Παιδί του πολέμου, αιώνιος έφηβος

Παιδί του πολέμου, αιώνιος έφηβος

8' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από αρκετά χρόνια, στον «Ομπσέρβερ», περιγράψαμε τον Σάλιντζερ σαν έναν λογοτέχνη που «φαίνεται να καταλαβαίνει τα παιδιά όσο κανένας άλλος αγγλόφωνος συγγραφέας μετά τον Λιούις Κάρολ», κάτι που ακούγεται παράξενο αν σκεφτεί κανείς την πορεία του ως ενήλικου άνδρα, συγγραφέα, λογοτεχνικού ειδώλου και τελικά ενός διάσημου «λοξού» ερημίτη.

Η πρώτη έκπληξη σχετικά με το θάνατό του πρέπει να ήταν η μεγάλη του ηλικία. Ενενήντα ένα! Δηλαδή, οι πιο κοντινοί του επιζώντες συνάδελφοι είναι οι νεανικές φιγούρες του Φίλιπ Ροθ (76) και του Γκορ Βιντάλ (84).

Πολλά έχουν ακουστεί για τα παιδικά χρόνια του Σάλιντζερ στη Νέα Υόρκη και τα διηγήματα που έγραψε (και αργότερα αποκήρυξε) πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ιδιαίτερα το «Slight Rebellion Off Madison», μια ιστορία τοποθετημένη στο Μανχάταν για έναν εξεγερμένο έφηβο, ονόματι Χόλντεν Κόλφιλντ, η οποία δημοσιεύτηκε λίγο μετά το Περλ Χάρμπορ, το 1941. Φαίνεται όμως ότι η προσωπική πολεμική εμπειρία του ήταν αυτή που καθήλωσε τον Σάλιντζερ στην εφηβεία, παγιδεύοντάς τον στο μυαλό και στην ψυχή ενός ατίθασου αγοριού και τροφοδοτώντας στη συνέχεια μια βαθιά λαχτάρα για μοναξιά.

Επιστρατεύτηκε το 1942 μαζί με εκατομμύρια νεαρούς Αμερικανούς, πήρε μέρος στην απόβαση στη Νορμανδία και πολέμησε επίσης στη Μάχη των Αρδενών. Στο βιβλίο του «Wartime», ο διακεκριμένος κριτικός, και βετεράνος, Πολ Φιούσελ περιγράφει πώς νεαροί στρατιώτες που επέζησαν από εκείνο το τρομακτικό στάδιο του πολέμου αδυνατούσαν, μετά από λίγες εβδομάδες, να υπηρετήσουν και πάλι στην πρώτη γραμμή.

Ο Σάλιντζερ σίγουρα υπέφερε από την αποκαλούμενη «κόπωση μάχης», πιθανόν μια νευρική κατάρρευση. Είχε πει στην κόρη του: «Ποτέ δεν μπορείς να σβήσεις τη μυρωδιά της καμένης σάρκας από τη μύτη σου, άσχετα από το πόσο πολύ θα ζήσεις». Ο Χόλντεν Κόλφιλντ το θέτει με λίγο διαφορετικό τρόπο: «Είμαι ευχαριστημένος που έχουν εφεύρει την ατομική βόμβα. Αν είναι να γίνει κι άλλος πόλεμος, θα πάω να κάτσω ακριβώς πάνω της. Ορκίζομαι στον Θεό πως θα το κάνω».

Θυμάμαι τον Νόρμαν Μέιλερ, τέσσερα χρόνια νεότερο από τον Σάλιντζερ και επίσης βετεράνο, να μου λέει λίγο πριν πεθάνει ότι, για μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, η λογοτεχνία υπήρξε ένα μεγάλο μεταπολεμικό «σχέδιο ανοικοδόμησης». Η Αμερική είχε περάσει νικηφόρα μέσα από τη σύγκρουση ζωής – θανάτου με ένα βαθύ ιστορικό κακό, και τώρα η χώρα μπορούσε να καθαρίσει και να ανανεωθεί μέσα από τα αμερικανικά γράμματα. Αυτό, είπε ο Μέιλερ, ήταν το κίνητρο πίσω από τους «Γυμνούς και τους νεκρούς», τα νεανικά μυθιστορήματα του Γκορ Βιντάλ, την έκδοση του Paris Review και, βέβαια, τα πρώιμα μεταπολεμικά γραπτά του Σάλιντζερ, του οποίου η καριέρα απογειώθηκε για πρώτη φορά με το «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό New Yorker το 1948.

Ηταν ένα σημείο καμπής. Τα «Μπανανόψαρα» ήταν το πρώτο διήγημα όπου εμφανίζεται η οικογένεια Γκλας, δύο αρτίστες του βοντεβίλ και τα εφτά παιδιά τους: Σέιμουρ, Μπάντι, Μπου Μπου, Γουόλτ, Γουόκερ, Ζούι και Φράνι. Ο Σάλιντζερ δεν είχε κλείσει ακόμη τα τριάντα, αλλά οι επευφημίες των Νεοϋορκέζων κριτικών δημιουργούσαν ήδη έναν βόμβο γύρω από το όνομά του που γρήγορα θα εξελισσόταν σε κακοφωνία.

Τώρα η δημιουργική και οικονομική σιγουριά που είχε προσφέρει το περιοδικό ενθάρρυνε τον Σάλιντζερ να ξεκινήσει το μυθιστόρημα που κυοφορούσε από το 1940 και που θα συνέδεε για πάντα το όνομά του με την ιστορία των περιπετειών ενός νεαρού αγοριού στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια λίγων ημερών μετά την αποβολή του από το «καλό» σχολείο της Πενσυλβανίας όπου φοιτούσε εσωτερικός. Η περίφημη πρώτη φράση του Σάλιντζερ απηχούσε την οργισμένη, ταραγμένη, μοναχική φύση του συγγραφέα: «Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε να σας πω πού γεννήθηκα…» αλλά θυμίζει την εξίσου διάσημη πρώτη φράση του Χοκ Φιν «Δεν ξέρετε τίποτα για μένα, εκτός κι αν έχετε διαβάσει ένα βιβλίο που το λένε…».

Αυτό προσδιορίζει αμέσως τον «Φύλακα στη σίκαλη» σαν ένα κλασικό εφηβικό βιβλίο, κοντά στον Μαρκ Τουέιν και μακριά από τον Φιτζέραλντ, που ο Σάλιντζερ θαύμαζε, και τον Χεμινγουέι, που τον είχε γνωρίσει ως στρατιώτη του πεζικού στη Γαλλία. Και ως εφηβικό βιβλίο, συνεχώς ξαναγράφεται, κάτι που αποτελεί μέρος της καθηλωτικής σαγήνης του. Ο Λούις Μέναρντ, για παράδειγμα, λέει ότι είναι «ένα λογοτεχνικό είδος από μόνο του». Ανάμεσα στα «ξαναγραψίματα» ξεχωρίζει ο «Γυάλινος κώδων» (1963) της Σύλβια Πλαθ, το «Φόβος και μίσος στο Λας Βέγκας» του Χάντερ Τόμσον (1971), το «Λαμπερά φώτα, μεγάλη πόλη», του Τζέι Μακ Ινέρνεϊ (1984) και το «A Heartbreaking Work of Staggering Genius» του Ντέιβ Εγκερς. Στη Βρετανία, οι μουτρωμένοι έφηβοι που τσαλαβουτάνε μέσα στα μυθιστορήματα του Μέλβιν Μπέρτζες και της Ζακλίν Ουίλσον μπορεί επίσης να χρωστάνε κάτι, έστω και λίγο, στον Σάλιντζερ.

Ψάρι έξω από το νερό

Σαν τον Σάλιντζερ, ο Χόλντεν Κόλφιλντ έχει εμμονή με τους «κάλπηδες» της ενήλικης κοινωνίας και αναζητάει, με τρόπο κυνικό και οργισμένο, συναισθηματική εντιμότητα σ’ έναν κόσμο βρώμικων προνομίων και βολέματος. Σε αρχετυπικούς όρους, είναι το κλασικό ψάρι έξω από το νερό. Ο Χόλντεν έχει οδυνηρή επίγνωση αυτού που η Τζόις Κάρολ Οουτς αποκαλεί «έλλειψη ηθικών ριζών του σύγχρονου αμερικανικού υλισμού», κάτι που είναι ίσως ο λόγος που παραμένει ένας τόσο διαχρονικός ήρωας. Ταυτόχρονα όμως απολαμβάνει -και αυτό επίσης αποτελεί μέρος της γοητείας του- το υπέροχο άγχος που προκαλεί η αμερικανική «επιδίωξη της ευτυχίας». «Το διάβασμα του Φύλακα», έγραψαν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», «έγινε μια βασική τελετουργία ενηλικίωσης».

Πίσω στο 1951, ο «Φύλακας στη σίκαλη» άγγιξε μια πολύ ευαίσθητη χορδή στους αναγνώστες του, ανατυπώθηκε οκτώ φορές μέσα σε δύο μήνες και έμεινε στη λίστα μπεστ σέλερ των «Νιου Γιορκ Τάιμς» για 30 εβδομάδες. Σημερινές εκτιμήσεις υπολογίζουν τις πωλήσεις του μυθιστορήματος στα 60 εκατομμύρια παγκοσμίως. Εγινε η «Βίβλος» των γυμνασιόπαιδων της γενιάς του ’60 στην Αμερική και ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για να περάσουν μέσα από τους σκόπελους της εφηβείας. Σαν τον «Χοκ Φιν», λογοκρίθηκε, καταγγέλθηκε, εξιδανικεύτηκε και μυθοποιήθηκε. Ο Χόλντεν συγκρίθηκε με τον Μπίλι Μπαντ και τον Ισμαήλ του Μέλβιλ. Οποια κι αν ήταν τα πρότυπα και οι επιρροές, η ταραγμένη ζωή του αντικατοπτριζόταν τραγικά στα εφηβικά τραύματα πολλών αναγνωστών.

Το 1980, ο Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν είχε μαζί του ένα καταταλαιπωρημένο αντίτυπο του «Φύλακα στη σίκαλη» όταν πυροβόλησε τον Τζον Λένον. Στο μεταξύ, ο Σάλιντζερ είχε γίνει «η Γκρέτα Γκάρμπο των γραμμάτων», έχοντας απομονωθεί σε μια αυστηρά περιφραγμένη ιδιωτική ζωή στην Κορνίς, μια μικρή πόλη του αγροτικού Νιου Χαμσάιρ.

Πόθος για αφάνεια και ανωνυμία

Το 1961, στο εξώφυλλο του αριστουργήματός του «Φράνι και Ζούι» είχε γράψει: «Η μάλλον ανατρεπτική γνώμη μου είναι ότι η επιθυμία ενός συγγραφέα για ανωνυμία – αφάνεια είναι το δεύτερο πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο που έχει δανειστεί για τα εργάσιμα χρόνια του». Στο εξής, για τουλάχιστον πέντε δεκαετίες, αφιερώθηκε στο να μείνει αόρατος. Ο ατζέντης του πήρε την εντολή να καίει τα γράμματα των θαυμαστών. Οι δημοσιογράφοι που επιχειρούσαν να τραβήξουν καμιά φωτογραφία του γέρου συγγραφέα διώχνονταν με τις κλωτσιές. Λεγόταν ότι έγραφε ένα καινούργιο αριστούργημα, κανένας όμως δεν είδε ούτε μια γραμμή του.

Το τελευταίο δημοσιευμένο έργο του Σάλιντζερ, το «Χάπγουερθ 16, 1924», εμφανίστηκε στο περιοδικό «Νιου Γιόρκερ» το 1965. Από τότε και στο εξής, οι λόγιοι ήταν εκείνοι που έγιναν η πληγή στη ζωή του. Υπήρξαν στιγμές καλοπροαίρετου σχολιασμού. Το 1974, ο Φίλιπ Ροθ έγραψε: «Η ανταπόκριση των φοιτητών στο έργο του Σάλιντζερ δείχνει ότι εκείνος, περισσότερο από κάθε άλλον, δεν έχει γυρίσει την πλάτη του στους καιρούς, αλλά αντίθετα έχει καταφέρει να βάλει το δαχτυλάκι του σε οποιονδήποτε σημαντικό αγώνα διεξάγεται σήμερα ανάμεσα στον εαυτό και στην κουλτούρα». Βέβαια, ο Σάλιντζερ εξακολουθούσε να βλέπει με μεγάλη δυσπιστία όσους ασχολούνταν μαζί του. Το 1986 χρησιμοποίησε ακραία νομικά μέσα για να εμποδίσει τον διακεκριμένο Βρετανό ποιητή και κριτικό Ιαν Χάμιλτον να δημοσιεύσει το βιβλίο του «In Search of JD Salinger». Το 1989, μια πρώην ερωμένη του, η Τζόις Μέιναρντ, δημοσίευσε ένα βιβλίο απομνημονευμάτων για τη σχέση της με τον ερημίτη της Κορνίς, με τίτλο «At Home in the World». Εγινε μεγάλος ντόρος για ένα διάστημα, υπήρξαν κακεντρεχή σχόλια για τις περίεργες συνήθειες του γερο-Σάλιντζερ (βελονισμός, παραμονή σε «θάλαμο οργόνης», εμμονή με τον ινδουισμό Βεντάνα) κι έπειτα έπεσε και πάλι σιωπή.

Ο Σάλιντζερ, στο μεταξύ, εξακολούθησε να γράφει κάθε μέρα, ακολουθώντας ένα αυστηρό πρόγραμμα. Κάποιοι εικάσανε ότι, σαν τον Τζακ Τόρανς στη «Λάμψη», έγραφε την ίδια τρελή φράση ξανά και ξανά. Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» διατύπωσαν το ερώτημα: «Είναι ένας παλαβιάρης ή ο Τόλστόι της Αμερικής;» Κανένας δεν ξέρει ποιο είναι στην πραγματικότητα το κληροδότημά του. Η θέση του, πάντως, στον αμερικανικό λογοτεχνικό «κανόνα» είναι σίγουρη, και στηρίζεται σε μια μικρή συλλογή αθάνατων διηγημάτων και ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα που τον έχει κάνει, όπως είπε η Γκις Τζεν, την «ενσάρκωση της αμερικανικής αυθεντικότητας», έναν έφηβο για όλες τις εποχές.

Φοίβος Δεληβοριάς*
Ενα δώρο μοναδικό

Μέχρι να πέσει στα χέρια μου ο «Φύλακας», θεωρούσα τη μετά το 1950 πεζογραφία μια σχετικά αμήχανη υπόθεση. Θεωρούσα πολύ πιο σύγχρονο και ισχυρό βίωμα τον Ντοστογέφσκι, τη μουσική των Beatles ή τις ταινίες του Φελίνι, από τον πληκτικά ακριβολόγο Κέρουακ και απ’ τον μονόχορδο Μπουκόφσκι. Ο Σάλιντζερ, με το ένα και το μοναδικό του δώρο, ήταν σαν να μου διδάσκει απ’ την αρχή την ανάσα. Και δεν ήταν μόνο αυτό που έκανε με τη γλώσσα -δεν ήταν ένας αυτάρεσκος μοντέρνος-, αλλά και το πόσο ευαίσθητα ξεκλείδωνε την μπερδεμένη εποχή μας με μια φωνή σαν μέσα από τα βάθη των δακρύων. Ελπίζω οι τυμβωρύχοι να μη λερώσουν ποτέ το βιβλίο αυτό.

* O Φ. Δεληβοριάς είναι τραγουδοποιός, 37 ετών.

Αθως Δημουλάς*
Καθημερινό φάρμακο

Πριν από χρόνια, μια κυρία διάβαζε τον Φύλακα στο μετρό. «Είναι υπέροχο αυτό που διαβάζετε», της είπα. «Το ξέρω», απάντησε, «το έχω ξαναδιαβάσει», και μου χαμογέλασε. Εγώ πρώτη φορά το διάβασα πριν από δέκα χρόνια. Ανήλικος από κάθε άποψη «και τα ρέστα»: ήθελα να μιλάω σαν τον Χόλντεν. Να φέρομαι σαν κι αυτόν. Για καιρό το κουβαλούσα μαζί μου. Για ασφάλεια. Κάθε που κάτι πήγαινε στραβά το άνοιγα. Σαν φάρμακο. «Ακόμα και τα έξυπνα κορίτσια το ίδιο κάνουνε», διάβαζα, το αγαπημένο μου κομμάτι, τόσες φορές.

* O Αθως Δημουλάς είναι δημοσιογράφος, 26 ετών.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος*
Εντονες μνήμες

Κουβαλάω δύο έντονες μνήμες από την εποχή που διάβασα τον «Φύλακα στη Σίκαλη» στην εξαιρετική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, τη δεκαετία του ’80. Οτι, πριν ξεκινήσω το βιβλίο, ο τίτλος μού είχε φανεί ακατανόητος. Και πως, όταν το έκλεισα, προσπάθησα να πάρω κι εγώ, όπως ο Χόλντεν, αποβολή από το σχολείο και αυτογελοιοποιήθηκα. Κανένας Χόλντεν δεν είχε θέση στο σχολείο του ’80, όπου επικρατούσε η κουλτούρα της ισοπέδωσης.

* O Δ. Π. Σωτηρόπουλος είναι ιστορικός, 37 ετών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή