Τα σαρκοβόρα του σαλονιού

3' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εντουαρντ Αλμπι

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ

σκην.: Αντώνης Αντύπας

Θέατρο: Απλό

«Ο πόλεμος
είν’ έρωτας σωμάτων
γλύφουμε πληγές
ρουφάμε αίματα
με την ξιφολόγχη
ζωγραφίζουμε άστρα
στη λόχμη του μυαλού μας
για να φωτίζουν
το δρόμο του τσακαλιού (…)
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
«Ερως έρωτας», 1979

Οι αυτοδύναμες, εκτός κοινωνικού περίγυρου, σπαρασσόμενες υπάρξεις του Ε. Αλμπι συνιστούν τη μοντέρνα συμβολή του αμερικανικού θεάτρου στα ευρωπαϊκά, ατομικά αδιέξοδα. Μετά τους ανατόμους της μεταπολεμικής φθοράς Μίλερ και Ουίλιαμς, ο πιντερίζων αυτός Αμερικανός μετέτρεψε το οικογενειακό σαλόνι σε ένα μπουλβάρ της κολάσεως. Το ποτό ως διαβατήριο άρσης κάθε προσχήματος, ο σαρκασμός ως ανθρωποφαγική ιεροτελεστία, η σιωπή ως πρελούδιο έκρηξης είναι λίγα από τα υλικά που σωρευτικά επιστρατεύει ο Αλμπι για το κλασικό του πια «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ».

Αυτό το Ευαγγέλιο του συζυγικού κολαστηρίου της δυτικής κοινωνίας στον αιώνα μας, προφητικό και λίγο «κουρασμένο» πια, όπως «κουράζεται» ένας προφήτης άδικα συγκρινόμενος με τους βελτιωμένους μιμητές του, είναι ένα Ευαγγέλιο που δονεί, αποκαλύπτει αλλά και ίσως κάπως να μακρηγορεί όταν η ανάγνωση ενός έργου που ξεκινάει να αρτιώσει μια δήθεν αμερικανική ηθογραφία, μεταλλάσσεται μέσω αυτής στα σκόρπια κόλλυβα του αμερικανικού ονείρου.

Ο Αλμπι (γεν. 1928) πιστώνεται με την απαρχή του «off off broadway» θεάτρου με έργα έντονων αντιδράσεων («Zoo story», «Το όνειρο της Αμερικής», «Μικρή Αλίκη», «Ευαίσθητη ισορροπία»), ευθέως πολεμικά της αμερικανικής συνείδησης γύρω από θέματα ομοφυλοφιλίας, ψυχανάλυσης και γενικά όλου του συνδρόμου που ονομάζουμε politically correct. Οσο κι αν ο Αλμπι, με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται σκληρότερος, αινιγματικότερος, πιο αφηρημένος, σκοτεινός και πικρός, δεν παύει να οφείλει τροφεία στον Ζενέ, στον Ιψεν, στον Ιονέσκο, στον Στρίντμπεργκ και στον Μπέκετ.

Ποικίλοι λοιπόν δρόμοι μπορούν να ακολουθηθούν για να αντιμετωπισθεί το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»; (1962). Ο Αντώνης Αντύπας προέκρινε το σαρκαστικό αιμοβόρο στριντμπεργκικό στοιχείο, με την εξής πολύ σημαντική διαφορά: ότι έστιξε όλη την παράστασή του με έντονες, όσο άγριες κι αν ήταν, χιουμοριστικές νησίδες, που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον ενός κοινού το οποίο δύσκολα αντέχει τις τρεις ώρες, όταν μάλιστα τις βαρύνει πια και κάποια φλυαρία. Αυτή η επιχείρηση κλαυσιγέλωτος του Αντύπα, αφενός είναι καινούργια ως αντίληψη πάνω στο συγκεκριμένο υλικό, αφετέρου μοιάζει να βρίσκεται αρκετά κοντά στις υπόγειες και αμφίθυμες προθέσεις του Αλμπι. Εξάλλου, η εν λόγω διαχείριση προσεγγίζει και το νεανικό ενδιαφέρον, πράγμα δύσκολο χωρίς παρόμοια εξωστρεφή ερεθίσματα.

Νέα μετάφραση

Δεν ήσαν όμως μόνον αυτές οι αρετές της παράστασης: η διαρκώς εύφλεκτη ατμόσφαιρα, οι σημαίνουσες παύσεις, οι χαρακτηριστικές λεπτομέρειες στην υπόκριση και η διδασκαλία των ηθοποιών, λογαριάζονται κι αυτά στα θετικά της σκηνοθεσίας. Συμπρωταγωνιστής της τελευταίας υπήρξε όμως η τολμηρή, αποφασιστική και ιδιοφυής στην εκτέλεσή της νέα μετάφραση της εκλεκτής ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη. Ο σκηνοθετικός κλαυσίγελως δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς την ευτυχέστατη αναλογία της αμερικανικής slang σε μια ζωντανή, οργίλη, εφευρετική, παίζουσα και σκωπτική ελληνική αργκό. Η γλώσσα της Μαστοράκη είναι εδώ ένας οδοδείκτης για το πώς στήνονται, με πόση γνώση, μεράκι και έμπνευση τα μεταφραστικά κατορθώματα. Ανάμεσα στο ήθος του ’60 ράφτηκε με σοφές βελονιές ένα πιο αναγνωρίσιμο σήμερα γλωσσικό και ιδιοσυγκρασιακό σύμπαν με μπόλικη ευπρόσδεκτη καθημερινότητα. Πετυχημένο το αμφίρροπο πρόσημο του σκηνικού (Μαγιού Τρικεριώτη). Ενα ίσως αμερικάνικο σαλόνι, αδέσμευτο όμως, έτοιμο να εκληφθεί ως ένας οικουμενικός χώρος οιονεί μπεκετικός, έστω και ουδέτερα επιπλωμένος.

Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας. Η καταλυτική σκέψη και η καταστατική, ηροστράτεια ειρωνεία του Τζωρτζ (Δημήτρη Καταλειφού) συμβολοποίησαν έναν ηρωικό λιποτάκτη της ζωτικής υπερατλαντικής αυταπάτης. Μεταμορφωμένη και πάλι η Ράνια Οικονομίδου, στήριξε ένα άγριο, ανελέητο θηρίο, με θηλύτητα όπου χρειαζόταν, επικρατώντας απόλυτα πάνω στο κείμενο και ιδίως στην ιδεολογία του. Θαυμαστή! Το νεαρό ζευγάρι των καλεσμένων – παρατηρητών: Ο Νικ του Αλέξανδρου Μπουρδούμη, κάπως σφιγμένος ως ορμώμενος από άλλες υποκριτικές περιοχές, μαθήτευσε προσεκτικά σ’ αυτή την τρομερά απαιτητική επικράτεια, με ιερά τέρατα απέναντί του. Η νεαρή σύζυγός του Χάνι βρήκε στο πρόσωπο της Σωτηρίας Ρουβολή μια εικαστικά περισσότερο διδαγμένη αλλά στέρεη υστερική χαζοαμερικανιδούλα των εμμονών και της νεύρωσης. Το κινησιολογικό χάος των σαρκοβόρων στον «Μεταχορό του θανάτου» τακτοποίησε η Πέρσα Σταματοπούλου, ενώ η βαθιά πνευματικότητα της Ελένης Καραΐνδρου την κράτησε για ακόμη μια φορά σε ελάχιστες ατμοσφαιρικές νότες από την κουίντα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή