Σκοτεινό ιρλανδικό μοιρολόι

Σκοτεινό ιρλανδικό μοιρολόι

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τζ. Μίλλινγκτον Συνγκ

Καβαλάρηδες στη θάλασσα

Σκην.: Αννα Κοκκίνου

Θέατρο: Σφενδόνη

«Εδώ, φαντάσου
καλπασμούς και κύματα».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ

Συνιστά μια ακραία όσο και απαιτητική ποιητική εμπειρία η παρακολούθηση της παράστασης των «Καβαλάρηδων στη θάλασσα» (1904) του μεγάλου και πρωτοπόρου Ιρλανδού Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ (1871-1909), όπως τον είδε, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, η Αννα Κοκκίνου.

Ως σκηνοθέτις, τοποθέτησε τη στοιχειώδη δράση του μονόπρακτου σ’ ένα ημισκότεινο σύμπαν όπου το μοιρολόι της γυναίκας που έχει χάσει στη θάλασσα τον άντρα της και τα αγόρια της διαπλατύνεται στα όρια μιας κατανυκτικής ιεροτελεστίας. Κάθε λέξη εδώ γίνεται σπάνια, γιατί εκφέρεται επίτηδες «δύσκολα» και με όλο το συναισθηματικό της βάρος. Σ’ όλη την παράσταση επικρατεί το προϋπάρξαν και το αναμενόμενο πένθος. Φως (Αλ. Γιάνναρος) δεν δαψιλεύεται ποτέ. Οταν προσφερθεί, είναι για να ανοίξει παράθυρο «σε μια νέα τυραννία», για να εισελάσει ο θάνατος ως εκτυφλωτικά φωτεινός.

Η εργασία της κ. Κοκκίνου έχει δωρικότητα και ακρίβεια. Το στίγμα της θυμίζει παλιές παραστάσεις του «Ματωμένου γάμου» και του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα», πράγμα το οποίο μοιάζει νόμιμο, αφού ο Συνγκ σίγουρα επηρέασε με το ποιητικό του θέατρο, μεταξύ άλλων, και τον Λόρκα. Υψηλά δοκάρια και «επίπλωση» αφαιρετική, παραπέμπουν στον πρωτογονισμό των νησιών Αραν, απ’ όπου οι άνδρες οδηγούν τα άλογά τους για βοσκή στους απέναντι λόφους της Κονεμάρα. Αυτό το εν πολλοίς γυμνό σκηνικό (Ισμήνη Καρυωτάκη) επιδοτούσε την αίσθηση του τραγικού στο όλον. Το σύνολο των κοστουμιών μύριζε εντοπιότητα αλλά χωρίς γραφικότητες καθώς και απόλυτο πένθος (Ιω. Τσάμη). Στάγδην η μουσική επένδυση του Θ. Αμπαζή «σκηνογραφούσε» κι αυτή με τον τρόπο της το ανάμεσα σε κύματα και καλπασμούς κείμενο. Η μετάφραση της Ανθής Λεούση ήταν ένα μείγμα αυστηρότητας και λελογισμένου λυρισμού.

Θεωρώ παρατραβηγμένη σε διάρκεια την εισαγωγή της παράστασης, και όχι πάντα λειτουργικές και οργανικά δεμένες με το σύνολο τις κοπέλες του «Χορού», όπως στην επιμήκη αίθουσα και στο υποφωτισμένο άκρον της τις κίνησε η Σία Σουρέλου. Κατά τα άλλα, η κίνηση υπάκουσε στο γενικό σχέδιο παράστασης. Η Α. Κοκκίνου (Μόιρα, η μάνα) δούλεψε απ’ την αρχή ένα καλά υπολογισμένο κρεσέντο πάθους και φωνητικού ισοδύναμου που ξεκίνησε απ’ τη θλίψη, πέρασε στην εκ βαθέων κραυγή για να καταλήξει στη βουβή απόγνωση. Σαφής διαδρομή πάνω στην ατομική ταυτότητα της ηθοποιού. Εξίσου επιτυχείς και αρμονικά συνεννοημένες στην τελεστικότητα, στις αποκρύψεις και στις σιωπές τους η Τζ. Δαλιάνη και η Φωτ. Παναγιωτίδου. Ρωμαλέα και η παρουσία του Φ. Γαλανόπουλου στον Μπάρτλεϊ.

Τραχύς αναζητητής της ομορφιάς και του δράματος μέσα στην απόκρημνη κατάσταση, στη ζωή του ο Συνγκ συνδύασε την ποιητική γραφή με το κίνημα υπέρ της ανάπτυξης της γεωργίας του τόπου του και, βέβαια, με το κίνημα υπέρ της διάσωσης της ιρλανδικής γλώσσας και του πολιτισμού, μέσω του λεγόμενου «Γαελικού Συνδέσμου». Μετά τον σπουδαίο αλλά ήκιστα θεατρικό Γέιτς, ο Συνγκ, με τραγωδίες και κωμωδίες (π.χ. «Η σκιά του λαγκαδιού», «Το λεβεντόπαιδο της Δύσης») υπήρξε ο θεμελιωτής του Abbey Theatre του Δουβλίνου. Για όλα τούτα και άλλα σχετικά, αποτελεί αληθινό (και φωτογραφικό) απόκτημα το επί της ουσίας πλούσιο πρόγραμμα της παράστασης. Δεν αναφέρεται όνομα, πάντως μπράβο σε όποιον με τόσο μεράκι το έστησε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή