμε ουσιαστικά δύο ημέρες την εβδομάδα. Οι καλλιτέχνες που εμφανίζονται στις μουσικές σκηνές -θα μιλήσω γι’ αυτούς, γιατί τι γίνεται στις πίστες δεν το γνωρίζω- έχουν συνειδητοποιήσει τη γενικότερη δυσκολία και έχουν μειώσει τις απαιτήσεις τους. Ξέρουν ότι αν δεν λειτουργήσουν με αυτόν τον τρόπο δεν θα έχουν δουλειά. Εγώ στο Μετρό διατηρώ τιμές πενταετίας. Η είσοδος είναι 15 ευρώ. Πιο κάτω δεν γίνεται… Το κόστος των ποτών, όμως, έχει αυξηθεί. Το ενοίκιο αυξάνεται περίπου 5% κάθε χρόνο. Το προσωπικό και οι μουσικοί πληρώνονται ό,τι κι αν γίνει. Είμαστε οριακά. Υπάρχει, βέβαια, και η θετική πλευρά: μέσα στην κρίση ανεβαίνει η ποιότητα. Οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι δεν τους «παίρνει» πια να βγαίνουν στην πίστα να λένε τα τραγούδια τους και να αποχωρούν· οπότε δουλεύουν περισσότερο τα προγράμματά τους και προσπαθούν να παρουσιάσουν κάτι ιδιαίτερο».

Οι «μικροί» αντέχουν

Οι μικροί χώροι, πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται δεν χάνουν την αγάπη του κοινού που τους στηρίζει εν μέσω κρίσης. Οχι μόνο γιατί είναι πιο οικονομικοί -στους περισσότερους η είσοδος κοστίζει 15 ευρώ και συμπεριλαμβάνει ποτό- αλλά γιατί δημιουργούν μια πιο άμεση και πιο ουσιαστική σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη, του κοινού αλλά και του επιχειρηματία.

Η Εβίτα Σκουρλέτη, υπεύθυνη επικοινωνίας στον Σταυρό του Νότου, εξηγεί: «Προσπαθούμε να κρατάμε τις τιμές χαμηλές. Ο χώρος μας δεν έχει μεγάλη χωρητικότητα, δεν μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει με τη λογική πίστας, ούτε και θέλουμε κάτι τέτοιο, και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες το σέβονται αυτό, δεν αξιώνουν υπέρογκες αμοιβές. Αλλωστε, αν ανεβάζαμε τις τιμές θα είχαμε πρόβλημα απευθείας με τον κόσμο. Εχουμε φανατικό κοινό το οποίο μας στηρίζει από την αρχή και έχουμε αναπτύξει επικοινωνία μαζί του. Δεχόμαστε συμβουλές, αλλά και παρατηρήσεις. Κάθε επιχειρηματίας επιλέγει με τι μοντέλο θα δουλέψει. Ποια φιλοσοφία θα ακολουθήσει. Για τις μικρές μουσικές σκηνές με τη φιλοσοφία που περιγράφω μπορεί να μην είναι ανθηρά τα πράγματα δεν είναι όμως και μαύρα».

Μανώλης Μητσιάς

Η ποιότητα εκδικείται

Ο Μανώλης Μητσιάς δίνει μια άλλη ερμηνεία. Το πρόγραμμα που παρουσιάζει στη μουσική σκηνή Γραμμές (Παρασκευή και Σάββατο), καθαρόαιμο λαϊκό, έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον του κόσμου. Παράλληλα, κάθε Δευτέρα κάνει αφιερώματα στη μελοποιημένη ποίηση, με διαφορετικούς κάθε φορά καλεσμένους. «Φέτος, ζούμε την εκδίκηση της ποιότητας», λέει. «Ο κόσμος αυθόρμητα υποστηρίζει το ποιοτικό. Εμείς δεν δουλεύουμε ούτε με χορούς ούτε με πανηγύρια. Οταν σχολάω από τις Γραμμές, βλέπω τον κοσμάκη που κουβαλάνε με τα πούλμαν από την επαρχία στις πίστες της περιοχής λες και είναι ψηφοφόροι, και τον λυπάμαι. Στριμώχνονται σε ένα μαγαζί δύο και τριών χιλιάδων θέσεων και τους «σερβίρουν» διασκέδαση, «φθηνή» μόνο στην ουσία της. Και τα ξημερώματα αποχωρούν καταρρακωμένοι. Απ’ όλο αυτό το πανηγύρι κερδίζουν κάποιοι επιχειρηματίες και κάποιοι τραγουδιστές. Τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει σε ένα χώρο 2.000 θέσεων, όπου ανάμεσα σε σαχλά τραγούδια πετάνε και ένα Θεοδωράκη έτσι για άλλοθι, τον οποίο φυσικά κανείς δεν αναγνωρίζει και κανείς δεν προσέχει. Γι’ αυτό αντέχουν οι μικρότεροι χώροι. Γιατί μέσα σε όλο αυτό το χάλι, την πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική βύθιση, ο κόσμος τελικά ψάχνει την αλήθεια». Ρωτήσαμε τον Μανώλη Μητσιά για τη στάση των τραγουδιστών απέναντι στην οικονομική κρίση και για τα παχυλά νυχτοκάματα που ακούγονται. «Κανείς δεν υποχρεώνει έναν επιχειρηματία να δώσει σε έναν καλλιτέχνη όποιο ποσό του ζητήσει. Γιατί τα δίνουν;».

Διονύσης Τσακνής

Λένε τη μισή αλήθεια

Αρκετοί επιχειρηματίες ρίχνουν ευθύνες στους καλλιτέχνες για τις υψηλές τιμές. Οι καλλιτέχνες τι απαντούν; «Δεν έχω εμπειρία από μεγάλους χώρους επειδή η φιλοσοφία μου συμβάδιζε πάντοτε με τις μικρές σκηνές», απαντά ο Διονύσης Τσακνής. «Σε ένα βαθμό οι επιχειρηματίες έχουν δίκιο, αλλά λένε τη μισή αλήθεια. Υπερχρεώνουν γιατί έχουν να πληρώσουν από δημοσιοσχετίστες και μανατζαρέους μέχρι πάσης φύσεως παρατρεχάμενους. Και ανεβάζουν τις τιμές με πρόσχημα τις αμοιβές των καλλιτεχνών. Πιστεύει κανείς ότι οι επιχειρηματίες τελούν φιλανθρωπικό έργο; Ας μιλήσουμε για τους καλλιτέχνες. Πράγματι, πολλοί απ’ αυτούς είναι υπερεκτιμημένοι και αν σκεφτεί κανείς τα 750 ευρώ βασικό μισθό του Ελληνα εργαζόμενου και από την άλλη πλευρά το ημερομίσθιο του τραγουδιστή, τρελαίνεται. Συχνά η ανασφάλεια -για το αν θα έχουν δουλειά αύριο- οδηγεί τους καλλιτέχνες σε παράλογες απαιτήσεις. Και, φυσικά, κανείς δεν θέλει να διαπραγματευτεί το σημερινό του στάτους, ούτε να ζήσει χειρότερα από πέρυσι. Πρέπει να έχουμε προσγειωμένες απαιτήσεις για να μην κανιβαλίσουμε τις μικρές σκηνές. Αν πάω στην επαρχία και ζητήσω τα ίδια λεφτά που παίρνω στην Αθήνα, θα τα πάρω, αλλά το μαγαζί δεν θα συνεχίσει να υπάρχει για να με ξανακαλέσει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή