Η παθολογία της κοινωνίας και τα «Δεκεμβριανά» του 2008

Η παθολογία της κοινωνίας και τα «Δεκεμβριανά» του 2008

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ

Απόψε δεν έχουμε φίλους

εκδ. Μεταίχμιο

«Τσαφ – αίφνης μες στη νύχτα»: έτσι ανοίγει και κλείνει, σε κύκλο, το νέο μυθιστόρημα της Θεσσαλονικιάς Σοφίας Νικολαΐδου, με μια πυρκαγιά, με τη «μεγάλη φωτιά» στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 2008. Αρχίζει και τελειώνει με τα νεότερα «δεκεμβριανά», όπου για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της η «ανεξέλεγκτη μεταβλητή», όπως σημείωνε ο Νίκος Ξυδάκης τις μέρες των γεγονότων: «χουλιγκάνια, Γεωργιανοί, γυφτάκια, αδέσποτοι, ξαναμμένα αστόπαιδα», τους περιγράφει η Νικολαΐδου στα σκαλιά της Φιλοσοφικής. Ο καθένας «σπάστης» με το δικό του καημό και για τους δικούς του λόγους. Η συγγραφέας αναλαμβάνει μέσα στον κύκλο αυτό να εξηγήσει πώς η Ελλάδα οδηγήθηκε μεταπολιτευτικά σε αδιέξοδο. Επιστρέφει στην Κατοχή για να δείξει, όπως λέει, ότι εκεί γεννήθηκαν πρότυπα και στερεότυπα πολιτικών συμπεριφορών που καθόρισαν την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας έως σήμερα.

Στήνει λοιπόν η Νικολαΐδου ένα campus novel που εκτείνεται από την Κατοχή έως σήμερα, αφού οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της είναι πρόσωπα άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένα με τη φλεγόμενη Φιλοσοφική. Είναι φοιτητές σαν τον Ντόκο που αγαπούν τα γράμματα και τιμωρούνται για τις απόψεις τους περί ισότητας από ναζιστές καθηγητές στην Κατοχή· άλλοι που τους κλέβει την καρδιά του διδακτορικού τους ο καθηγητής τους, όπως ο γόνος προσφύγων Σουκιούρογλου στη δεκαετία του ’80 – και ο καθηγητής αυτός δεν είναι καθόλου ναζιστής, αλλά ευφυής, προοδευτικός και ιδιόρρυθμος (εύκολα θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το βιβλίο της Νικολαΐδου από μια άποψη και μυθιστόρημα με κλειδιά…)· φοιτήτριες με τάσεις καλλιτεχνικές που αρνούνται τη μούχλα της έρευνας σαν τη Φανή που γίνεται τραγουδίστρια και ανύπαντρη μητέρα του «Τσε», που συμμετέχει στα «δεκεμβριανά» του 2008· συνδικαλιστές που κάνουν καριέρα την ώρα που οι καλοί χάνονται, όπως ο Στράτος.

Είναι καθηγητές ναζιστές και αμετανόητοι, σαν τον Εξάγγελο, φωτισμένοι, έντιμοι και προοδευτικοί αλλά όχι κομμουνιστές που πάνε χαμένοι στην Κατοχή για λόγους προσωπικούς, σαν τον Πόντιο Νικηφορίδη, προοδευτικοί που μεγάλωσαν με τα συσσίτια της Εκκλησίας (εικόνες που ανάγλυφα έχει καταγράψει ο Γ. Ιωάννου) αλλά απομακρύνθηκαν νωρίς από τον χώρο της, σαν τον Αστερίου. Είναι οι γονείς και οι παππούδες τους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους και το άμεσο περιβάλλον τους. Στο επίκεντρο μια διατριβή για το δωσιλογισμό στην Κατοχή, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συνεργάτες των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη προέρχονταν από όλες τις παρατάξεις και τα κοινωνικά στρώματα.

Ενα μυθιστόρημα εξαιρετικά φιλόδοξο, που προσπαθεί να εξηγήσει την παθολογία της νεοελληνικής κοινωνίας και το αδιέξοδο στο οποίο αυτή έφτασε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Τους δωσίλογους που δεν τιμωρήθηκαν, την αναξιοκρατία, τις ιεραρχίες και τις εξουσίες που τη διαιωνίζουν, τον μηχανισμό αναπαραγωγής του τέρατος δηλαδή, την ιδεολογία και τη σχέση της με το αίμα που χύνεται. Ενδιαφέρουσα προσπάθεια, αδιαμφισβήτητα, αλλά κατά τη γνώμη μου ανολοκλήρωτη. Από τη μια, το ιστορικό υπόβαθρο είναι πολύ γνωστό και δεδομένο και πολλοί και καλοί συγγραφείς έχουν ασχοληθεί επανειλημμένα με τα ζητήματα αυτά, και ειδικά της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας – από τον Ιωάννου ώς τους νεότερους, σύγχρονους συγγραφείς, καταθέτοντας πολύ πιο σύνθετες απεικονίσεις του ιδεολογικού και του πολιτικού. Θα πει κανείς άλλη ματιά, και θα έχει δίκιο. Το γεγονός της σύνδεσης με τα «δεκεμβριανά» του 2008 θα μπορούσε να αλλάξει την προοπτική. Εάν προέκυπτε κάποια εξηγητική γραμμή καινοτόμα τόσο από την περί δωσιλογισμού διατριβή που βρίσκεται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, όσο και από τη σύνδεσή της με το σήμερα. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να εντοπίσω κάτι τέτοιο.

Το «πώς»

Από την άλλη, επειδή η λογοτεχνία είναι πάντα και κατά πρώτο λόγο το «πώς» και όχι το «τι», η λογοτεχνική μετουσίωση των γεγονότων σε ένα κείμενο με εντάσεις και κορυφώσεις, στέρεους χαρακτήρες και ανατροπές, θα μπορούσε να καταρρίψει τις ενστάσεις επί του ιστορικού υλικού. Και στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η Νικολαΐδου καταφεύγει σε μια σειρά κοινότοπους συχνά αφορισμούς, περιγράφει την Κατοχή με εικόνες που θυμίζουν τους μαυραγορίτες στον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο, δημιουργεί πρόσωπα που παραμένουν χάρτινα και η πλοκή της παραμένει άνευρη. Σαν η Ιστορία να ήρθε και να έδεσε χαλαρά πάνω σε έναν ήδη γειωμένο αφηγηματικό ιστό, βαραίνοντάς τον ακόμα περισσότερο και όχι απογειώνοντάς τον. Για άλλη μια φορά, νομίζω, έχουμε να κάνουμε με ένα θέμα που θα μπορούσε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά η λογοτεχνική του πραγμάτωση δεν το δικαιώνει. Είναι γνωστό όμως ότι και για τον ίδιο τον συγγραφέα και για το λογοτεχνικό θεσμό εν γένει, η ωρίμανση προκύπτει περισσότερο από τις αποτυχίες, παρά από τις επιτυχίες. Οπως επίσης και ότι η αποτυχία και η επιτυχία στα έργα του πνεύματος και της τέχνης είναι κάτι το πολύ σχετικό. Προσωπικά μένω στον «Μωβ μαέστρο», το προηγούμενο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου, και στα διηγήματα με τα οποία εμφανίστηκε στα Γράμματα και περιμένω τη συνέχεια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή